Του Μάρκου Δεληγιάννη. Ο Αύγουστος αναχωρεί σε λίγο. Εκτέλεσε στο ακέραιο τις υποχρεώσεις του. Αρκετά για φέτος. Του χρόνου πάλι.

Η πόλις μας, ανοχύρωτη, βομβαρδίζεται από τις αλλεπάλληλες επιδρομές του ήλιου. Έρημη πόλη, μοιάζει οχυρό που το εγκατέλειψαν οι υποστηρικτές του, ανίκανοι τις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού ν’ αντιμετωπίσουν. Ψιθυριστές, στα μετόπισθεν, τους έπεισαν πως κάθε αντίσταση, μάταιη είναι. Κι εγώ περπατάω στο Σύνταγμα, στην Καλλιθέα, στον Πειραιά, παρέα με την ασχήμια και τη βρόμα, που ίπτανται σαν κουνούπια πάνω από έλος. Ψάχνω ένα θέμα νάβρω την προκλητική ασπράδα του χαρτιού να καλύψω. Κι όμως, τα θέματα δίπλα μου περνάνε, ή σκαρφαλώνουνε στα μπαλκόνια των γερασμένων καταλυμάτων. Η θρηνωδία του επαίτη: Πεινάω! Η αγωνιώδης έκκληση του άστεγου: Βοήθεια! Ο σύγχρονος σκλάβος, ο μετανάστης, τείνει κι αυτός δειλά το χέρι του: Έλεος! Αλίμονο, γέμισε ο τόπος αθλιότητα. Τα τρόλεϊ διασχίζουν τους δρόμους γεμάτα ανήμπορους συνταξιούχους, που διαπληκτίζονται ή μουρμουρίζουν στενάζοντας: Πού καταντήσαμε! Δίπλα φοβισμένοι μετανάστες προσπαθούν να περάσουν απαρατήρητοι, ενώ νεολαίοι οργίλοι βρίζουν, βλαστημάνε, φτύνουνε. Η ζωή τους αποτιμάται μόλις 1,40 ευρώ. Οι κεφαλοκυνηγοί, σκληροί, απάνθρωποι, καταδιώκουν, δολοφονούν το αύριο. Αλίμονο, στη χώρα που δεν έχει νιάτα.
Το πτώμα ενός δεκαεννιάχρονου κείται στην άσφαλτο, έπαθλο στα χέρια άθλιων καταδοτών. Ήταν, λέει, τζαμπατζής, είπε μια μεγαλόσχημη καλοφαγωμένη κυρία. Κι ούτε ένας πνευματικός άνθρωπος, αν υπάρχουν τέτοιοι στην έρημη πόλη, δεν έσυρε κραυγή, τα τείχη της αδιαφορίας να ραγίσει. Καμιά στεντόρεια φωνή, σάλπισμα εγερτήριο, δεν ακούστηκε. Προχωράω και παρατηρώ τα πρόσωπα. Γκριμάτσες αποδοκιμασίας χαράζουν το πρόσωπο κάποιων λεπτεπίλεπτων υπάρξεων: Είναι κι αυτοί οι μετανάστες που χαλάνε την αισθητική του τοπίου!
Να ένα θέμα σπαρταριστό. Κοινωνία κανιβάλων. Αισθήσεις πεθαμένες. Κανένας δεν αφουγκράζεται τον βόγκο του διπλανού. Ο φοβικός ατομισμός, κυρίαρχος. Περπατώ στους δρόμους. Τα νοσοκομεία εκκενώνονται. Επίκειται βομβαρδισμός. Τα ανθρωποειδή δεν ορρωδούν προ ουδενός. Οι ασθενείς μεταφέρονται όπως-όπως. Θα υπάρξουν και απώλειες. Πόλεμο έχουμε. Η κατεδάφιση της δημόσιας Υγείας επιβάλλεται. Παραπολύναμε σε τούτο δω τον τόπο. Γέμισε ο κόσμος γέροντες. Να ένα θέμα σπαρταριστό. Πόσο αποτιμάται η ανθρώπινη ζωή από τους γραφιάδες των τοκογλύφων; Οι άνθρωποι εκλαμβάνονται πλέον, όχι σαν σπαρταριστές οντότητες, αλλά σαν αριθμοί. Η αποθέωση του κυνισμού, της αναλγησίας ο θρίαμβος. Νοσοκομεία καταργούνται. Ασθενείς μένουν άστεγοι. Εκπαραθυρώνονται γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό. Όμως οι ύαινες αχόρταγες ουρλιάζουν. Πτώματα περισσότερα απαιτούν και οι θλιβεροί υπάλληλοι των εκτροφείων σπεύδουν τις επιθυμίες να ικανοποιήσουν χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Το αυγουστιάτικο φεγγάρι με το χρωστήρα του τον ασημένιο, αποτυπώνει στο πρόσωπο των ηττημένων της χαραγματιές της μάχης που απωλέστηκε.
Δρόμοι στενοί, σακατεμένοι, ζωές που περιφέρονται ανάμεσα σε εμέσματα και βία τυφλή. Στις γειτονιές της Αθήνας ο θάνατος ανενόχλητος επισκέπτεται τ’ άθλια καταλύματα των μεταναστών. Ποιος νοιάζεται; Οι ραβδούχοι προσφέρουν όλεθρο, παρέα με τις φαιές χλαμύδες και τις μάσκες του μίσους.
Προχωράω στους δρόμους που χάσκουν σαν στόματα πρησμένα ύστερα από κονταροχτύπημα με τον γονόκοκκο. Να ένα περίπτερο. Οι ειδήσεις καταδικασμένες εις τον δι’ αγχόνης θάνατο αιωρούνται απ’ το σκοινί του περιπτερά. Τα σχολεία σε λίγο ξεκινάνε. Οι δάσκαλοι μπαίνουν σε διαθεσιμότητα. Οι γονείς, όμως, δειλοί, άβουλοι, βουβοί, προσμένουνε κάποιο θαύμα, που ποτέ δεν θα ’ρθει από μόνο του. Να ένα θέμα!
Δρόμοι που κάποτε πλανηθήκαμε και ψάξαμε όλες τις γωνιές, τις εσοχές, τις κρυψώνες κι όμως χαθήκαμε. Δρόμοι παγίδες, εκατοντάδες αδιέξοδα. Έρημη χώρα! Οι καθηγητές σε διωγμό. Η δημόσια εκπαίδευση κατεδαφίζεται. Η περίθαλψη παραδίδεται στα χέρια των εμπόρων του θανάτου. Η πληροφόρηση φιμώθηκε, την τύλιξαν με μαύρο σάβανο. Θέματα ένα σωρό στους δρόμους πεταμένα. Και στρατός των τοκογλύφων προελαύνει ακάθεκτος. Για ποιο δάνειο μιλάτε, ω τεμπέληδες ιθαγενείς, ποιος σας μίλησε για κούρεμα. Έχετε περιουσία απ’ τη φύση χαρισμένη. Αυτήν θέλουμε!
Τις θάλασσες, τα νησιά, τα λιμάνια, τον αέρα που αναπνέετε. Κι ο λαός; Τι λέει ο λαός; Σιγά το λαό, θα τον ταΐζουμε ληγμένα μακαρόνια σε τιμές συφερτικές.
Έρημος τόπος, που τόσα χρόνια τώρα χρησιμεύει μόνο σαν πέρασμα και σαν θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων, αρένα ανταγωνισμού ξένων συμφερόντων, που καταστρέφεται συνεχώς και ερημώνεται όλο και περισσότερο, χωρίς καμιά απήχηση στους ποιητές που προσπερνούνε αδιάφοροι, που ίσως, το πολύ, ένας απ’ αυτούς μετά από μια φευγαλέα ματιά να την ονομάσει των ονείρων ο πνιγμός.
Αλήθεια, φίλε μου, τι άλλο περιμένεις να σου συμβεί, για να νιώσεις επιτέλους το αίμα σου καυτό ν’ αναβλύζει μέσα απ’ τις αρτηρίες σου; Οι διαπιστώσεις έγιναν. Τώρα είναι ο καιρός της δράσης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!