Μια ψύχραιμη εκτίμηση των δεδομένων (των νέων γεωπολιτικών συνθηκών μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, των οικονομικών δεδομένων μιας μεγάλης κρισιακής κατάστασης μέσω του πληθωρισμού, της εκτίναξης των τιμών και της εγκαθίδρυσης της «πολεμικής οικονομίας», και τέλος της κλιμακούμενης επεκτατικής έντασης από την Τουρκία σε βάρος της Ελλάδας) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπάρχει τεράστιος κίνδυνος ενός εθνικού και κοινωνικού ακρωτηριασμού. Το τραγικότερο όμως έγκειται στο ότι οι ελίτ που διευθύνουν τη χώρα, πολιτικές και οικονομικές, δεν κάνουν τίποτα για να αποτρέψουν τον κίνδυνο αυτό. Αντίθετα, βάζουν τα δυνατά τους να φανούν αρεστοί στους Μεγάλους Επικυρίαρχους (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, Ε.Ε.).

Δεν επιτρέπεται η χώρα να απειλείται όπως απειλείται, να λένε απροκάλυπτα οι «ισχυροί μας σύμμαχοι» ότι θα ευνοήσουν τους επεκτατικούς σχεδιασμούς της Τουρκίας, και οι ελίτ μας να συνεχίζουν να κινούνται στη γραμμή της ΝΑΤΟφροσύνης, να αποστρατιωτικοποιούν σιωπηρά τα νησιά, να φαίνονται έτοιμες για παραχωρήσεις.

Πολύ περισσότερο που είναι ήδη ένοχες για δύο σημαντικά «πολιτικά εγκλήματα»: Πρώτον, κρατούν τον λαό απληροφόρητο σε όλα τα επίπεδα ή, πολύ χειρότερο, παραπληροφορημένο με προπαγανδιστικές «ειδήσεις» (πανδημία, πόλεμος, οικονομία, ελληνοτουρκικά κ.λπ.) – κι έτσι οι πολίτες βρίσκονται υπό το διαρκές σφυροκόπημα τέτοιων ψευδών και εντελώς αποπροσανατολιστικών «ειδήσεων». Δεύτερον, οι ελίτ, επειδή νοιάζονται μόνο για το ιδιωτικό τους συμφέρον και για τίποτα άλλο, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κηρύξουν τον πόλεμο στην κοινωνία: τροπολογία για το ξεπούλημα της ΛΑΡΚΟ και την απόλυση των εργαζόμενων σε αυτήν, επιδείξεις διώξεων ενάντια σε όσους αγωνίζονται κόντρα στα αίσχη της πράσινης μετάβασης, νόμος πλαίσιο για τα ΑΕΙ που τα ιδιωτικοποιεί στο έπακρο, επιδείξεις δύναμης με την παρουσία αστυνομίας, ΜΑΤ και υδροφόρας αύρας εντός του Αριστοτελείου (κι αμέσως ανακοινώνεται πως ο πρύτανης του Αριστοτελείου θα έχει μια περίοπτη θέση στο ψηφοδέλτιο επικρατείας της Ν.Δ. – μπήκαμε για τα καλά στην προεκλογική περίοδο), αφαίμαξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζομένων μέσω της φορολογίας και του πληθωρισμού.

Το παράδειγμα της ΛΑΡΚΟ είναι συμβολικό για το ρόλο και τη φύση των πολιτικών και οικονομικών ελίτ της χώρας και της παντελούς αδιαφορίας τους για την πραγματική οικονομία της χώρας, την παραγωγική της συγκρότηση, τους εργαζόμενους και το λαό ως βασική δύναμη υπεράσπισης του τόπου και της χώρας σε όλες τις δύσκολες στιγμές. Η ΛΑΡΚΟ είναι μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίας νικελίου στην Ευρώπη, και μεθοδεύεται εδώ και δεκαετίες το ξεπούλημά της σε ιδιωτικά συμφέροντα σε εξευτελιστικές τιμές. Ο αγοραστής πρέπει να πάρει μια τεχνητά απαξιωμένη επιχείρηση, να μην έχει «βάρη» και οφειλές προς το εργατικό δυναμικό, και αφού την αγοράσει να την «εξυγιάνει» και να αυξήσει την παραγωγή με άλλους όρους (λιγότεροι εργαζόμενοι, κατώτεροι μισθοί κ.λπ.). Όπως διέλυσαν την κλωστοϋφαντουργία της χώρας, όπως διέλυσαν τα ναυπηγεία (με ντιρεκτίβες της Ε.Ε.), όπως διέλυσαν τη γεωργία, όπως διέλυσαν την Ολυμπιακή Αεροπορία, έτσι και τώρα δεν έχουν κανένα πρόβλημα να διαλύσουν τη ΛΑΡΚΟ για να κάνουν θελήματα προς επιτήδειους επιχειρηματίες.

Η αποβιομηχάνιση της χώρας και ο αφελληνισμός της οικονομίας αποτελούν έναν μεγάλο κοινωνικό ακρωτηριασμό, τον οποίο προωθούν με προθυμία οι ελίτ των πλασιέδων και μεταπρατών. Κι ενώ όλοι οι δείκτες της πραγματικής οικονομίας χειροτερεύουν και κτυπούν ηχηρά τα καμπανάκια, αυτοί τον χαβά τους: «Η Ελλάδα και οι Έλληνες υποδέχονται σήμερα μια σημαντική εθνική επιτυχία: με τη σφραγίδα του Eurogroup, η οικονομία μας απελευθερώνεται, πλέον, από το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας. Κλείνει, έτσι, ένας επώδυνος κύκλος που άνοιξε πριν από 12 χρόνια» (Κ. Μητσοτάκης, 16/6). Η παραπληροφόρηση, η πλήρης υπαγωγή στους σχεδιασμούς της Δύσης, ο οικονομικός στραγγαλισμός και το ξεπούλημα που ονομάζεται αναβάθμιση (και μάλιστα σε περίοδο μεγάλων κινδύνων για τη χώρα) οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη αποδυνάμωση της Ελλάδας.

Πληροφόρηση και ενημέρωση του λαού για όλα – κτύπημα της αισχροκέρδειας και του ξεπουλήματος – στήριξη του λαϊκού εισοδήματος (μαζί με την καλλιέργεια ενός βαθιού πατριωτικού φρονήματος για την αντιμετώπιση των επεκτατικών απειλών) θα συνιστούσαν το μίνιμουμ που θα έκανε μια άξια πολιτική ηγεσία. Τέτοια δεν υπάρχει. Οπότε απομένει στον ίδιο τον λαό να αποκρούσει όπως μπορεί, και με όποιες δυνατότητες έχει, τον προωθούμενο εθνικό και κοινωνικό ακρωτηριασμό. Αυτό άλλωστε δεν γινόταν σε όλη τη σύγχρονη ιστορία του τόπου;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!