Δεν υπάρχει γελοιωδέστερη εικόνα από αυτόν που νομίζει ότι είναι, ή πλασάρει ότι είναι, «συνέταιρος» (πάρτνερ) κάποιου «μεγάλου», ενώ γνωρίζει καλά πόσο διαφορετικά μεγέθη και ισχύς τους διακρίνουν. Για παράδειγμα η φράση «Ελλάδα στρατηγικός συνέταιρος των ΗΠΑ» δεν μπορεί να σταθεί ούτε καν σε μια μετοχική εταιρεία όταν κάποιος έχει μερικές μετοχές στα χέρια του ενώ το «πακέτο» και το μάνατζμεντ ανήκει σε έναν ισχυρό όμιλο. Επομένως τι απομένει; Η πραγματικότητα. Η Ελλάδα, η χώρα, ο τόπος, κι ότι τη συγκροτεί, δεν πορεύεται σε μια κατεύθυνση ενίσχυσης των βαθμών κυριαρχίας, αλλά επιδίδεται σε εθελόδουλη (δια των ελίτ της, οικονομικών και πολιτικών) απάρνηση συνολικά της κυριαρχίας, ώστε να βρει ανάλογη «προστασία» από τους μεγάλους παίκτες.
Βέβαια λησμονείται εσκεμμένως ότι η Ελλάδα ήταν και είναι «σύμμαχος», πάντως μετέχει σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ, χωρίς αυτό να την εξασφαλίσει από τη μείωση των βαθμών κυριαρχίας, απειλής και τετελεσμένων από μεριάς Τουρκίας. Τώρα μάλιστα προχωρά (η πολιτική ελιτ υπό τον κ. Μητσοτάκη) σε μια επιλογή ασυνήθιστη και εντυπωσιακή. Υπογράφει μια συμφωνία με τις ΗΠΑ για 5 χρόνια(!) και μετά αυτόματα η συμφωνία για την παραμονή και επέκταση των βάσεων μετατρέπεται σε αορίστου χρόνου, δηλαδή χωρίς ημερομηνία λήξης. Δια παντός(;) εξάρτημα της στρατιωτικής μηχανής των ΗΠΑ και των στρατηγικών τους βλέψεων (που δεν έχουν καμία σχέση με ανάσχεση του τούρκικου επεκτατισμού).
Επιπλέον δίνεται η ευχέρεια στις ΗΠΑ να χρησιμοποιούν όπως νομίζουν κι όταν θελήσουν όλες τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα. Φέρεται δε ότι τους προτείναμε να εγκαταστήσουν βάσεις σε πολλά νησιά και περιοχές, αλλά εκείνοι είχαν τις προτιμήσεις τους στον μη νησιωτικό χώρο (για να διαπραγματεύονται καλύτερα με την Τουρκία και την κρατήσουν στο «μαντρί»).
Το «αποτύπωμα» των ΗΠΑ
Προς τι λοιπόν οι ουρανομήκεις πανηγυρισμοί; Διέπρεψαν σε τέτοιους, πρώτα ο Δένδιας και μετά ο Μητσοτάκης, σε στιλ «Στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας»…
Μητσοτάκης: α) «Αποτελεί (η συμφωνία) ηχηρή ψήφο εμπιστοσύνης προς τη χώρα μας ως πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην ταραγμένη περιοχή μας», β) «Οι ΗΠΑ ενισχύουν το στρατηγικό τους αποτύπωμα στην Ελλάδα σε περιοχές κρίσιμης σημασίας, σε μία ακτίνα από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη», γ) «Δεσμεύονται για την από κοινού αντιμετώπιση απειλών ή προκλήσεων εναντίον της πατρίδας μας». Τα α) και γ) είναι κάτι σαν φαντασίωση, αλλά το β) δείχνει την ποιότητα των ελληνικών ελίτ. Προσφέρουμε σχεδόν όλη την επικράτεια για να θέσουν οι ΗΠΑ το «στρατηγικό τους αποτύπωμα σε περιοχές κρίσιμης σημασίας». Η υποτέλεια στο τετράγωνο…
Δένδιας: «Η στρατηγική μας εταιρική σχέση έχει φτάσει σε πρωτοφανές επίπεδο, ενισχύοντας τη συνεργασία σε πολλούς τομείς», «Κατανοούμε ότι οι ΗΠΑ απασχολούνται όλο και περισσότερο με προκλήσεις σε άλλα μέρη του κόσμου. Έτσι, αγαπητέ Τόνι, η δέσμευσή σας προς την Ελλάδα εκτιμάται πολύ. Επενδύετε σε στρατηγικές τοποθεσίες στη χώρα μας».
Ο… Τόνι, δηλαδή ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ κ. Μπλίνκεν, δεν έχει κανένα πρόβλημα να εμφανίζεται large απέναντι σε αυτά τα λιβανιστήρια. Γι’ αυτό χαρακτηρίζει την Ελλάδα «περιφερειακό ηγέτη» και «πυλώνα σταθερότητας». Η εν Αθήναις Αμερικανική Πρεσβεία με ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα ανέφερε: «Σήμερα το πρωί στην Ουάσινγκτον @SecBlinken &@NikosDendias υπέγραψαν την ανανέωση της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας ΗΠΑ-Ελλάδας. Η Ελλάδα είναι απαραίτητος εταίρος των ΗΠΑ. Μαζί ανεβάζουμε αυτή τη σχέση σε υψηλότερα ύψη, προωθώντας κοινούς στόχους για ειρήνη και σταθερότητα». Τώρα μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι… Το «αποτύπωμα» μας προστατεύει.
Η «αναβλητική διπλωματία», καυγάς χωρίς νόημα
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος συχνά κατηγορεί την κυβέρνηση της Ν.Δ. ότι ακολουθεί «αναβλητική διπλωματία». Πονηρή διατύπωση, που θέλει να καλύψει μια ενδιάμεση συμφωνία τύπου Πρεσπών με την Τουρκία. Άλλωστε ο μεν Τσίπρας δήλωσε ότι η συμφωνία των Πρεσπών (που παράγγειλαν και επέβαλαν ΗΠΑ και Γερμανία) πρέπει να αποτελεί μοντέλο επίλυσης όλων των διαφορών ανάμεσα σε χώρες, κι ο Τσακαλώτος το επανέλαβε σε πρόσφατη συνέντευξή του. Βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ πάρα το ότι ανεβάζει αντιπολιτευτικούς τόνους νοιώθει ότι έχει κόστος από τη στάση του για το «όχι» στην ελληνογαλλική συμφωνία, και τώρα περιορίζει την κριτική του στη διάρκεια της συμφωνίας, ενώ έχει από καιρό αναγνωρίσει τον στρατηγικό ρόλο των ΗΠΑ στην Ελλάδα.
Ο Μητσοτάκης μπορεί να του δείξει πώς όχι μόνο δεν υιοθετεί μια «αναβλητική διπλωματία», αλλά αντίθετα «θωρακίζει» τη χώρα με δύο «αμυντικές» συμφωνίες. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι αμφότερες οι παρατάξεις αποδέχονται το «δυτικό αποτύπωμα» ως αναγκαίο και απαραίτητο, κινούνται εξυπηρετώντας δεσμεύσεις που παράγει το «αποτύπωμα», και δεν περνά καν από το μυαλό τους να διεκδικήσουν βαθμούς κυριαρχίας και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής με γνώμονα τις ανάγκες διεξόδου της χώρας από μια πολλαπλή κρίση. Δεν συμπίπτουν μόνο σε αυτό, συμπίπτουν και σε μια «πολιτική Χάγης» και σε μια πολύ μεγαλύτερη –από ότι είναι σήμερα– συνεννόηση και συμφωνία με την Τουρκία. Με τις ανάλογες και απαραίτητες «διαιτησίες» των μεγάλων δυνάμεων. Η στιγμή ευνοεί μια μερική πίεση της Τουρκίας, και αυτό αποτυπώνεται στην ελληνοαμερικάνικη συμφωνία, χωρίς όμως καμία δέσμευση (κι ας λένε ό,τι θέλουν οι «διπλωματικές πηγές» του κ. Δένδια). Η Τουρκία όμως έχει άλλο βάρος, και είναι αστείο να νομίζουμε ότι οι μεγάλες δυνάμεις κόπτονται για το δίκαιο της Ελλάδας ή της Κύπρου…
Η φωνή του Καραμανλή
Με το γνωστό στιλ (αραιές εμφανίσεις) ο Κ. Καραμανλής ξαναμίλησε, σε εκδήλωση για τον θείο του Κωνσταντίνο Καραμανλή και το έργο του. Αφού ευχαρίστησε τους κ.κ. Μολυβιάτη και Αχιλλέα Καραμανλή, και τον ανεψιό και συνονόματό του Κ. Καραμανλή (υπουργό Μεταφορών στην τωρινή κυβέρνηση…), έδειξε ότι έχει επίγνωση του τι συμβαίνει: α) στην περιοχή μας, β) στην Ευρώπη. Χωρίς βέβαια να θέτει τα απαραίτητα «γιατί»:
«Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής μας και της θέσης της Ελλάδας… Ιστορική διαπίστωση ότι ζούμε σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον εξαιρετικά φορτισμένο… Οι συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί των κρατών της περιοχής, η ανάμιξη των κατά εποχή Μεγάλων Δυνάμεων, για δικούς τους λόγους και σκοπιμότητες…». «Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι υπό απειλή». «Η Ευρώπη στις μέρες μας, παρά την ισχύ της (οικονομική, πολιτική, πολιτιστική, ακόμα και στρατιωτική), αδυνατεί να πρωταγωνιστήσει στη διεθνή σκηνή… Ορισμένα κράτη, μάλιστα, υιοθετώντας στάση επιτήδειου ουδέτερου, εμμέσως πλην σαφώς δείχνουν να κλείνουν το μάτι προς την Τουρκία, δηλαδή να ενθαρρύνουν την απαράδεκτη και παραβατική συμπεριφορά της».
Παράλληλα τόνισε ότι είναι υπέρ της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» που σαν πρόγραμμα έχει εγκαταλειφθεί από την Ε.Ε. («οι μεγάλες αυτές κατακτήσεις βρίσκονται υπό αυξανόμενη αμφισβήτηση τα τελευταία χρόνια»). Μιλώντας για τα μνημόνια σχολίασε ότι «επεβλήθη ένα πρόγραμμα που σε μεγάλο βαθμό είχε χαρακτήρα τιμωρητικό» που «ελέγχεται –εκ των υστέρων βέβαια– για σοβαρά σφάλματα και στη συνταγή και στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα». Σήμερα, ακόμα και η Μέρκελ (που σε λίγες μέρες θα βρεθεί και στην Τουρκία, όχι για αναψυχή βέβαια) δηλώνει ότι η δυσκολότερη στιγμή της καριέρας της ήταν όταν παίρνονταν τα «τιμωρητικά» μέτρα των μνημονίων – τα οποία ψήφιζε ο Κ. Καραμανλής καθήμενος στα ορεινά του κοινοβουλίου, χωρίς να ομιλεί τότε…
Ο κ. Καραμανλής αναφέρθηκε και σε μια φράση-εξομολόγηση του θείου του προς τον βιογράφο του, τον Ροζέ Μασσίπ: «Και αν επεδίωξα με τόση επιμονή την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το έκανα γιατί ήθελα, εκτός των άλλων, να την απαλλάξω και από την ανάγκη να αναζητεί προστάτες».
Ας υποθέσουμε, χάριν της συζήτησης, ότι η απαλλαγή της χώρας από προστάτες περνούσε μέσα από ένα σχέδιο αυτονόμησης της Ευρώπης και ενεργητικού της ρόλου απέναντι στα τότε μπλοκ δυνάμεων, και ότι ίσως να διασφάλιζε την εδαφική ακεραιότητα από την τουρκική απειλή από το 1974 και μετά. Μα, η ευρωπαϊκή «οικογένεια» τελούσε πάντα υπό δύο σφιχτούς όρους: Πρώτον, τις επιδιώξεις των ισχυρών μελών της και, δεύτερον, τον ευρωατλαντικό εναγκαλισμό και τις πιέσεις που ασκούσαν (με επιτυχία) οι ΗΠΑ επί της Ευρώπης. Αυτοί οι όροι (πραγματικοί κι όχι φανταστικοί) οδηγούσαν τις ελίτ μιας χώρας με το ειδικό βάρος και το μέγεθος (και τους βαθμούς εξάρτησης) όπως η Ελλάδα, να αναζητούν προστάτες, και να βαυκαλίζονται ότι είναι ασφαλείς υπ’ αυτούς. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα, παρά τις όποιες προειδοποιήσεις – που δεν συνοδεύονται από έμπρακτες ενέργειες και πολιτική προετοιμασία για διαφορετική πορεία.