Του Γιώργου Τσίπα. Μόλις τρεις μήνες μετά το Mεσοπρόθεσμο και τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, τα μεν εσωτερικά μέτρα που ανέλαβε να πάρει η κυβέρνηση παραμένουν και επαυξάνονται, οι δε οικονομικές εκτιμήσεις πάνω στα οποία στηρίχθηκε η «λογική» των μέτρων γίνονται κουρέλια από τις νέες εκθέσεις Κομισιόν και τρόικας.

Κοινώς, όσα λέγονταν για το Μεσοπρόθεσμο και τη δήθεν βιωσιμότητα του χρέους από τους τροϊκανούς, παπαγάλιζαν εδώ οι εγχώριοι τοποτηρητές και αναπαράγονταν μετά βαΐων και κλάδων από ΜΜΕ και λοιπούς συμπολιτευόμενους, ήταν απλώς φούμαρα εκβιασμού. Ενώ με το Μεσοπρόθεσμο υπολόγιζαν σε 52 δισ. ευρώ τα μέτρα συμπίεσης που έπρεπε να παρθούν συνολικά μέχρι το 2014, νέα έκθεση της Κομισιόν τα υπολογίζει σε 62 δισ., δηλαδή 10 δισ. επιπλέον και συνολικά ένα τέταρτο του ΑΕΠ. Μόλις τρεις μήνες μετά! Τι μπορεί να άλλαξε σε τόσο λίγο διάστημα που δεν φαινόταν τότε; Απλώς τίποτα… Η υποτίμηση της ύφεσης και η υπερεκτίμηση της πορείας των αποκρατικοποιήσεων και της μείωσης του ελλείμματος είναι, βεβαίως, αστειότητες.

Ταυτόχρονα, μυστική έκθεση της τρόικας, που προφανώς παραγγέλθηκε από τους επιδιώκοντες ένα γενναίο κούρεμα (Γερμανούς), εκτιμά τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας αντί για τα 109 δισ. ευρώ δάνεια που υποσχέθηκαν με το Μεσοπρόθεσμο σε 252 δισ.! Αντ’ αυτού του αστρονομικού, για μια χώρα σαν την Ελλάδα, δανεισμού προτείνεται το «προφανές»: ένα κούρεμα της τάξης του 50% στο οποίο, μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τη μυστική έκθεση, προβλέπεται και η μεταπώληση των προς κρατικοποίηση ελληνικών τραπεζών από το κράτος στους ξένους (ο κυνισμός είναι απίστευτος) και κοστολογείται στο ποσό των 16 δισ. ευρώ! Μόνο οι μέχρι σήμερα εγγυήσεις του Δημοσίου προς τις τράπεζες ξεπερνούν τα 85 δισ. ευρώ.
Το ερώτημα, όμως, είναι άλλο: αφού το πράγμα πήγαινε για κούρεμα, προς τι τα μέτρα του Μεσοπρόθεσμου, του Μνημονίου και όσα προηγήθηκαν από τις αρχές του 2010, που εκτός από τη συμπίεση κόσμου της εργασίας προκαλούν επιδείνωση της ύφεσης μέχρι ανατίναξης της ελληνικής οικονομίας και άρα μεγαλύτερη αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους και πριν και μετά το κούρεμα; Από την πλευρά της τρόικας, η μόνη απάντηση που δεν στερείται λογικού νοήματος είναι ακριβώς η πρόθεση για «ίσωμα», μπαχαλοποίηση και ξεπούλημα της χώρας σε ανθρώπινο δυναμικό και πόρους, συμπεριλαμβανομένου και του σεναρίου της προτεκτοροποίησης. Εκτός των άλλων, κάτι τέτοιο έχει και πειραματική και παραδειγματική αξία. Από την πλευρά της εγχώριας άρχουσας τάξης η μόνη λογική απάντηση είναι η μέχρι «μετανάστευσης» προσκόλληση στους ξένους πάτρωνες, ο απόλυτος ζαμανφουτισμός για τη χώρα και η χαρά για τις συνθήκες Ανατολικής Ευρώπης που διαμορφώνονται. Χαρά του ηλίθιου δηλαδή, γιατί η «Ανατολική Ευρώπη» είναι κάτι πολύ γενικό αφού σε αυτήν ανήκει η Τσεχία, αλλά και η Σλοβακία και η Ρουμανία και η Γεωργία.

Αναγνωρίζεται ακόμη και από οικονομολόγους της απέναντι όχθης ότι το Μεσοπρόθεσμο ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των πιστωτών. Διαμορφώθηκε δηλαδή με κριτήριο όχι τη βιωσιμότητα (έστω) του χρέους αλλά τη διασφάλιση των πιστωτών. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι πως έστω και τυπικά η διασφάλιση αυτή καθώς και η απομύζηση του ελληνικού λαού δεν ανταλλάχτηκαν καν με κάποια ελάφρυνση της χρέωσης, όπως υποδηλώνει το δήθεν κούρεμα του 21%. Στην καλύτερη περίπτωση (που δεν επιτεύχθηκε στο μεταξύ) προβλεπόταν μια απομείωση της τάξης των 26 δισ. ευρώ, που στο σύνολο του χρέους ήταν περίπου 7% και όχι 21%. Εκτός του ότι ούτε αυτό ήταν βέβαιο, το ζήτημα των επιτοκίων δανεισμού καθώς και η προβλεπόμενη (λεγόμενη) ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών πρόσθεταν μελλοντικά ένα επιπλέον βάρος που πρακτικά μηδενίζει ακόμη και αυτό το αβέβαιο 7%. Σε αντάλλαγμα για αυτή την… επιβάρυνση, η ελληνική οικονομία θα έπρεπε να εξασφαλίσει τα μέτρα που προέβλεπε το Μεσοπρόθεσμο, ενώ προστέθηκαν και όσα ακολούθησαν πρόσφατα.

Με την υπογραφή του Μνημονίου, τον Μάη του 2010 (υποτίθεται ότι) «εξασφαλίστηκε» ένα πρώτο πακέτο δανεισμού 110 δισ. ευρώ και ένα δεύτερο 109 δισ. από την υπογραφή του Μεσοπρόθεσμου, από τα οποία έχουν εκταμιευτεί μόνο 65 δισ. από το πρώτο πακέτο και μηδέν από το δεύτερο, ενώ η επόμενη (έκτη) δόση συνδυάζεται με την αποδοχή του κουρέματος και των δρακόντιων όρων της επιτροπείας κ.λπ. Δηλαδή, σε αντάλλαγμα των 65 δισ. από το πρώτο Μνημόνιο και χωρίς να έχει δοθεί ούτε ένα ευρώ παραπάνω, έχουν μέχρι σήμερα εφαρμοστεί όλα όσα απαιτήθηκαν από την τρόικα με τα δύο Μνημόνια, και επιπλέον υπό την απειλή της αναίρεσης της επόμενης δόσης εκβιάζονται (και εν μέρει έχουν εφαρμοστεί) πολύ περισσότερα.
Τα μέτρα αυτά αντί να «αλλάζουν την Ελλάδα», σύμφωνα με το μότο του ΓΑΠ, έχουν οδηγήσει στη βύθιση της χώρας, σε μια κατακρήμνιση του ΑΕΠ που υπερβαίνει ήδη το 13% από το 2008, θυμίζοντας την Ανατολική Ευρώπη του ’88-’93. Ταυτόχρονα, τα μέτρα αυτά έχουν καταστήσει πολλαπλάσια μη διαπραγματεύσιμο το χρέος, συγκριτικά με το Μάη του 2010, όταν ανέλαβαν να το… αντιμετωπίσουν, χρέος που σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Κομισιόν θα φτάσει το 200% το 2013, δηλ. πολύ χειρότερα από αυτό που προβλεπόταν το Μάη του 2010 από τους ίδιους. Την ίδια στιγμή, τα μνημόνια και τα δάνεια από Ε.Ε. και ΔΝΤ δεν κάλυψαν καν τις τρέχουσες συνολικές δανειακές ανάγκες της χώρας που συνεχίζει να δανείζεται βραχυπρόθεσμα από την αγορά με εξοντωτικά (ακόμη και για υγιή οικονομία) επιτόκια για να καλύψει περίπου το 50% των δανειακών της αναγκών. Τέλος, μετά απ’ όλα αυτά και εξαιτίας όλων αυτών, και χωρίς να έχει δοθεί ούτε ένα ευρώ πέραν των 65 δισ., η Τελική Λύση έρχεται να επιβληθεί για να κουρευτεί όχι ένα επισφαλές -έτσι κι αλλιώς- χρέος, αλλά για να κουρευτεί αντίθετα η χώρα και ο λαός της και χωρίς καν να υπάρχει το ελάχιστο αντάλλαγμα για αυτό (π.χ. το χρέος θα παραμείνει μη βιώσιμο για τη διαλυμένη οικονομία και μετά το κούρεμα)…

Ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, πριν από τις ευρωπαϊκές συναντήσεις Κορυφής που αποφασίζουν για μνημόνια, κουρέματα, δόσεις κ.λπ., εμφανίζεται μπροστά σε κάμερες έτοιμος για σκληρές διαπραγματεύσεις. Βασικά προσποιείται, γιατί πολύ απλά, από το πρώτο Μνημόνιο ακόμα αλλά και στη συνέχεια δεν παίρνει μέρος σε κανενός είδους διαδικασία που θα μπορούσε να διαπραγματευτεί. Όλες οι κρίσιμες διαπραγματεύσεις, από τότε μέχρι σήμερα, γίνονται χωρίς καν την τυπική παρουσία της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία απλώς ενημερώνεται για τις αποφάσεις και κατόπιν τις εφαρμόζει. Μεγαλύτερη κατάντια από αυτή την εθνική ξεφτίλα είναι το γεγονός ότι αποκρύβεται και από τη Δεξιά και από την Αριστερά. Η μόνη «διαπραγμάτευση» που μπορούσε να υπάρξει, αφού αποφασίστηκε το πρώτο Μνημόνιο, ήταν η παύση πληρωμών ή η απειλή παύσης πληρωμών. Δηλαδή η οποιαδήποτε ουσιώδης διαπραγμάτευση θα ξεκινούσε μετά από αυτό. Η Ε.Ε. ενεργεί έχοντας ως δεδομένο ότι δεν υπάρχει τέτοιο ζήτημα από την πλευρά της ελληνικής άρχουσας τάξης και της πολιτικής της ηγεσίας. Αλλά απ’ όσο είναι γνωστό, όχι μόνο η κυβέρνηση μα και καμιά άλλη δύναμη εντός Κοινοβουλίου δεν προτείνει κάτι τέτοιο.
Έτσι, κριτικές όπως η προχτεσινή της Ν.Δ. ότι «οι Παπανδρέου και Βενιζέλος παρίστανται και παρακολουθούν αλλά δεν διαπραγματεύονται και δεν παρουσιάζουν κανένα ελληνικό σχέδιο, απέναντι σε όσα δρομολογούνται», κύρια πρόθεση έχουν να συγκαλύψουν ακριβώς το γεγονός ότι η Ε.Ε. δεν διαπραγματεύεται.
Εξίσου αποπροσανατολιστικές δηλώσεις -και κυρίως επειδή προέρχονται από την Αριστερά- είναι αντίστοιχες όπως η πρόσφατη της υπεύθυνης του ΣΥΝ για την ευρωπαϊκή πολιτική ότι ο «πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου είναι απών από το διάλογο που διεξάγεται στην Ευρωζώνη».
Δεν είναι μόνο ψευδές ότι ο όποιος Έλληνας πρωθυπουργός θα μπορούσε να μην είναι απών από το «διάλογο» που διεξάγεται στην Ευρωζώνη. Είναι διπλά παραπλανητικό να βαφτίζεις «διάλογο» τον πόλεμο που έχει ανάψει ανάμεσα σε μεγαθήρια χρηματοπιστωτικά και κρατικά της Ε.Ε., όπου στο τραπέζι έχουν βγει μαχαίρια, πιστόλια κ.λπ. Αν η Γερμανία στριμώχνει ολόκληρη Ιταλία, αν εκβιάζει ολόκληρη Γαλλία, το να λες ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός μπορεί να επηρεάσει αυτές τις ευρωπαϊκές εξελίξεις ή είσαι πολύ αφελής ή κοροϊδεύεις την κοινωνία. Αλλά εδώ ανοίγει κάτι γενικότερο.

Από το ξεκίνημα της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη έχει ακουστεί πολλές φορές η άποψη (από χώρους της ευρωπαϊκής Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας) πως το μέγα πρόβλημα της Ε.Ε. είναι ότι η πολιτική ενοποίηση δεν συμβάδισε με τη νομισματική ενοποίηση και ότι εκεί οφείλονται και οι διαστάσεις που έχει πάρει η κρίση χρέους στο εσωτερικό της. Αν αυτό λέγεται ως εντοπισμός μιας εγγενούς αντίφασης του εγχειρήματος, έχει καλώς. Αν λέγεται ως επισήμανση χαμένης δυνατότητας, τότε είναι αφέλεια. Η άποψη αυτή ισχυρίζεται πως αντί η Ε.Ε. «να αποδέχεται τις περιφερειακές αποκλίσεις και ανισότητες που συστηματικά δημιουργεί και να αποζημιώνει, εκ των υστέρων, τους χαμένους» θα έπρεπε «να διαμορφώνει, εκ των προτέρων, την πολιτική με βάση το καλό όλης της Ένωσης και όχι με βάση το συμφέρον των πιο ισχυρών οικονομιών» (Ευκλείδης Τσακαλώτος, Ελευθεροτυπία, 24/7).
Αν επιβεβαιώνεται κάτι πέραν πάσης αμφιβολίας από τις ραγδαίες εξελίξεις του 2010-2011 και ειδικά των τελευταίων μηνών στην Ε.Ε., αυτό είναι ότι η πολιτική ενοποίηση με την παραπάνω έννοια αντίκειται στα συμφέροντα των πιο ισχυρών και σίγουρα της πιο ισχυρής δύναμης της Ε.Ε., της γερμανικής μεγαλοαστικής τάξης. Για ποιο λόγο ο Γερμανός ηγεμόνας να «ενοποιηθεί πολιτικά» με την Ελλάδα, αν μπορεί να την κάνει προτεκτοράτο, γιατί να «ενοποιηθεί πολιτικά» με Γαλλία και Ιταλία αν μπορεί να τις εκβιάζει και να αποσπά όλο και περισσότερα σε βάρος τους κοκ. Για το… «καλό όλης της Ένωσης»; Να ενοποιηθούν κάτω από τη μπότα του Γερμανού ηγεμόνα (άρα με περιφερειακές αποκλίσεις και ανισότητες) έχει λογική, να ενοποιηθούν για το καλό της ένωσης και της ισότητας, δεν έχει.
Η προσμονή ενός τμήματος της Αριστεράς για μια ευρωπαϊκή λύση στο πρόβλημα Ελλάδα, δηλαδή, μια λύση μέσα από το οικοδόμημα της Ε.Ε. και τα όργανά του, δεν είναι μόνο αυταπάτη είναι περισσότερο ότι στρέφει την ελπίδα προς τα εκεί ακριβώς όπου θα έπρεπε να υπάρχει μέτωπο και αποκάλυψη προς το λαό και προετοιμασία για ρήξεις.
Το πού θα φτάσουν τα πράγματα δεν ορίζεται, καταρχήν, από τον εδώ αντι-ευρωπαϊσμό ή φιλοευρωπαϊσμό, αλλά από την αντίδραση της Ε.Ε. π.χ. σε μια ενδεχόμενη στάση πληρωμών της Ελλάδας.

* Endlösung στα γερμανικά σημαίνει Τελική Λύση. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και πρωθύστερα γινόταν από το ναζιστικό καθεστώς αναφορά στην Endlösung του «εβραϊκού ζητήματος» και υπάρχει σήμερα διαμάχη ιστορικών για το αν με αυτό εννοούσαν αυτό που τελικά και έγινε, δηλαδή, τη μαζική φυσική εξόντωση των Εβραίων ή απλώς το διώξιμό τους από τη Γερμανία που στην πορεία έγινε εξόντωση κ.λπ. Στην περίπτωση της δικής μας Endlösung, αν επιτρέψουμε να συμβεί, οι ιστορικοί του μέλλοντος δεν θα διαφωνήσουν…

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!