Τι είναι αυτό που δυσκολεύει την Αριστερά να βρει ένα βηματισμό εναρμονισμένο με τους πόθους, τις αγωνίες, τις ανάγκες και τις ελπίδες της κοινωνίας; Τι είναι αυτό που εμποδίζει τους αριστερούς να συνεννοηθούν μεταξύ τους; Ποιες είναι οι γενεσιουργές αιτίες, αλλά και τα συντηρητικά του δογματισμού, της ενσωμάτωσης ή του άκρατου αυθορμητισμού; Γιατί η Αριστερά επί της ουσίας παραμένει ουραγός των εξελίξεων;

Ποιος άραγε θα μελετήσει τι μας έχει συμβεί όλα αυτά τα χρόνια; Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Γιατί άραγε, η Αριστερά πάντα καθυστερεί τόσο πολύ να κάνει τον απολογισμό της και να γράψει την ιστορία της; Και βέβαια, δεν εννοώ την απλή παράθεση των γεγονότων με χρονολογική σειρά που μπορεί να κάνει ένας δημοσιογράφος ή ακόμα κι ένας επιμελής φοιτητής ιστορίας. Εννοώ, την ιστορία μέσα από ένα πρίσμα αναλυτικό, πολυεπίπεδο, διεισδυτικό, ερμηνευτικό. Ούτε εν γένει θεωρητικά. Προσγειωμένα επί ελληνικού εδάφους.
Θυμάμαι, τα χρόνια της μεταπολίτευσης, πόσο έλειπε μια καλή ιστορία του λαϊκού κινήματος. Γράφονταν μεμονωμένα άρθρα, πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα, πρόσωπα ή γεγονότα, κυρίως με την μορφή της πολεμικής, μετά τη διάσπαση του 1968, και ιδίως μετά το 1974 που έπεσε η χούντα, αλλά έδιναν μόνο επιχειρήματα υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης, επιμερίζοντας ευθύνες. Έλειπαν οι εκτενείς πολυδιάστατες μελέτες, που θα φώτιζαν τον εικοστό αιώνα, όχι στενά κομματικά, αλλά με μία ευρύτητα θεώρησης που θα αναλύει τις δομικές αλλαγές της ελληνικής κοινωνίας σε όλους τους τομείς, πολιτικής, οικονομίας, πολιτισμού κ.λπ., θα τις συνδέει με το λαϊκό κίνημα, εθνικοανεξαρτησιακό και ταξικό, θα τις εντάσσει μέσα στο γεωπολιτικό περιβάλλον, θα τις συναρτά με τον ξένο παράγοντα και θα λαβαίνει υπόψιν τις εξελίξεις σε παγκόσμια κλίμακα, αξιοποιώντας τις πάμπολλες θετικές και αρνητικές εμπειρίες. Οι διανοούμενοι της Αριστεράς από συνήθεια ακολουθούσαν τα παραδοσιακά μέτωπα σκέψης και αντιπαράθεσης. Και μάλιστα, οι περισσότεροι, τα πιο παρωχημένα. Επηρεάζοντας και τους νέους αγωνιστές με τις πιο απλουστευτικές ερμηνείες όχι μόνο της ιστορίας, αλλά και της τρέχουσας πραγματικότητας.

Δεν φταίει ο Μαρξ
Θυμάμαι, στα πρώτα ζωηρά χρόνια της μεταπολίτευσης, που το κίνημα είχε μεγάλη δυναμική, στα «πηγαδάκια» της Ομόνοιας, των Προπυλαίων και του Πολυτεχνείου, αλλά και στις μαζικές συνελεύσεις των σχολών, όπου εκφράζονταν όλες οι τρέχουσες αντιλήψεις περί ιστορίας και πολιτικής, ως μέλη της ΑΑΣΠΕ συγκρουόμασταν με τους «συγγενείς μας» της ΠΠΣΠ για το χαρακτήρα που πρέπει να έχει η επανάσταση στην Ελλάδα, αν θα είναι σοσιαλιστική ή λαϊκοδημοκρατική. Η «γραμμή» δεν άφηνε περιθώρια να προβληματιστούμε μήπως, αν μη τι άλλο, ήταν πολύ πρώιμη, για να μην πω εκτός τόπου και χρόνου, αυτή η συζήτηση. Η κεντρική επιλογή δεν στηριζόταν στην ορθή κατανόηση της πραγματικότητας, κι έτσι σφυρηλατούσαμε τη διάσπαση μεταξύ ομοδόξων και σπαταλούσαμε τα αξιόλογα προτερήματα ενός επαναστατικού κινήματος που είχε αναπτυχθεί πολύ ορμητικά και ελπιδοφόρα.
Τα μέλη της ΚΝΕ υποστήριζαν με τον πιο απόλυτο τρόπο, άκριτα, όλες ανεξαιρέτως τις πολιτικές της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμα και τα εκφυλιστικά φαινόμενα που αποκαλύπτονταν. Τα δε μέλη του ΚΚΕ εσ., εκουσίως και ακουσίως εκτός σφαίρας επιρροής της ΣΕ, προσδένονταν στο άρμα του ευρωκομμουνισμού και καλλιεργούσαν σχέσεις με το «αιρετικό» καθεστώς της Ρουμανίας μπουσουλώντας σε άγνωστα εδάφη.
Εκ των υστέρων, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς ότι καμία από τις βασικές τάσεις του αριστερού κινήματος στην Ελλάδα δεν είχε σαφή γνώση των βαθύτερων δομών και διεργασιών της εντόπιας και διεθνούς πραγματικότητας που δεν είναι ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Οι μεγάλες ανατροπές στην Κίνα, μετά το θάνατο του Μάο, τέλη δεκαετίας ’70, έβαλαν άδοξο τέλος στις άστοχες αντιπαραθέσεις και επηρέασαν διαλυτικά την τύχη δύο οργανώσεων (ΕΚΚΕ και ΟΜΛΕ) που σημάδεψαν την εποχή τουλάχιστον με τη μαχητικότητα και την οργανωτικότητά τους.
Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ απέδειξε πόσο εκτός πραγματικότητας ήταν το ΚΚΕ στις εκτιμήσεις του για τη Σοβιετική Ένωση. Η αποσάρθρωση και αυτοδιάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) που συνέβη σταδιακά δεν είχε γίνει ούτε κατ’ ελάχιστον αντιληπτή από το ΚΚΕ (και όλα τα φιλοσοβιετικά κόμματα παγκοσμίως), παρ’ όλο που υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις και προβληματισμοί για την πορεία της.
Το ΚΚΕ εσ., όπως φάνηκε, ήταν αδύνατο να αντιληφθεί ότι η ευρωκομμουνιστική τάση που για μια περίοδο έδειχνε να προσεγγίζει πιο ρεαλιστικά τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες, οδηγούσε αναπόφευκτα στην εκφυλιστική ενσωμάτωση των κομμουνιστικών κομμάτων στο σύστημα.
Τελικά, όλες οι βασικές δυνάμεις του αριστερού κινήματος έκαναν μηχανική εισαγωγή ιδεών και μοντέλων χωρίς την απαραίτητη επεξεργασία, εξειδίκευση και έμπνευση για να προσαρμοστούν και να έχουν εφαρμογή στην ελληνική κοινωνία. Δεν φταίει ο Μαρξ για την στερεότυπη αριστερή σκέψη. Αυτή η «ευκολία» έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο φρακάρισμα της ελληνικής Αριστεράς, η οποία παρ’ όλ’ αυτά επιβιώνει -πολύ καλύτερα από την ευρωπαϊκή- λόγω της σπουδαίας παράδοσής της, της αδιάκοπης αγωνιστικότητάς της, των θυσιών της και, βεβαίως, λόγω των διαφορετικών κοινωνικών συνθηκών της Ελλάδας, που παλινδρομεί κάπου μεταξύ Ευρώπης και Τρίτου Κόσμου.
Περί ευθύνης αριστερών
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η Αριστερά δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τα βαρίδια της. Ο Κύρκος, ο Φλωράκης, οι αμφισβητίες και οι διάδοχοί τους, μεταφέροντας στη σύγχρονη εποχή ένα σετ πρακτικών και ιδεών, εν μέρει ξεπερασμένο και εν μέρει ασυντόνιστο με τους παλμούς της κοινωνίας, ουσιαστικά δυσχέραναν οποιαδήποτε μετεξέλιξη της αριστερής σκέψης και δράσης.
Τηρουμένων των αναλογιών, η Αριστερά ακόμα τελεί υπό την επήρεια εκείνων που απέτυχαν να αντιληφθούν την εποχή τους. Πολλοί απ’ αυτούς, διαπαιδαγωγημένοι με τις παλιές αντιλήψεις, κάνουν προσπάθεια να εμφανιστούν ανανεωμένοι, όμως η πολιτική τους πρακτική και τα αποτελέσματά της αποκαλύπτουν τις ανεπάρκειές τους. Είναι άραγε δυνατόν οι φορείς της αριστερής παθογένειας να εξυγιάνουν προβληματικές αντιλήψεις και καταστάσεις; Ούτε η εμπειρία, ούτε η στερνή γνώση, ούτε η προσωπική επιθυμία, ούτε το κύρος επαρκούν για να αποτινάξουν όλο το βαρύ φορτίο από τις πλάτες ανθρώπων που στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους ήταν εγκλωβισμένοι σε μια μονοδιάστατη αντίληψη και υπηρετούσαν με συνέπεια άκαμπτους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς.
Όσοι απ’ αυτούς έχουν ακόμα δυνάμεις και επιθυμία συμμετοχής, μάλλον θα έπρεπε να έχουν αναλάβει άλλους ρόλους. Η εμμονή τους να μεταφέρουν στο παρόν, ακόμα και στο μέλλον, τις πεπαλαιωμένες αντιλήψεις και πρακτικές τους, ξαναζεσταμένες ή κρύες, είναι αντιπαραγωγική και ανασταλτική της προόδου και της αναγέννησης της Αριστεράς. Και στις αντιρρήσεις που θα ακούσω, θέτω προκαταβολικά το τριπλό ερώτημα: Τίποτα και κανένας δεν φταίει για τη δυσκαμψία της ελληνικής Αριστεράς; Δεν έχουν ευθύνη τα πρόσωπα; Όλα βαίνουν καλώς; Ή φταίνε μόνο οι αντικειμενικές συνθήκες;
Και βέβαια, οι αντικειμενικές συνθήκες άλλαξαν. Η ελληνική κοινωνία άλλαξε πολύ. Αλλά αυτές τις αλλαγές, δεν μπόρεσε η Αριστερά να τις παρακολουθήσει, να τις μελετήσει σε βάθος και να διαμορφώσει έγκαιρα τη γραμμή της με βάση τα πραγματικά κοινωνικοπολιτικά δεδομένα. Αρκέστηκε στους κιτρινισμένους φακέλους της, στην κοινοβουλευτική της παρουσία και στον ακτιβισμό της νέας γενιάς. Δεν πείθει ότι έχει την παιδεία και τα μέσα για να εμβαθύνει στην κοινωνική έρευνα και να παραγάγει νέες ιδέες και αναλύσεις, εκσυγχρονισμένες και πρωτότυπες, αφού από τη γέννησή της στηριζόταν σε μοντέλα και πακέτα σκέψης εισαγωγής. Ούτε έχει μάθει να αντλεί πρώτη ύλη για ζύμωση και επεξεργασία από τα κινήματα στον κόσμο. Τα παρακολουθεί με θαυμασμό και δέος, αλλά μουδιασμένα και εξ αποστάσεως. Η προσέγγιση της παραμένει ρηχή, επιφανειακή. Σήμερα, οι εξελίξεις μέσα κι έξω από την Ελλάδα, βρίσκουν την Αριστερά ξανά αδιάβαστη και απροετοίμαστη ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά. Κι απ’ ό,τι φαίνεται, ούτε η ευρωπαϊκή Αριστερά μπορεί να βοηθήσει, αφού αυτή φαίνεται ότι έχει πέσει σε ακόμα βαθύτερο λάκο.

Μικροαστικό τσουνάμι
Για να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει χρειάζεται να καταγράφουμε αδιάκοπα σαν σεισμογράφοι τελευταίας τεχνολογίας όλες τις τεκτονικές μετατοπίσεις της ελληνικής κοινωνίας και του διεθνούς περιβάλλοντος. Όχι μόνο να επισημαίνουμε τις αλλαγές, αλλά να αντιλαμβανόμαστε και τις επιπτώσεις τους στο κοινωνικό σώμα γενικότερα και στην Αριστερά ειδικότερα.
Από το 1990, με τη χαριστική παραχώρηση στα διαπλεκόμενα εργολαβικά συμφέροντα του τομέα της ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας, επήλθαν ουσιώδεις μεταβολές στον τρόπο ζωής και σκέψης των πολιτών, ενδυνάμωσε η καθεστωτική προπαγάνδα, αλλοιώθηκαν τα κοινωνικά κριτήρια αξιολόγησης του καλού και του κακού, του προοδευτικού και του καθυστερημένου, του ωραίου και του άσχημου. Παράλληλα, εξελισσόταν η αποβιομηχάνιση, η εγκατάλειψη της αγροτικής παραγωγής και η υπαγωγή της στο καθεστώς των αντιπαραγωγικών επιδοτήσεων, η μετατροπή εκτεταμένων περιοχών της χώρας σε τουριστικά θέρετρα με τρίμηνη περίοδο εργασίας και ζωής, ενώ αναπτυσσόταν ο εύκολος δανεισμός και ο άκρατος καταναλωτισμός και υποβαθμιζόταν η παιδεία με υποχρηματοδότηση, ιδιωτικοποίηση και διασπορά υποβαθμισμένων σχολών σε πόλεις και χωριά κ.ο.κ.
Οι επιπτώσεις αυτών των αλλαγών στην πολιτική κουλτούρα δεν έχουν επαρκώς μελετηθεί, γιατί η Αριστερά επιμένει στην άνευ όρων εξιδανίκευση του «λαού», ανεξαρτήτως δεδομένων συνθηκών, πράγμα που δυσχεραίνει αφάνταστα την κατανόηση, την επικοινωνία και τη χάραξη πολιτικής. Αυτό επιτείνεται από τη διάβρωση που επιφέρει η μικροαστική κουλτούρα, το λάιφσταϊλ που διαποτίζει τα λαϊκά στρώματα, σε σημαντική μερίδα διανοουμένων και παραδοσιακών αριστερών που οδηγούνται στην ενσωμάτωση, την οποία έτσι κι αλλιώς καλλιεργεί με παροχές και προνόμια το σύστημα. Το κοινωνικό έδαφος κάτω από τα πόδια της Αριστεράς είναι πολύ σαθρό και ευμετάβλητο. Ο μικροαστισμός είναι καθεστώς. Με πρόσθετη επιβάρυνση τις συνέπειες από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τη μετάλλαξη της Κίνας που ενίσχυσαν την απογοήτευση και τις τάσεις ενσωμάτωσης οι οποίες είχαν ήδη εμφανιστεί από τα τέλη του ’70 και τις αρχές του ’80.

Παλινόρθωση
της αποικιοκρατίας
Παράλληλα, οι επιρροές από την Ευρώπη γίνονταν όλο και πιο αρνητικές. Καθώς διαλύονταν τα κομμουνιστικά κόμματα, επικρατούσε ένα επικίνδυνο μίγμα σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού, ενώ ταυτόχρονα ενισχυόταν ο αντικομμουνισμός και υποχωρούσαν οι αστικοδημοκρατικοί θεσμοί με την εισδοχή των ανατολικοευρωπαϊκών κρατών που διοικούνται από περίεργα συμπλέγματα παλιών γραφειοκρατών, νέων ολιγαρχών και θρησκόληπτων ακροδεξιών.
Όλα αυτά, σε συνθήκες αληθινής και εικονικής ευμάρειας, έστρεψαν το μεγάλο «πλοίο» της Ευρώπης προς μία συντηρητική κατεύθυνση, που εκδηλώθηκε με συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, και μάλιστα από την -θεωρούμενη στην Ευρώπη ως «Αριστερά»- σοσιαλδημοκρατία, αλλά και με εμπλοκή σε πολέμους αποικιοκρατικού τύπου που υποτίθεται ότι πλέον ανήκαν στο σκοτεινό παρελθόν της Ευρώπης.
Έτσι, ενώ στην Ανατολή παλινορθώθηκε ξαφνικά ο καπιταλισμός, στη Δύση παλινορθώνεται ραγδαία η αποικιοκρατία. Με ευρύτατη κοινωνική αποδοχή. Σε σημείο που αυτή η φιλοπόλεμη στροφή στηρίζεται και από δυνάμεις του ευρύτερου αριστερού χώρου, που περιλαμβάνει αριστερούς σοσιαλδημοκράτες, τροτσκιστές, πράσινους, μερίδα του Die Linke κ.ά.
Οι κοινωνίες στην Ευρώπη έχουν υποστεί σοβαρή μετάλλαξη. Εντονότατα φαινόμενα ρατσισμού, ξενοφοβίας, κοινωνικών διακρίσεων, ατομισμού, εθνικισμού, μιλιταρισμού και επεκτατισμού επανεμφανίστηκαν δριμύτερα. Η ίδια η κοινωνική βάση της Αριστεράς, ο φυσικός κόσμος της εργασίας και του πνεύματος, υπέστη σοβαρές αλλοιώσεις και ενσωματώσεις που εξασθενούν τα αριστερά πολιτικά ρεύματα και δημιουργούν σχεδόν ανυπέρβλητες δυσχέρειες για την αναγέννηση και ανανέωσή τους. Η ευρωπαϊκή Αριστερά πλανιέται συγχυσμένη μέσα σε ένα ωκεανό εδραιωμένου μικροαστισμού.
Σήμερα, αν δει κανείς τα πράγματα χωρίς παρωπίδες και ωραιοποιήσεις, δεν είναι εύκολο να μιλάει για ευρωπαϊκή Αριστερά. Για αριστερούς ναι, αλλά για Αριστερά μάλλον όχι. Για αριστερούς, μέσα και έξω από οργανώσεις και κόμματα, που προσπαθούν να σταθούν όρθιοι μέσα σ’ αυτό το ελώδες κοινωνικό πεδίο και πάνω σ’ αυτή την κινούμενη άμμο που αυτοαποκαλείται ευρωπαϊκή Αριστερά.

(συνεχίζεται)
Στέλιος Ελληνιάδης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!