Η αρπαγή του «όχι», η παλινόρθωση του Μνημονίου και η βίαιη ωρίμανση της Aριστεράς
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Υπήρχαν δυο στιγμές την τελευταία εβδομάδα που μας άφησαν άφωνους. Η μία ήταν το βράδυ της Κυριακής, όταν έγινε αντιληπτό το εύρος της νίκης του «όχι». Η δεύτερη ήταν τη νύχτα της Παρασκευής, όταν έγινε γνωστή η πρόταση της κυβέρνησης προς τους δανειστές. Είναι λες κι οι δυο στιγμές συνέβησαν σε δυο διαφορετικές χώρες. Την Κυριακή τα μεσάνυχτα κοιμηθήκαμε στη χώρα των ονείρων μας. Την Παρασκευή το πρωί ξυπνήσαμε ξανά στη χώρα των εφιαλτών μας. Αυτών που μας συνοδεύουν σταθερά εδώ και πέντε χρόνια.
Μια σύντομη αποτίμηση της κυβερνητικής πρότασης (σ.σ. για την αναλυτική βλέπε παρακείμενο άρθρο), που περιλαμβάνει και τον δρόμο της ατυχούς διαπραγμάτευσης, είναι η εξής: τελικά, αντί να σκίσει το Μνημόνιο, η κυβέρνηση έσκισε το μετριοπαθές Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αφού αθετεί τη βασική επαγγελία του, να σταματήσει και να αντιστρέψει τη λιτότητα για τα κατ’ εξοχήν θύματά της: τους εργαζόμενους, τους ανέργους και τα φτωχότερα στρώματα.
Ο μονόδρομος
Το επιχείρημα που αντιτάσσεται σε αυτή τη μελαγχολική διαπίστωση είναι ότι δεν υπήρχε άλλος δρόμος, μετά τον γκανγκστερικό εκβιασμό που άσκησαν οι δανειστές. Ή, κι αν υπήρχε, η κυβέρνηση δεν είχε προετοιμαστεί γι’ αυτόν.
Μα φυσικά και δεν υπήρχε άλλος δρόμος! Όταν επί δύο τουλάχιστον χρόνια, από τις εκλογές του 2012, ο άλλος δρόμος, δηλαδή η έξοδος από την Ευρωζώνη, αποκηρυσσόταν ως έγκλημα καθοσιώσεως και έφτασε σήμερα να θεωρείται περίπου συνώνυμο της εθνικής προδοσίας, όταν επί δύο χρόνια ο άλλος δρόμος αποτελεί αντικείμενο λογοκρισίας και αυτολογοκρισίας κι όταν ουδείς σε προγραμματικό ή κυβερνητικό επίπεδο επιφορτίζεται έστω να τον εξετάσει ως Plan B, να προετοιμάσει τις δυνάμεις του, τους τεχνοκράτες του και την κοινωνία σε περίπτωση που δεν τελεσφορήσει η διαπραγμάτευση, τότε φυσικά, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Δεν υπάρχει ο δρόμος που με θρησκευτική εμμονή αρνείσαι την ύπαρξή του. Δεν υπάρχει η εναλλακτική που δεν έχεις σχεδιάσει την ώρα που τη χρειάζεσαι.
Όμως, όπως αποδεικνύεται από την αντίδραση της μαφίας των ευρωκρατών, αυτός ο δρόμος όχι μόνο υπάρχει, αλλά τον έχουν ετοιμάσει οι ίδιοι, χαραγμένο στα μέτρα τους, ως χαρτί εκβιασμού. Η μεγαλύτερη ειρωνεία της ιστορίας ήταν η κυνική ανακοίνωση του Γιούνκερ ότι η Κομισιόν έχει έτοιμο λεπτομερέστατο Plan B για την αποβολή της Ελλάδας από Ευρωζώνη και Ε.Ε. Αυτή που δεν προβλέπει κανένας από τους ευρωπαϊκούς κανόνες στους οποίους η κυβέρνηση δηλώνει προσήλωση. (Και τίποτα δεν αποκλείει, παρά την κυβερνητική υποχώρηση, αυτή να είναι η τελική τους επιλογή).
Η μεγαλύτερη ζημιά από την απόρριψη του άλλου δρόμου είναι ότι μια αριστερή δύναμη, που για πρώτη φορά στην ιστορία της Ε.Ε. βρίσκεται στη διακυβέρνηση, εμφανίζεται να προσχωρεί στον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης «θρησκείας»: στο δόγμα ΤΙΝΑ (There Is Not Alternative), πλήρως ενσωματωμένο στους κανόνες της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης που επιτάσσουν σταθερή δημοσιονομική λιτότητα. Και το χειρότερο είναι ότι αυτό το μήνυμα το μεταδίδει στην κοινωνία, τη στιγμή ακριβώς που η τεράστια πλειοψηφία της δήλωσε διαθέσιμη να αναλάβει τα ρίσκα της ρήξης με τους δανειστές και την Ευρωζώνη. Όσες δεύτερες αναγνώσεις ή λαθραναγνώσεις κι αν γίνουν στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, κανείς δεν μπορεί να διαστρεβλώσει το αυθεντικό του περιεχόμενο που είναι: πάση θυσία όχι στη λιτότητα και όχι πάση θυσία στο ευρώ. Αντιθέτως, ένα μεγάλο μέρος της λαϊκής πλειοψηφίας φαίνεται ότι έχει υπερβεί οριστικά τις ψευδαισθήσεις για τις δυνατότητες στο πλαίσιο της Ευρωζώνης. Και με το τελευταίο τελεσίγραφο οι δανειστές φρόντισαν να εμπεδωθεί η υπέρβαση αυτή.
Το βάσιμο άλλοθι
Το γιατί η έξοδος από την Ευρωζώνη αντιμετωπίζεται ως το αδιανόητο, τη στιγμή που ακόμη και μετριοπαθείς οικονομολόγοι, όπως ο Κρούγκμαν, ακόμη τη συστήνουν ως τη λιγότερο οδυνηρή επιλογή, απαιτεί μια περίπλοκη απάντηση. Οφείλει κανείς, ωστόσο, να αναγνωρίσει στην κυβέρνηση ένα βάσιμο άλλοθι. Πράγματι, αυτή τη στιγμή, με τις τράπεζες κλειστές, με την οικονομία και την κοινωνία εγκλωβισμένες στην καλοστημένη παγίδα της ΕΚΤ, δεν υπάρχει ένα λεπτομερές, στέρεο, πειστικό σχέδιο διαφυγής. Ακόμη και οι προτάσεις που διατυπώνονται από δυνάμεις εκτός και εντός ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζονται από γενικολογία, ασάφεια, τεχνοκρατική ανεπάρκεια, αντιφάσεις στη γεωπολιτική και γεωοικονομική τους ανάλυση. Δεν απαντούν στα ερωτήματα των απλών ανθρώπων για το πώς και πότε η ζωή τους θα επιστρέψει σε μια υποφερτή κανονικότητα.
Οι παρενέργειες
Το αποτέλεσμα αυτών των αρνητικών «συνεργειών» υπερβαίνει κατά πολύ τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα.
Πρώτον, γιατί υποχώρηση στον εκβιασμό των δανειστών προσφέρει κάκιστες υπηρεσίες σε αριστερές δυνάμεις στην υπόλοιπη Ευρώπη που επέδειξαν αλληλεγγύη και προσβλέπουν στις δικές τους πολιτικές επιτυχίες.
Δεύτερον, γιατί αφήνεται χώρος στις ακροδεξιές και εθνικιστικές δυνάμεις να μονοπωλήσουν την εναλλακτική λύση της «εξόδου από το ευρώ» ή της «συντεταγμένης διάλυσης της Ευρωζώνης», με τους δικούς της επικίνδυνους όρους. Ήταν χαρακτηριστική η παρουσία της Λεπέν και του Φάρατζ στη συζήτηση της Τετάρτης στο Ευρωκοινοβούλιο.
Τρίτον, γιατί η υποχώρηση ενσπείρει βαθιά απογοήτευση στα λαϊκά στρώματα που στην μεν Ελλάδα βρέθηκαν σε πρωτοφανή ταξική συσπείρωση γύρω από το «όχι», ενώ σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες βρέθηκαν σε πρωτοφανείς κινητοποιήσεις αλληλεγγύης.
Ίσως υπάρχει και κάποιο όφελος από όλα αυτά. Οι εξελίξεις διευκολύνουν τη ωρίμαση της κοινωνίας, που την τελευταία πενταετία έχει κάνει τεράστια άλματα ριζοσπαστικοποίησης. Αλλά διευκολύνουν και τη βίαιη ωρίμανση της ίδιας της ριζοσπαστικής Αριστεράς που μπαίνει αναγκαστικά σε μια πυρετική διεργασία. Οι εξελίξεις εντός και εκτός Αριστεράς είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε ακόμη βαθύτερη αλλαγή της πολιτικής γεωγραφίας.
Αν το τρίτο Μνημόνιο –Eurogroup θέλοντος– μπει σε εφαρμογή μέχρι το 2018, η Ελλάδα θα έχει συμπληρώσει μια δεκαετία πρωτοφανούς προσαρμογής, θα έχει υποστεί ένα βαθύ κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό, που το ταξικό του πρόσημο θα είναι η προλεταριοποίηση και «πρεκαριοποίηση» της τεράστιας κοινωνικής πλειοψηφίας. Ίσως αυτό αποδειχθεί καθοριστικό για τις ανατροπές και την Αριστερά του μέλλοντός μας. Ίσως, όμως, αποδειχθεί τα πεδίο μιας οδυνηρής και μη αναστρέψιμης ήττας της. Εν πολλοίς, εξαρτάται από την ίδια την Αριστερά και, κυρίως, τους αριστερούς.
*Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον (Επί του όρους ομιλία).