Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου*
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος προσεκτικός παρατηρητής ή εξειδικευμένος επιστήμονας για να διακρίνει τη νέα νοηματοδότηση που επιχειρείται από τον λόγο της εξουσίας σε σημασίες κοινά αποδεκτές στην καθημερινή γλωσσική επικοινωνία. Ειδικά σε συνθήκες άσκησης σκληρών μνημονιακών πολιτικών από μια αριστερή κυβέρνηση, η απόπειρα αναδιαμόρφωσης της πραγματικότητας μέσω της ρητορικής καθίσταται αναγκαίος όρος διατήρησης της όποιας «αριστερής» ταυτότητας. Παρόμοιο ρόλο παίζουν οι χρήσεις των συμβόλων της Αριστεράς (π.χ. Καισαριανή, Μπελογιάννης) για λόγους προβολής της ιστορικής αριστερής ταυτότητας και κατά συνέπεια συγκάλυψης της σύγχρονης ούτε κατ’ ελάχιστον αριστερής πολιτικής. Αυτή η χρήση και η κατάχρηση των συμβόλων και της ρητορικής της αριστεράς, για να νομιμοποιηθεί η πιο σκληρή νεοφιλελεύθερη και αποικιοκρατική πολιτική απέναντι στη χώρα, έχει δραματικές συνέπειες στην απαξίωση του αριστερού λόγου και οδηγεί στην ιδεολογική αποσύνθεση της κοινωνίας μας. Το ιστορικό παράδειγμα του υπαρκτού σοσιαλισμού και ο ευτελισμός εννοιών όπως ‘σοσιαλισμός, κομμουνισμός, σύντροφος θα ’πρεπε να λέει πολλά στους σύγχρονους κομισάριους κάθε προελεύσεως. Είναι ποιοτικά ανάλογος με τον ευτελισμό της έννοιας του έθνους από τους δοσίλογους της Κατοχής και κατοπινούς υποτελείς στον Βανφλήτ.
Για να επανέλθουμε στα σύγχρονα δεδομένα, έχει κανείς την αίσθηση ότι όσο θα πέφτει το αφορολόγητο, όσο θα κόβονται οι συντάξεις, όσο θα ξεπουλιέται και το τελευταίο απομεινάρι δημόσιας περιουσίας, τόσο θα αυξάνονται τα παντοειδή μνημόσυνα.
Με μια παρόμοια περίπτωση επανανοηματοδότησης που αφορά τους επιστήμονες αλλά και την επιστήμη θα ασχοληθούμε στο σημερινό σημείωμα. Πρόκειται για τον τρόπο που στελεχώθηκε το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Το εν λόγω Ίδρυμα που ιδρύθηκε με τον νόμο 4429/2016 είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ανήκει στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και θα αποτελέσει τον εκτελεστικό βραχίονα της κυβερνητικής πολιτικής για την έρευνα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι αυτή η πολιτική υλοποιείται με δανεισμό 180 εκατ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων Το δάνειο αφορά την επόμενη τριετία και συμπληρώνεται κατά 25% με την «εθνική συμμετοχή» ύψους 60 εκατ. ευρώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. «Τα δάνεια της ΕΤΕπ αποφασίζονται από την Ε.Ε. και συγκεκριμένα από το Εcofin. Πριν από τη συγκεκριμένη δανειοδότηση υπήρξε τέτοια πολιτική συμφωνία. Τα δάνεια χορηγούνται από την ΕΤΕπ προς το ελληνικό κράτος και εντάσσονται στο δημόσιο χρέος.
Επειδή το δάνειο των 180 εκατ. εντάσσεται στο δημόσιο χρέος, τη σχετική σύμβαση και τη διαχείρισή του έχει αναλάβει ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ). Οι συμβάσεις και οι όροι που περιλαμβάνουν είναι στοιχεία εμπιστευτικά για την ΕΤΕπ και δεν καταχωρούνται ούτε στα πρακτικά της Βουλής!» (τα στοιχεία από το ιδιαίτερα αποκαλυπτικό άρθρο του Λάζαρου Απέκη «Δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για τα Πανεπιστήμια και την Έρευνα», alfavita).
Προκειμένου ένας επιστήμονας να αποτελέσει μέλος της Συνέλευσης αυτού του Ιδρύματος θα πρέπει να είναι διακεκριμένος. Πώς τυποποιείται αυτό; Μα σύμφωνα με τις σχετικές προδιαγραφές θα πρέπει να έχει συμμετάσχει σε 4 τουλάχιστον δράσεις συγκεκριμένων προγραμμάτων του ΕΣΠΑ, στις εθνικές δράσεις του ERC Grant Schemes ή σε πρόγραμμα του «Horizon 2020». Τα προγράμματα μειώνονται σε 2 εάν ο επιστήμονας προέρχεται από τις ανθρωπιστικές ή κοινωνικές επιστήμες!
Επομένως, μέσα από τα επίσημα κείμενα επιχειρείται να ταυτιστεί ο διακεκριμένος επιστήμονας με αυτόν που έχει συμμετοχή σε συγκεκριμένα προγράμματα. Θα ήταν απλώς φαιδρό, εάν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο. Αφού η επιστήμη απουσιάζει από τον τίτλο του ΕΛΙΔΕΚ, έχοντας δώσει τη θέση της στην άνευ προσδιορισμού «έρευνα» και στην απροσδιόριστη «καινοτομία» (που υπονοείται ως εγγενώς θετική), τότε ως διακεκριμένος επιστήμονας νοείται εκείνος που κυρίως έχει πείρα διαχείρισης προγραμμάτων.
Η επανανοηματοδότηση είναι ρητή και τυπικά εκφρασμένη. Διαθέτει επίσης και υλική υπόσταση αφού αυτό το Ίδρυμα – και οι διακεκριμένοι επιστήμονες που στελεχώνουν το Επιστημονικό του Συμβούλιο – θα διαχειρίζονται χρήματα και θα τα μοιράζουν στα πανεπιστήμια, θα υπογράφουν συμβάσεις και θα δίνουν απασχόληση στους νέους επιστήμονες που αγωνιούν για μια θέση εργασίας. Άλλωστε έχουν πείρα στο αντικείμενο!
Όταν το περιβάλλον μοιάζει και είναι τόσο ασφυκτικό, όταν οι αριστεροί διαχειριστές επιχειρούν να επιβάλουν νέες σημασίες, αξίζει να θυμηθούμε ότι η «κλασική» επιστήμη έχει αποδείξει ότι οι σημασίες δεν επιβάλλονται από τους καθαρευουσιανισμούς. Αξίζει επίσης να θυμηθούμε τον σημαντικό θεωρητικό της Λογοτεχνίας, Μιχαήλ Μπαχτίν, όταν έγραφε: «Σε κάθε στιγμή κατά την εξέλιξη του διαλόγου υπάρχουν απέραντες απεριόριστες μάζες λησμονημένων συμφραζόμενων σημασιών, όμως σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή στην πορεία του διαλόγου που εξελίσσεται, ανακαλούνται και ξαναγεννιούνται με ανανεωμένη μορφή (σε νέα συμφραζόμενα). Τίποτα δεν είναι απόλυτα νεκρό: κάθε σημασία θα γιορτάσει τη γιορτή της επιστροφής της».
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)