Αρέσει στον υποδιοικητή Μάρκος να εκφράζεται με παραβολές. Στην αυγή μιας χρονιάς γεμάτης προκλήσεις και προσδοκίες, η στήλη ξεφεύγει από τον οικονομισμό που τη χαρακτήριζε ολόκληρη την προηγούμενη χρονιά και παραχωρεί το χώρο της σε δύο από αυτές τις παραβολές.
Ο άλλος παίχτης¹
«Αυτό λέγεται “Ο άλλος παίχτης”. Μία ομάδα σκακιστών είχε βυθιστεί σε μια πολύ σημαντική παρτίδα υψηλού επιπέδου. Πλησίασε ένας ιθαγενής, τους κοίταξε και ρώτησε: “Τι παίζετε;” Κανείς δεν του απάντησε. Ο ιθαγενής πλησίασε τη σκακιέρα, κοίταξε τη θέση των κομματιών, το αυστηρό και συγκεντρωμένο πρόσωπο των σκακιστών, την παράδοξη στάση εκείνων που παρακολουθούσαν. Έκανε ξανά την ερώτηση: “Τι παίζετε;” Ένας από τους παίχτες μπήκε στον κόπο να του απαντήσει: “Δεν θα μπορούσες να καταλάβεις. Είναι ένα παιγνίδι για σπουδαίους και σοφούς ανθρώπους”. Ο ιθαγενής έμεινε σιωπηλός και συνέχισε να παρατηρεί τη σκακιέρα και τις κινήσεις των αντιπάλων. Μετά από λίγο, τόλμησε να ξαναρωτήσει: “Και γιατί παίζετε, αν αγνοείτε ποιος θα κερδίσει;”. Ο ίδιος παίχτης που είχε απαντήσει προηγουμένως του είπε: “Δεν μπορείς να καταλάβεις. Είναι ένα θέμα για ειδικούς. Ξεπερνάει τις ικανότητές σου”. Ο ιθαγενής δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να παρακολουθεί και μετά έφυγε. Κάποια στιγμή, ξαναγύρισε κουβαλώντας κάτι. Χωρίς να πει κουβέντα, πλησίασε το τραπέζι και ακούμπησε στη μέση της σκακιέρας μια παλιωμένη μπότα γεμάτη λάσπη. Οι παίχτες, αμήχανοι, τον κοίταξαν οργισμένα. Ο ιθαγενής χαμογέλασε πονηρά και ρώτησε: “Σαχ;” Τέλος της ιστορίας.
»Το κλειδί αυτού του παραμυθιού δεν είναι η παλιωμένη μπότα γεμάτη λάσπη που διέκοψε και ανέτρεψε μια θεαματική παρτίδα σκάκι των αφεντών της εξουσίας και του χρήματος, και το παιχνίδι εκείνων που έκαναν την πολιτική μία τέχνη προσποίησης και απάτης. Το ουσιαστικό βρίσκεται στο χαμόγελο του ιθαγενούς, που δείχνει ότι ξέρει κάτι. Ξέρει ότι λείπει ένας άλλος παίχτης: αυτός. Αλλά, κυρίως, ξέρει ότι η παρτίδα δεν έχει λήξει και δεν την έχουμε χάσει. Ξέρει ότι η παρτίδα σκάκι μόλις ξεκίνησε. Και το ξέρει, όχι επειδή το ξέρει αλλά επειδή ονειρεύεται.
»Με μια κουβέντα: Eμείς, οι αυτόχθονες, δεν αποτελούμε τμήμα του παρελθόντος αλλά του μέλλοντος. Γιατί κοιτάζουμε προς τα πίσω, αλλά ονειρευόμαστε προς τα εμπρός. Τα πόδια μας μένουν βουτηγμένα στον πηλό της Iστορίας αλλά το κεφάλι μας διακρίνει το φωτεινό αύριο».
Ονειρεύεται ο Αντόνιο²
«Ονειρεύεται ο Αντόνιο ότι η γη που δουλεύει του ανήκει, ονειρεύεται ότι ο ιδρώτας του πληρώνεται με δικαιοσύνη και αλήθεια, ονειρεύεται ότι υπάρχει σχολείο για να γιατρέψει την άγνοια και φάρμακο για να τρομάξει το θάνατο, ονειρεύεται ότι το σπίτι του φωτίζεται κι ότι το τραπέζι του γεμίζει, ονειρεύεται ότι η γη του είναι λεύτερη κι ότι είναι θέμα του λαού του να κυβερνά και να κυβερνιέται, ονειρεύεται πως είναι εντάξει με τον ίδιο του τον εαυτό και με τον κόσμο. Ονειρεύεται ο Αντόνιο και ξυπνάει… Τώρα ξέρει τι να κάνει και βλέπει τη γυναίκα του καθισμένη στις φτέρνες να φυσά τη φωτιά, ακούει το παιδί του να κλαίει, βλέπει τον ήλιο να χαιρετά την ανατολή και ακονίζει τη ματσέτα του χαμογελώντας. Ένας άνεμος σηκώνεται και ανακατεύει τα πάντα, αυτός σηκώνεται και πηγαίνει να συναντήσει άλλους. Κάτι του λέει πως η επιθυμία του είναι επιθυμία πολλών και πηγαίνει να τους βρει.
»Ονειρεύεται ο αντιβασιλιάς ότι η γη του σείεται από έναν άνεμο φοβερό που τα πάντα σηκώνει, ονειρεύεται πως αυτό που έκλεψε του το παίρνουν, ονειρεύεται πως το σπίτι του καταστρέφεται κι ότι το βασίλειο που κυβέρνησε καταρρέει. Ονειρεύεται και δεν κοιμάται. Ο αντιβασιλιάς πηγαίνει στους φεουδάρχες κι αυτοί του λένε πως ονειρεύονται το ίδιο. Ο αντιβασιλιάς δεν ξεκουράζεται, πηγαίνει στους γιατρούς και όλοι μαζί καταλήγουν πως πρόκειται για ινδιάνικη μαγεία και πως μονάχα με αίμα θα λευτερωθεί από αυτή την κατάρα, κι ο αντιβασιλιάς διατάζει να σκοτώσουν και να φυλακίσουν και χτίζει περισσότερες φυλακές και φυλάκια και το όνειρο συνεχίζει να τον κρατά άγρυπνο.
»Σε αυτή τη χώρα όλοι ονειρεύονται. Πλησιάζει πια η ώρα του ξυπνήματος».
Καλή Χρονιά!
(1) Ιγνάσιο Ραμονέ, Μάρκος, η εξεγερμένη αξιοπρέπεια, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.
(2) Υποδιοικητής Μάρκος, Οι άλλες ιστορίες, Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης