Φιλόπονος και η απόρριψη της αριστοτελικής επιστήμης, επιμ. Ricηard Sorabji, MIE. Του Τρύφωνος Χρυσοφρύδη.

Ο Ιωάννης Φιλόπονος έζησε τον 6ο μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια, που ήταν ήδη πόλις θεοσεβής και «αθλίους ειδωλολάτρας αποστρέφονταν», υπήρξε μαθητής του νεοπλατωνικού Αμμώνιου και πεπεισμένος χριστιανός κι επιδόθηκε στη βασική, εκείνους τους καιρούς, θεωρητική εργασία: συνέγραψε Υπομνήματα στα έργα του Αριστοτέλη και Αντιρρητικούς, προσπαθώντας να συντηρήσει και να διευρύνει, όσο επέτρεπαν οι δυνάμεις του, ταυτοχρόνως δύο πεδία διαλόγου. Τον παλαιότατο «διάλογο» Πλάτωνα – Αριστοτέλη, που εξελισσόταν μέσω των νεοπλατωνικών και κατέτεινε στο να αναδείξει τη θεμελιώδη συμφωνία των δύο κορυφαίων φιλοσόφων (εγχείρημα που προϋπέθετε αρκετές διαστρεβλώσεις και, στην πραγματικότητα, καινούργια, ερμηνευτικά δήθεν, θεωρητικά σχήματα), και τον διάλογο μεταξύ νεοπλατωνικών και χριστιανών, που δεν ήταν εύκολος, μια και τα όρια δεν ήσαν ξεκάθαρα: οι νεοπλατωνικοί, φερ’ ειπείν, δέχονταν κι αυτοί την ύπαρξη δημιουργού Θεού, τον θεωρούσαν όμως αιτιωδώς υπεύθυνο για την δίχως αρχή ύπαρξη του Σύμπαντος, ενώ για τους Χριστιανούς δεν ετίθετο θέμα, το Σύμπαν είχε αρχή, πεποίθηση κατά της οποίας είχε επιτεθεί ο Πρόκλος, ήδη τον προηγούμενο αιώνα, εκθέτοντας δεκαοχτώ επιχειρήματα κ.λπ. κ.λπ. Έχει κάτι το κωμικό, μαζί, και σπαρακτικό αυτός ο διπλός διάλογος στο λυκόφως ενός ολόκληρου κόσμου: Την ίδια πάνω-κάτω εποχή, ο χριστιανός Βοήθιος, φυλακισμένος και αναμένοντας την εκτέλεσή του, έγραφε το Περί παραμυθίας της Φιλοσοφίας, που σημάδεψε τον Μεσαίωνα αλλά δεν έχει κάτι το χαρακτηριστικά χριστιανικό, ο Σιμπλίκιος έβλεπε να σφραγίζεται η πλατωνική Ακαδημία με διάταγμα του Ιουστινιανού (529 μ.Χ.) και έφευγε να συνεχίσει το έργο του κάπου στα σύνορα της Τουρκίας με το Ιράκ –  κι ο Φιλόπονος, πιστός στο παρατσούκλι του, κουβέντιαζε ακαταπόνητος με σκιές: τον σύγχρονό του Σιμπλίκιο, τον Πρόκλο, τον ίδιο τον Αριστοτέλη εντέλει…
Αν είχαμε χρόνο και άνεση, θα άξιζε να κοιτάξουμε βαθύτερα αυτόν τον διάλογο, να βρούμε το αποτύπωμα των δύσκολων καιρών σε εδάφη φαινομενικά «καθαρά» και ανέγγιχτα. Το ότι οι κατεξοχήν πρωτότυπες απόψεις διατυπώνονται υπό μορφήν υπομνημάτων, αναγγέλλοντας τον Μεσαίωνα, είναι ήδη ένα σήμα συναγερμού. Διερωτώμαι, όμως, μήπως και καθ’ εαυτές οι λαθραία διατυπωμένες απόψεις φέρουν το ίδιο αποτύπωμα.
Ο Φιλόπονος, από έργο σε έργο, αμφισβητεί τη θεωρία του Αριστοτέλη για την κίνηση – με λεπτότητα, με αδιόρατη ειρωνεία, αλλά επίμονα, σταθερά. Κατ’ αυτόν, η δύναμη που δίνει ώθηση σ’ ένα σώμα εντυπώνεται – κι έτσι συνεχίζει να κινείται αυτό το σώμα. Τη θεωρία θα την ανακαλέσει, στην έξοδο του Μεσαίωνα, ο Μπουριντάν και θα την επαναφέρει στο προσκήνιο ο Γαλιλαίος (γεγονός που αποδεικνύει την ουσιώδη πρωτοτυπία της, την «αλλαγή παραδείγματος») – αλλά γιατί άραγε την σχημάτισε τότε, εκείνη ειδικά την εποχή, ο Ιωάννης Γραμματικός (όπως σεμνά αποκαλούσε εαυτόν ο Φιλόπονος); Τι είναι αυτό που σε κάνει να σκεφτείς, ενώ κανείς ώς τώρα δεν το είχε σκεφτεί, ότι κινείσαι γιατί κάποια βία ασκήθηκε κι εντυπώθηκε; Τι είναι αυτό που με κάνει να θυμάμαι, ξαφνικά, αυτές τις θεωρητικές λεπτολογίες περπατώντας στην έρημη, μουδιασμένη Αθήνα, καθώς νυχτώνει και στους δρόμους περνάνε το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο ελεύθερα τα ταξί (ενώ μέχρι χθες δεν έβρισκες ελεύθερο ούτε για δείγμα); Ποιο πολιτικό σχόλιο, που απωθήθηκε βίαια μες στον νου μου, αναδιατυπώνουν αυτές οι ξεκάρφωτες σκέψεις, φυγαδευμένες σε άλλες εποχές, σε άλλο λυκόφως; Αν το αποσαφήνιζα, ίσως να ήταν το πιο εύστοχο που έχω γράψει ποτέ…

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!