του Φίλιππου Γκανούλη*
Το ενεργειακό ζήτημα, μαζί με τη κλιματική κρίση και την εκτίναξη των τιμών των τροφίμων, ταλαιπωρούν αφάνταστα τους Έλληνες πολίτες τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα αναμένεται να διαρκέσει, αφού οι λύσεις που προωθούνται από την κυβέρνηση είναι κατασβεστικές, για να μην πούμε ότι συμβάλλουν στο να διαιωνίζεται το πρόβλημα.
Με πολυετή καθυστέρηση, όλος σχεδόν ο κόσμος εσπευσμένα εκπονεί σχέδια ενεργειακής μετάβασης προς τις Ανανεώσιμες Πηγές, προς την Εξοικονόμηση Ενέργειας και τη σταδιακή κατάργηση της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Ο τρόπος όμως που επιχειρείται αυτή η μετάβαση, ειδικά στην Ελλάδα, με τις νέες μονάδες να δημιουργούνται από μεγάλα οικονομικά συμφέρονται σε οικολογικά ευαίσθητες περιοχές, φαίνεται αναποτελεσματικός, επίφοβος και κυρίως κοινωνικά άδικος. Οι τοπικές κοινωνίες μένουν απέξω και αντιδρούν, βλέποντα τη γη, το νερό, τον αέρα να γίνονται βορά για πλουτισμό των λίγων και τις μονάδες ΑΠΕ σε πολλές περιπτώσεις να καταλήγουν σε υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των απλών πολιτών.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ σ’ αυτό το άδικο και αντιλαϊκό σκηνικό θα μπορούσαν να δώσουν οι «Ενεργειακές Κοινότητες». Πρόκειται για συνεταιρισμούς φυσικών ή νομικών προσώπων που θεσμοθετήθηκαν με το νόμο 4513 του 2018 και έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο την ενέργεια, μάλιστα την «καθαρή» ενέργεια ή δράσεις εξοικονόμησης και βελτίωσης της απόδοσης. Όταν ξεκίνησε ο νόμος το 2018, επιτέλους μια ευρωπαϊκή πρωτοπορία για την Ελλάδα, είχαν δοθεί πλεονεκτήματα, όπως π.χ. η δημιουργία έργων – συμβάσεων Virtual Net Metering, μειωμένα ποσά εγγυητικών επιστολών και απόλυτη προτεραιότητα στην αδειοδότηση – σύνδεση με το ηλεκτρικό δίκτυο. Με τη νέα κυβέρνηση τα περισσότερα από αυτά ακυρώθηκαν, επιβλήθηκαν μάλιστα και διάφορα γραφειοκρατικά εμπόδια. Ότι δεν είναι ατομική ιδιωτική πρωτοβουλία δεν έχει προτεραιότητα από μια συντηρητική κυβέρνηση. Παρόλα αυτά, μέχρι σήμερα έχουν δημιουργηθεί περίπου 1.300 Ενεργειακές Κοινότητες στην Ελλάδα, οι περισσότερες μέσα από το «πνεύμα» του νόμου που θέλει να βάλει τους πολίτες μιας περιοχής να παράγουν αποκεντρωμένα ενέργεια προς όφελος των ιδίων αλλά και επιστρέφοντας στην τοπική κοινωνία μέρος της αξίας από την χρήση του δημόσιου χώρου και του κοινού πόρου.
Μια Ενεργειακή Κοινότητα (Ε.Κοιν) λειτουργεί ως ένα βαθμό αντίθετα με το κλασσικό μοντέλο επιχείρησης, όπου η μεγιστοποίηση του κέρδους συνεπάγεται συγκέντρωση κεφαλαίου και παραγωγής. Στην Ε.Κοιν. η παραγωγή αποκεντρώνεται και διανέμεται τοπικά ανάλογα με τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους, είναι υποχρεωτικά μικρής κλίμακας και όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται συλλογικά από ώριμες ομάδες πολιτών, όπου ανεξάρτητα από το ύψος της χρηματικής συμμετοχής, κάθε μέλος έχει μία ψήφο.
Με τις Ε.Κοιν ως κύριο φορέα της ενεργειακής μετάβασης θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι πάμπολλες διαμάχες με τις τοπικές κοινωνίες, που πολλές φορές δεν είναι και αδικαιολόγητες, όταν οι άνθρωποι βλέπουν π.χ. πάρκα μεγαθηρίων ανεμογεννητριών να εισχωρούν και να διασπάν ευαίσθητες βουνοκορφές και προστατευόμενες περιοχές φυσικού κάλλους σε όλη την Ελλάδα.
ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ λειτουργούν ήδη χιλιάδες Ενεργειακοί Συνεταιρισμοί με πολύ καλή έως άριστη γενική οικονομική και λειτουργική κατάσταση. Στην Ελλάδα, οι συνεταιρισμοί έχουν μεν μια πολύ κακή προϊστορία, όμως σε ειδικές ομάδες του ενεργού πληθυσμού αρχίζουν και αναφύονται χαρακτηριστικά θετικών συνεργασιών που φαίνεται ότι έμαθαν από τα λάθη του παρελθόντος. Από την άλλη, η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου αναγνωρίζει ότι «κάτι πρέπει να αλλάξει» στην κοινωνική, πολιτική και περιβαλλοντική μας συμπεριφορά». Το να επαναφέρουμε τον ήλιο, τον αέρα, το νερό, τη γη, τη φυτική και ζωική παραγωγή στο επίκεντρο της παραγωγής ενέργειας, αποτελεί ούτως ή άλλως μια επαναστατική αλλαγή στον τρόπο που ο πολίτης αντιλαμβάνεται τη θέση του στη φύση και στην κοινωνία. Αυτό, εκτός από απελευθέρωση, σίγουρα εισάγει με τη σειρά του ένα νέο τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς ως παραγωγού και καταναλωτή και το σημαντικότερο, μας φέρνει σε ένα συλλογικό τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας. Μπορεί να χτυπήσει επιτέλους την μονόπλευρη αντικοινωνική αναζήτηση κέρδους και την «ιδιώτευση», που σε πολλές γλώσσες είναι συνώνυμη της ηλιθιότητας.
Θα τα καταφέρουμε αυτή τη φορά; Ας μη ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα οι ΑΠΕ μας έχουν δοθεί πολύ πιο απλόχερα απ’ ότι στην Κεντρική Ευρώπη και έχουμε την εμπειρία του παρελθόντος, επομένως θεωρητικά ξεκινάμε με πλεονέκτημα. Η παρούσα συγκυρία αποτελεί μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να κάνουμε πράξη τις ιδέες μας, να γίνουμε πρωτοπόροι σε μια χώρα με ενεργειακή αυτάρκεια και ασφάλεια αλλά το κυριότερο, να κάνουμε το σύνολο της κοινωνίας συμμέτοχο σε μια ενεργειακή μετάβαση που μας αφορά όλους καθώς και τις επόμενες γενιές.
* Ο Φίλιππος Γκανούλης είναι περιφερειακός σύμβουλος Κεντρικής Μακεδονίας και επικεφαλής «Οικολογίας – Πράσινης Λύσης»