Η ξεπερασμένη Παλιά Τάξη και η αμφίβολη Νέα Οικονομία του Τραμπ

 

Στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος της Δυτικής Ευρώπης και η Ιαπωνία κατέφυγαν σε ιδιαίτερα περισταλτικές «προστατευτικές» βιομηχανικές και νομισματικές πολιτικές ώστε να ανοικοδομήσουν τις οικονομίες τους. Μόνο μετά από μια περίοδο μακράς ανάκαμψης η Γερμανία και η Ιαπωνία, προσεκτικά και επιλεκτικά, φιλελευθεροποίησαν τις οικονομικές πολιτικές τους.

Τις πρόσφατες δεκαετίες, η Ρωσία μεταμορφώθηκε δραστικά από μια ισχυρή κολεκτιβιστική οικονομία σε μια καπιταλιστική υποτελή-μαφιόζικη ολιγαρχία και, πιο πρόσφατα, σε μια ανασυγκροτημένη μικτή οικονομία με ισχυρό κεντρικό κράτος. Η Κίνα μετασχηματίστηκε από μια κολεκτιβιστική οικονομία, απομονωμένη από το παγκόσμιο εμπόριο, στη δεύτερη ισχυρότερη οικονομία του κόσμου, καταλαμβάνοντας τη θέση των ΗΠΑ ως βασικός εμπορικός εταίρος της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.

Ενώ κάποτε έλεγχαν το 50% του παγκόσμιου εμπορίου, σήμερα οι ΗΠΑ μοιράζονται λιγότερο από το 20%. Η μείωση αυτή οφείλεται εν μέρει στη διάλυση της βιομηχανικής οικονομίας τους, καθώς οι κατασκευαστές μετέφεραν τα εργοστάσιά τους στο εξωτερικό.

 

Αδυναμία των προηγούμενων προέδρων να αναγνωρίσουν τις αλλαγές

Παρά το μετασχηματισμό της παγκόσμιας τάξης, οι τελευταίοι πρόεδροι των ΗΠΑ απέτυχαν να κατανοήσουν την ανάγκη αναδιοργάνωσης της βορειοαμερικανικής πολιτικής οικονομίας. Αντί να αναγνωρίσουν, να προσαρμόσουν και να αποδεχτούν αλλαγές στην εξουσία και τις σχέσεις της αγοράς, επιχείρησαν να εντείνουν προηγούμενες μορφές κυριαρχίας μέσω πολέμου, στρατιωτικών επεμβάσεων και αιματηρών, καταστροφικών «αλλαγών καθεστώτων» – έτσι, αντί να δημιουργήσουν αγορές για τα εμπορεύματα των ΗΠΑ, κατέστρεψαν υπάρχουσες.

Αντί να αναγνωρίσουν την τεράστια οικονομική ισχύ της Κίνας και να επιδιώξουν την επαναδιαπραγμάτευση εμπορικών συμφωνιών, απέκλεισαν με ηλίθιο τρόπο την Κίνα από περιφερειακά και διεθνή εμπορικά σύμφωνα – φτάνοντας στο σημείο να εκφοβίζουν ωμά τους μικρότερους Ασιάτες εμπορικούς εταίρους τους, και να εξαπολύσουν μια πολιτική στρατιωτικής περικύκλωσης και προκλήσεων στη Νότια Σινική Θάλασσα.

Υπό τις προηγούμενες κυβερνήσεις, η Ουάσιγκτον αγνόησε την αναγέννηση της Ρωσίας, την ανάκαμψη και την ανάπτυξή της ως περιφερειακή και παγκόσμια δύναμη. Αυτό που έκαναν οι προηγούμενες κυβερνήσεις των ΗΠΑ όταν τελικά αντιλήφθηκαν την πραγματικότητα, ήταν να αυξήσουν τις παρεμβάσεις τους μεταξύ των πρώην συμμάχων της Σοβιετικής Ένωσης και να στήσουν στρατιωτικές βάσεις και πολεμικές ασκήσεις στα σύνορα της Ρωσίας. Οι πολιτικές του Ομπάμα, πολιτικές προώθησης της βίαιης κατάληψης της εξουσίας στην Ουκρανία, τη Συρία και τη Λιβύη, είχαν ως κίνητρο την επιθυμία του να ανατρέψει κυβερνήσεις φιλικές προς τη Ρωσία. Έτσι κατέστρεψε αυτές τις χώρες και τελικά ενίσχυσε τη βούληση της Ρωσίας να υπερασπίσει τα σύνορά της και να συμπήξει νέες στρατηγικές συμμαχίες.

 

Τι κατανόησε και τι προτείνει ο Τραμπ

Από την αρχή της προεκλογικής καμπάνιας του, ο Τραμπ αναγνώρισε τις νέες παγκόσμιες πραγματικότητες και πρότεινε την αλλαγή της ουσίας, των συμβόλων, της ρητορικής και των σχέσεων με αντιπάλους και συμμάχους – προσθέτοντας σε αυτά ακόμη και μια Νέα Οικονομία.

Καταρχήν, και πάνω απ’ όλα, ο Τραμπ είδε τους καταστροφικούς πολέμους στη Μέση Ανατολή και κατανόησε τα όρια της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ. Δηλαδή ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να εμπλακούν σε πολλαπλούς και με απροσδιόριστη κατάληξη πολέμους κατάκτησης και κατοχής στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και την Ασία, δίχως να τους κοστίσει αυτό πολύ ακριβά στο εσωτερικό τους.

Δεύτερον, ο Τραμπ αναγνώρισε ότι η Ρωσία δεν αποτελεί στρατηγική στρατιωτική απειλή για τις ΗΠΑ. Επιπλέον, η Ρωσία επιθυμούσε σφόδρα να ξανανοίξει τις αγορές της στους επενδυτές των ΗΠΑ, που κι αυτοί με τη σειρά τους ήθελαν να επιστρέψουν μετά από χρόνια κυρώσεων οι οποίες είχαν επιβληθεί από τους Ομπάμα, Κλίντον και Κέρι. Ο Τραμπ, ρεαλιστής, προτείνει τον τερματισμό των κυρώσεων και την αποκατάσταση ευνοϊκών σχέσεων της αγοράς.

Τρίτον, είναι σαφές στον Τραμπ ότι οι πόλεμοι των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή επέβαλαν στη βορειοαμερικανική οικονομία τεράστια κόστη και ελάχιστα οφέλη. Θέλει λοιπόν να αυξήσει τις οικονομικές σχέσεις με περιφερειακές οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις όπως η Τουρκία, το Ισραήλ και οι μοναρχίες του Κόλπου. Αντίθετα, δεν ενδιαφέρεται για την Παλαιστίνη, την Υεμένη, τη Συρία ή τους Κούρδους – όλοι αυτοί έχουν να προσφέρουν ελάχιστες επενδυτικές και εμπορικές ευκαιρίες. Αγνοεί βέβαια και την τεράστια περιφερειακή και στρατιωτική ισχύ του Ιράν. Παρ’ όλα αυτά, πρότεινε την επαναδιαπραγμάτευση της εξαμερούς συμφωνίας με το Ιράν, ώστε να βελτιώσει τη θέση των ΗΠΑ στα πλαίσιά της.

 

Η στάση του Τραμπ απέναντι στην Κίνα

Ο Τραμπ πιθανότατα θα διατηρήσει, αλλά δεν θα επεκτείνει, τη στρατιωτική περικύκλωση των ναυτικών συνόρων της Κίνας που ξεκίνησε επί Ομπάμα, δεδομένου ότι αυτά απειλούν ζωτικούς για τις ΗΠΑ θαλάσσιους δρόμους. Όμως, όχι σαν τον Ομπάμα, ο Τραμπ θα επαναδιαπραγματευθεί τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με το Πεκίνο – αντιμετωπίζοντας την Κίνα ως μεγάλη οικονομική δύναμη κι όχι ως αναπτυσσόμενο έθνος που επιχειρεί να προστατεύσει τις «νηπιακές βιομηχανίες» του.

Ο ρεαλισμός του Τραμπ αντανακλά τη νέα οικονομική τάξη: η Κίνα είναι μια ώριμη, ιδιαίτερα ανταγωνιστική παγκόσμια οικονομική δύναμη, η οποία παραμέρισε τις ΗΠΑ – εν μέρει επειδή διατήρησε τις κρατικές επιδοτήσεις και την παροχή κινήτρων που είχε υιοθετήσει σε μια πρωτύτερη οικονομική φάση. Αυτό προκάλεσε σημαντικές ανισορροπίες. Ο Τραμπ, όντας ρεαλιστής, αναγνωρίζει ότι η Κίνα προσφέρει σπουδαίες ευκαιρίες για εμπόριο και επενδύσεις, εάν οι ΗΠΑ μπορούν να εξασφαλίσουν αμοιβαίες συμφωνίες που θα οδηγήσουν σε μια ευνοϊκότερη ισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο.

Ο Τραμπ δεν επιθυμεί να εξαπολύσει «εμπορικό πόλεμο» εναντίον της Κίνας, αλλά χρειάζεται να αποκαταστήσει τις ΗΠΑ ως μεγάλο «εξαγωγικό» έθνος προκειμένου να εφαρμόσει την εσωτερική οικονομική ατζέντα του. Οι διαπραγματεύσεις με τους Κινέζους θα είναι πολύ δύσκολες, δεδομένου ότι η «εισαγωγική» ελίτ των ΗΠΑ αντιτίθεται στην ατζέντα του Τραμπ και τάσσεται στο πλευρό της εξαιρετικής και εξαγωγικά προσανατολισμένης άρχουσας τάξης του Πεκίνου.

Ακόμη περισσότερο, επειδή η τραπεζική ελίτ της Γουόλ Στριτ παρακαλά το Πεκίνο ώστε να της επιτραπεί να εισχωρήσει στις χρηματοπιστωτικές αγορές της Κίνας, ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι ένας απρόθυμος και ασταθής σύμμαχος των φιλο-βιομηχανικών πολιτικών του Τραμπ.

 

Συμπέρασμα

Ο Τραμπ δεν είναι υπέρ του «προστατευτισμού», ούτε αντιτίθεται στο «ελεύθερο εμπόριο». Αυτού του είδους οι κατηγορίες που του απευθύνουν οι δημοσιογράφοι της πλάκας είναι αβάσιμες. Ο Τραμπ δεν αντιτίθεται στις ιμπεριαλιστικές οικονομικές πολιτικές των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Είναι όμως ένας ρεαλιστής της αγοράς, που κατανοεί ότι η στρατιωτική κατάκτηση κοστίζει ακριβά και ότι, στο σημερινό παγκόσμιο περιβάλλον, αυτή συνιστά μια αρνητική οικονομική πρόταση για τις ΗΠΑ. Αναγνωρίζει ότι οι ΗΠΑ πρέπει να μετασχηματιστούν από μια κυρίως χρηματιστηριακή και εισαγωγική οικονομία σε μια οικονομία κατασκευαστική και εξαγωγική.

Ο Τραμπ είναι ένας καπιταλιστής-εθνικιστής, ένας ιμπεριαλιστής των αγορών και πολιτικός ρεαλιστής, πρόθυμος να καταπατήσει τα δικαιώματα των γυναικών, την περιβαλλοντική νομοθεσία, τις συνθήκες με τους ιθαγενείς και τα δικαιώματα των μεταναστών. Οι υπουργοί που διόρισε και οι Ρεπουμπλικάνοι συνάδελφοί του στο Κογκρέσο ωθούνται από μια μιλιταριστική ιδεολογία που είναι πιο συγγενής με το δόγμα Ομπάμα-Κλίντον παρά με τη νέα ατζέντα του Τραμπ «Πρώτα η Αμερική». Έχει περιβάλει το υπουργικό του συμβούλιο με στρατιωτικούς ιμπεριαλιστές, εδαφικούς επεκτατιστές και παραληρούντες φανατικούς. Θα δούμε ποιος θα επικρατήσει, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.

 

* Ο Τζέιμς Πέτρας είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Εδώ παρουσιάζονται, με μεσότιτλους της Σύνταξης, εκτενή αποσπάσματα από το δεύτερο μέρος ενός μεγάλου άρθρου του, το οποίο δημοσιεύθηκε στις 27 Ιανουαρίου στην ιστοσελίδα του (petras.lahaine.org).

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!