Συνειδητή η πολιτική της αυθαιρεσίας και της διάλυσης. Του Γιάννη Τσούτσια
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις της κυβέρνησης στο χώρο του φαρμάκου θίγουν έντονα πλευρές της κυκλοφορίας, της επάρκειας, της λειτουργίας και της προσπέλασης ενός κοινωνικού αγαθού κορυφαίας σημασίας, οπότε οι ανησυχίες που κατακλύζουν την κοινή γνώμη να είναι δικαιολογημένες. Όχι μόνο γιατί ενεργοποιούνται φοβικά σύνδρομα, αλλά περισσότερο, γιατί εκφράζονται βαθύτερες αγωνίες για το είδος του μέλλοντος που προετοιμάζεται.
Η κρίση αυτή, μέρος του συνολικότερου προβλήματος της υγείας, αναμένεται σύντομα να οξυνθεί. Επιβάλλεται μια τεράστια μείωση φαρμακευτικών δαπανών για το 2012, (κατά 1 δισ. €, από 4 δισ. € ετησίως, ενώ ήδη βρισκόμαστε στο Μάρτιο) σε σημείο, που εκ των πραγμάτων, αυτή θα καταστεί μη απορροφήσιμη, άδικη, οριζόντια, χωρίς δυνατότητα προσαρμογών και εφαρμογής κάποιων επιλογών. Έτσι, η κατάσταση θα καταλήξει στην αυθαιρεσία («όποιον πάρει ο χάρος»), σε επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού και σε πλήρη στέρηση του φαρμάκου για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μια τόσο βίαιη μεταβολή θα προϋπέθετε, τουλάχιστον, μια πολιτική που θα αποσοβούσε τις ακραίες συνέπειές της, που θα έθετε προτεραιότητες στην αρρώστια και την οδύνη (για τέτοια κυνικότητα μιλάμε) και θα αναβάθμιζε, ως αντιστάθμισμα στην απώλεια του φαρμάκου, το ρόλο της πρόληψης και των λειτουργών της δημόσιας Υγείας. Αντ’ αυτού, διαλύονται σήμερα όλες οι κρατικές δομές, ο μεγαλύτερος όγκος των γιατρών που ασκεί πρωτογενή περίθαλψη, είναι και δεν είναι στα ταμεία, έχει και δεν έχει συμβάσεις εργασίας, ξέρει και δεν ξέρει αν και πώς θα λειτουργήσει.
Αυτό το προκαλούμενο χάος δεν είναι τυχαίο, στοιχείο δομικής ανικανότητας και μόνον. Αποτελεί συστατικό της πολιτικής που διαχειρίστηκε την πορεία προς το Μνημόνιο, δηλαδή, στοιχείο του ΠΑΣΟΚ των κ.κ. Παπανδρέου και Λοβέρδου. Εννοούμε την πολιτική που συνειδητά και σχεδιασμένα διαλύει το κράτος, ως προς την οργανωτική και τεχνική του πλευρά, αποδομώντας τα πάντα. Και εδώ ο ρόλος του φαρμάκου είναι αποφασιστικής σημασίας. Ο πολίτης βλέπει έναν κρίσιμο μηχανισμό για τη ζωή και την καθημερινότητά του να καταρρέει, χάνει τις σταθερές και τις αξιολογήσεις του, βραχυκυκλώνεται, καθηλώνεται, αδυνατεί να καταλογίσει ευθύνες και να αντισταθεί (δόγμα σοκ και δέους). Σ’ αυτή τη φάση, η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του κράτους, η αλληλεγγύη, η λαϊκή διαθεσιμότητα, μια τεράστια κινητοποίηση, θα ήταν η αναγκαία απάντηση για να αποτραπεί η μεθοδευμένη καταστροφή.
Σήμερα, η κυβέρνηση προσφεύγει σε δύο συγκεκριμένες ενέργειες: Στη μείωση κατά 4% των τιμών του φαρμάκου, αφαιρούμενη εξ ολοκλήρου από το κέρδος των φαρμακοποιών (πολλοστή μείωση το τελευταίο διάστημα) και στη γενίκευση της χρήσης των γενοσήμων, δηλαδή, των αντίγραφων φαρμάκων. Βεβαίως, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι μια μείωση της τάξης του 4%, ενός μέρους των 4 δισ., (γιατί μέρος μόνον των φαρμάκων διακινείται από τα φαρμακεία), αποσκοπεί περισσότερο στην εξόντωση των φαρμακοποιών, ως επιμέρους στοιχείο μιας γενικότερης πολιτικής ανειλημμένων υποχρεώσεων, παρά σε μεγάλες εξοικονομήσεις.
Σε ό,τι αφορά τα γενόσημα, κρίσιμο είναι το γεγονός ότι παρακάμπτεται η ανακοστολόγηση των φαρμάκων, ως μια πιο ουσιαστική λύση. Το φάρμακο εξακολουθεί να κοστολογείται αυθαίρετα από το υπουργείο Εμπορίου, με τρόπο που κανείς δεν ξέρει ποια είναι τα πραγματικά κόστη των φαρμάκων που κυκλοφορούν. Σ’ αυτή την κρίσιμη διαδικασία συνασπίζονται τα μονοπώλια που κατοχυρώνουν τις θέσεις τους μέσα από διεθνείς τιμές αναφοράς και ντόπιοι βιομήχανοι και διάφορα λόμπι εισαγωγέων. Συχνά, μάλιστα, συναιρούνται στο ίδιο πρόσωπο οι ρόλοι, του εισαγωγέα, του παραγωγού, του λαθρεξαγωγέα και του αντιπροσώπου του μονοπωλίου.
Γύρω από τα γενόσημα προκύπτουν μεταφυσικά και πραγματικά ερωτήματα. Ωστόσο, εξαρχής, για να μην κοροϊδευόμαστε, ως γενόσημα εννοούμε τα φάρμακα β’ διαλογής. Και καθώς δεν είναι όλα ίδια, ο φόβος είναι πως η κυβέρνηση σχεδιάζει να κατακλυστούμε, όχι απλώς από φάρμακα β’ διαλογής, αλλά και εσχάτης υποστάθμης, πράγμα που δίκαια υποπτεύεται ο λαός. Βεβαίως, τα γενόσημα πράγματι σήμερα εισβάλλουν διεθνώς. Όμως, ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί πλέον και πολίτες β’ διαλογής, μάλιστα στο κέντρο του, όχι μόνο στην περιφέρειά του, υποβαθμίζοντας συνολικά το επίπεδο υγείας. Από την άλλη, καθώς η Ευρώπη έχει ισχυρή φαρμακοβιομηχανία, αυτή μπορεί να ελέγχει στοιχειωδώς την εσωτερική της αγορά και να κρατάει κάποια ισορροπία, μέσω ελέγχων και προδιαγραφών, μη επιτρέποντας την εύκολη διείσδυση φαρμάκων π.χ. προέλευσης Μπαγκλαντές. Γι’ αυτό στη Γερμανία, με το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ε.Ε., συναντά κανείς αναλογικά πολύ λιγότερα αντίγραφα πρωτότυπων φαρμάκων απ’ ό,τι στην Ελλάδα, όπου οποιοδήποτε προϊόν μπορεί να καθιερωθεί. Έτσι, συνολικά, η εικόνα διαμορφώνεται ως εξής: Στο χώρο των γενοσήμων υπάρχουν μονοπωλιακές εταιρίες, με προϊόντα σχετικής αξιοπιστίας, οι οποίες συγκροτούν ένα διεθνές κύκλωμα που επιδιώκει τη χειραγώγηση μέσα από παγκόσμιες διαδικασίες, όπως π.χ. την Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου. Αυτή η αξιοπιστία συνοψίζεται στο γνωστό θέσφατο «ό,τι πληρώνεις παίρνεις», ανεξάρτητα πως εδώ μιλάμε για αρρώστια και ίαση, για ζωή και θάνατο. Από την άλλη, η «εκδοχή Μπαγκλαντές» σε μια χώρα ξέφραγο αμπέλι, όπως η Ελλάδα, θα εξασφαλίσει πάμφθηνες πρώτες ύλες και τεράστια κέρδη στους μεσάζοντες, μέρος των οποίων θα διοχετευθούν ως μαύρο χρήμα σε όλη την αλυσίδα προμήθειας του φαρμάκου, από τον εκάστοτε υπουργό και τους ομοίους τους, τα ιδρύματα, τους εξαγορασμένους επιστήμονες και δημοσιογράφους, μέχρι τους φαρμακοποιούς, που θα εξασφαλίσουν ένα πρόσθετο παραεμπορικό κέρδος.
Τέλος, υπάρχει και η ελληνική φαρμακευτική βιομηχανία, φθίνουσα τα τελευταία χρόνια, με νησίδες ποιότητας που χάνονται στην ομίχλη της αεριτζίδικης τριτοκοσμικής αρπαχτής. Αυτή η ντόπια βιομηχανία θα έπρεπε σήμερα να στηριχτεί και να πιεστεί ταυτόχρονα, ώστε να απομακρυνθεί από τον παρασιτισμό, να καταστεί παραγωγικότερη, πιο αξιόπιστη και κοινωνικά αναβαθμισμένη, διαμέσου ελέγχων από κρατικούς φορείς. Αυτό θα αποτελούσε στοιχείο μιας ουσιαστικής απάντησης, όχι βέβαια στο έδαφος του Μνημονίου ή της αναπαραγωγής του συστήματος, αλλά της αναζήτησης όρων διεξόδου από την καταστροφή, ανεξάρτητα μάλιστα από την έκβαση των γενικών κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων. Διότι ακόμη και στην περίπτωση της λαϊκής ανατροπής, η εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής αυτάρκειας στο φάρμακο θα τεθεί ως επείγουσα αναγκαιότητα. Ποιοι, όμως, είναι διατεθειμένοι να ανταποκριθούν;
Η κρίση αυτή, μέρος του συνολικότερου προβλήματος της υγείας, αναμένεται σύντομα να οξυνθεί. Επιβάλλεται μια τεράστια μείωση φαρμακευτικών δαπανών για το 2012, (κατά 1 δισ. €, από 4 δισ. € ετησίως, ενώ ήδη βρισκόμαστε στο Μάρτιο) σε σημείο, που εκ των πραγμάτων, αυτή θα καταστεί μη απορροφήσιμη, άδικη, οριζόντια, χωρίς δυνατότητα προσαρμογών και εφαρμογής κάποιων επιλογών. Έτσι, η κατάσταση θα καταλήξει στην αυθαιρεσία («όποιον πάρει ο χάρος»), σε επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού και σε πλήρη στέρηση του φαρμάκου για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Μια τόσο βίαιη μεταβολή θα προϋπέθετε, τουλάχιστον, μια πολιτική που θα αποσοβούσε τις ακραίες συνέπειές της, που θα έθετε προτεραιότητες στην αρρώστια και την οδύνη (για τέτοια κυνικότητα μιλάμε) και θα αναβάθμιζε, ως αντιστάθμισμα στην απώλεια του φαρμάκου, το ρόλο της πρόληψης και των λειτουργών της δημόσιας Υγείας. Αντ’ αυτού, διαλύονται σήμερα όλες οι κρατικές δομές, ο μεγαλύτερος όγκος των γιατρών που ασκεί πρωτογενή περίθαλψη, είναι και δεν είναι στα ταμεία, έχει και δεν έχει συμβάσεις εργασίας, ξέρει και δεν ξέρει αν και πώς θα λειτουργήσει.
Αυτό το προκαλούμενο χάος δεν είναι τυχαίο, στοιχείο δομικής ανικανότητας και μόνον. Αποτελεί συστατικό της πολιτικής που διαχειρίστηκε την πορεία προς το Μνημόνιο, δηλαδή, στοιχείο του ΠΑΣΟΚ των κ.κ. Παπανδρέου και Λοβέρδου. Εννοούμε την πολιτική που συνειδητά και σχεδιασμένα διαλύει το κράτος, ως προς την οργανωτική και τεχνική του πλευρά, αποδομώντας τα πάντα. Και εδώ ο ρόλος του φαρμάκου είναι αποφασιστικής σημασίας. Ο πολίτης βλέπει έναν κρίσιμο μηχανισμό για τη ζωή και την καθημερινότητά του να καταρρέει, χάνει τις σταθερές και τις αξιολογήσεις του, βραχυκυκλώνεται, καθηλώνεται, αδυνατεί να καταλογίσει ευθύνες και να αντισταθεί (δόγμα σοκ και δέους). Σ’ αυτή τη φάση, η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του κράτους, η αλληλεγγύη, η λαϊκή διαθεσιμότητα, μια τεράστια κινητοποίηση, θα ήταν η αναγκαία απάντηση για να αποτραπεί η μεθοδευμένη καταστροφή.
Σήμερα, η κυβέρνηση προσφεύγει σε δύο συγκεκριμένες ενέργειες: Στη μείωση κατά 4% των τιμών του φαρμάκου, αφαιρούμενη εξ ολοκλήρου από το κέρδος των φαρμακοποιών (πολλοστή μείωση το τελευταίο διάστημα) και στη γενίκευση της χρήσης των γενοσήμων, δηλαδή, των αντίγραφων φαρμάκων. Βεβαίως, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι μια μείωση της τάξης του 4%, ενός μέρους των 4 δισ., (γιατί μέρος μόνον των φαρμάκων διακινείται από τα φαρμακεία), αποσκοπεί περισσότερο στην εξόντωση των φαρμακοποιών, ως επιμέρους στοιχείο μιας γενικότερης πολιτικής ανειλημμένων υποχρεώσεων, παρά σε μεγάλες εξοικονομήσεις.
Σε ό,τι αφορά τα γενόσημα, κρίσιμο είναι το γεγονός ότι παρακάμπτεται η ανακοστολόγηση των φαρμάκων, ως μια πιο ουσιαστική λύση. Το φάρμακο εξακολουθεί να κοστολογείται αυθαίρετα από το υπουργείο Εμπορίου, με τρόπο που κανείς δεν ξέρει ποια είναι τα πραγματικά κόστη των φαρμάκων που κυκλοφορούν. Σ’ αυτή την κρίσιμη διαδικασία συνασπίζονται τα μονοπώλια που κατοχυρώνουν τις θέσεις τους μέσα από διεθνείς τιμές αναφοράς και ντόπιοι βιομήχανοι και διάφορα λόμπι εισαγωγέων. Συχνά, μάλιστα, συναιρούνται στο ίδιο πρόσωπο οι ρόλοι, του εισαγωγέα, του παραγωγού, του λαθρεξαγωγέα και του αντιπροσώπου του μονοπωλίου.
Γύρω από τα γενόσημα προκύπτουν μεταφυσικά και πραγματικά ερωτήματα. Ωστόσο, εξαρχής, για να μην κοροϊδευόμαστε, ως γενόσημα εννοούμε τα φάρμακα β’ διαλογής. Και καθώς δεν είναι όλα ίδια, ο φόβος είναι πως η κυβέρνηση σχεδιάζει να κατακλυστούμε, όχι απλώς από φάρμακα β’ διαλογής, αλλά και εσχάτης υποστάθμης, πράγμα που δίκαια υποπτεύεται ο λαός. Βεβαίως, τα γενόσημα πράγματι σήμερα εισβάλλουν διεθνώς. Όμως, ο νεοφιλελευθερισμός δημιουργεί πλέον και πολίτες β’ διαλογής, μάλιστα στο κέντρο του, όχι μόνο στην περιφέρειά του, υποβαθμίζοντας συνολικά το επίπεδο υγείας. Από την άλλη, καθώς η Ευρώπη έχει ισχυρή φαρμακοβιομηχανία, αυτή μπορεί να ελέγχει στοιχειωδώς την εσωτερική της αγορά και να κρατάει κάποια ισορροπία, μέσω ελέγχων και προδιαγραφών, μη επιτρέποντας την εύκολη διείσδυση φαρμάκων π.χ. προέλευσης Μπαγκλαντές. Γι’ αυτό στη Γερμανία, με το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ε.Ε., συναντά κανείς αναλογικά πολύ λιγότερα αντίγραφα πρωτότυπων φαρμάκων απ’ ό,τι στην Ελλάδα, όπου οποιοδήποτε προϊόν μπορεί να καθιερωθεί. Έτσι, συνολικά, η εικόνα διαμορφώνεται ως εξής: Στο χώρο των γενοσήμων υπάρχουν μονοπωλιακές εταιρίες, με προϊόντα σχετικής αξιοπιστίας, οι οποίες συγκροτούν ένα διεθνές κύκλωμα που επιδιώκει τη χειραγώγηση μέσα από παγκόσμιες διαδικασίες, όπως π.χ. την Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου. Αυτή η αξιοπιστία συνοψίζεται στο γνωστό θέσφατο «ό,τι πληρώνεις παίρνεις», ανεξάρτητα πως εδώ μιλάμε για αρρώστια και ίαση, για ζωή και θάνατο. Από την άλλη, η «εκδοχή Μπαγκλαντές» σε μια χώρα ξέφραγο αμπέλι, όπως η Ελλάδα, θα εξασφαλίσει πάμφθηνες πρώτες ύλες και τεράστια κέρδη στους μεσάζοντες, μέρος των οποίων θα διοχετευθούν ως μαύρο χρήμα σε όλη την αλυσίδα προμήθειας του φαρμάκου, από τον εκάστοτε υπουργό και τους ομοίους τους, τα ιδρύματα, τους εξαγορασμένους επιστήμονες και δημοσιογράφους, μέχρι τους φαρμακοποιούς, που θα εξασφαλίσουν ένα πρόσθετο παραεμπορικό κέρδος.
Τέλος, υπάρχει και η ελληνική φαρμακευτική βιομηχανία, φθίνουσα τα τελευταία χρόνια, με νησίδες ποιότητας που χάνονται στην ομίχλη της αεριτζίδικης τριτοκοσμικής αρπαχτής. Αυτή η ντόπια βιομηχανία θα έπρεπε σήμερα να στηριχτεί και να πιεστεί ταυτόχρονα, ώστε να απομακρυνθεί από τον παρασιτισμό, να καταστεί παραγωγικότερη, πιο αξιόπιστη και κοινωνικά αναβαθμισμένη, διαμέσου ελέγχων από κρατικούς φορείς. Αυτό θα αποτελούσε στοιχείο μιας ουσιαστικής απάντησης, όχι βέβαια στο έδαφος του Μνημονίου ή της αναπαραγωγής του συστήματος, αλλά της αναζήτησης όρων διεξόδου από την καταστροφή, ανεξάρτητα μάλιστα από την έκβαση των γενικών κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων. Διότι ακόμη και στην περίπτωση της λαϊκής ανατροπής, η εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής αυτάρκειας στο φάρμακο θα τεθεί ως επείγουσα αναγκαιότητα. Ποιοι, όμως, είναι διατεθειμένοι να ανταποκριθούν;
Σχόλια