Μια ζωντανή και μοντέρνα παράσταση με συμβολικό μήνυμα

Έναν βαθιά ανθρώπινο, ταλαντευόμενο από εσωτερικές συγκρούσεις και αγωνίες πρωτομάστορα Σόλνες έπλασε ο Ακύλας Καραζήσης στην ομώνυμη παράσταση του Ίψεν που ανέβηκε σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στον Ελληνικό Κόσμο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, κατορθώνοντας να καθηλώσει το θεατή με τις λεπτές αποχρώσεις του ψυχισμού του. «Τόπο στα νιάτα», φωνάζει ο Σόλνες, διάσημος αρχιτέκτονας αρνούμενος να το αποδεχτεί, καθώς προσπαθεί να αποτρέψει τον ταλαντούχο νεαρό βοηθό του να ανοίξει δικό του γραφείο. Ο Σόλνες που θέλει να έχει τα πάντα υπό έλεγχο στην επαγγελματική του ζωή (ωραίο το εύρημα με τις κινήσεις της υπαλλήλου του αλά μαριονέτα) έχει αποκοπεί από τη σύζυγό του (ωραίο επίσης το εύρημα που δεν κοιτιούνται ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο παρά μόνο τη στιγμή των αναμνήσεων) ύστερα από το θάνατο των παιδιών τους σε νηπιακή ηλικία. Ένα γεγονός που κανείς τους δεν ξεπέρασε. Εκείνη έχει βυθιστεί στην απόγνωση κι αυτός στη μοναξιά. Ξαφνικά εισβάλλει στη σκηνή η νεαρή Χίλντε η οποία με την ορμή της νιότης ανατρέπει τη βαλτώδη κατάσταση, τόσο στο σπίτι όσο και στο γραφείο, και γίνεται ο καταλύτης για την εξέλιξη των γεγονότων και τη λύτρωση.
Ένα έργο που θεωρείται από τα σπουδαιότερα του Νορβηγού συγγραφέα, με εξομολογητική και αυτοβιογραφική διάθεση, εμπεριέχει την παγίδα -με τη λάθος ματιά- να γίνει κουραστικό, κάτι που έχει συμβεί σε παλαιότερες παραστάσεις.
Είναι, όμως, αυτή την απόσταση των ηρώων του που καταφέρνει να τονίσει με τον καλύτερο τρόπο ο σκηνοθέτης, χρησιμοποιώντας όλο το μήκος και πλάτος της αχανούς παραλληλόγραμμης σκηνής, τοποθετώντας στη μια πλευρά το γραφείο, και στο βάθος, σε έναν απομονωμένο χώρο, το σπίτι που τα γεγονότα όμως συμβαίνουν ταυτόχρονα και αλληλοεπηρεάζονται σαν μια διαδικασία ώσμωσης. Με μια μάλλον αυτοκριτική διάθεση ο Χουβαρδάς παραδίδει μια παράσταση ζωντανή και μοντέρνα που, σ’ ένα δύσκολο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, όπως αυτό που βιώνουμε όλοι τα τελευταία χρόνια, αποκτά ένα συμβολικό μήνυμα.
Ο Καραζήσης προσεγγίζει το χαρακτήρα με μεγάλη ωριμότητα. Το άγχος του θανάτου, η αναμέτρηση με τις φοβίες του, η υπεροψία του, η απειλή από το ποτάμι της νιότης, η αποξένωση από το περιβάλλον, η ίντριγκα, η καθοδήγηση των ανθρώπων, όλα αυτά τα παρουσιάζει ισορροπημένα δίνοντας μια αληθινά τραγική διάσταση στον ήρωά του.
Η Λυδία Φωτοπούλου ως κυρία Σόλνες, ανατριχιαστική με τις σιωπές και τα βλέμματα, με το αργό περπάτημα και την ευγένειά της. Η Άλκηστις Πουλοπούλου στο ρόλο της νεαρής Χίλντε με την αστείρευτη ενέργεια καταφέρνει να δώσει ένα ρεαλιστικό χαρακτήρα αποφεύγοντας την παγίδα του χαζοχαρούμενου κοριτσιού και ταυτόχρονα κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε αν υπάρχει ή είναι απλά, όπως πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν, η συνείδηση του Σόλνες.
Ο Νίκος Χατζόπουλος υπηρετεί σωστά και μετρημένα και τους δύο ρόλους του. Του εύθραυστου πατέρα του νεαρού βοηθού και του κυνικού γιατρού της Σόλνες. Ο Γιάννος Περλέγκας (μάλλον όχι στα καλύτερά του) χωρίς όμως να χάσει η παράσταση και τέλος η Χιώτη έπειθε με την ανασφάλειά της ως η μνηστή του νεαρού και ταυτόχρονα κρυφά ερωτευμένη με τον Σόλνες.
Μόνη παραφωνία τα μικρόφωνα-ψείρες των ηθοποιών που όμως, δεδομένων των διαστάσεων της σκηνής και των σκανδιναβικών ψιθύρων του έργου, ήταν απαραίτητα.

Δημήτρης Οικονόμου

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!