Του Σάββα Λαμπρίδη*
Από το 2011 μέχρι σήμερα η ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα η Αριστερά βρέθηκε αντιμέτωπη με μια βαθιά κοινωνικό-οικονομική κρίση αλλά και με μια υπαρξιακού, πολιτικού περιεχομένου, αναζήτηση για την επόμενη μέρα.
Αναζήτηση που έγινε, όμως, χωρίς ουσιαστικά να γίνει κανένα βήμα θετικής ανατροφοδότησης και αυτοκριτικής για το πώς έφτασαν τα πράγματα ώς εδώ, έτσι ώστε να αυτοπροσδιοριστούν να συγκλίνουν και να δράσουν.
Απεναντίας, είδαμε μια αδυναμία συσπείρωσης δυνάμεων κάτω από ένα κοινό στόχο και όραμα.
Μια εικόνα κατακερματισμού και μια βαβέλ απόψεων που είχαν ως υποτιθέμενο συνδετικό κρίκο ένα ψευδεπίγραφο υποκείμενο χωρίς ιδεολογικό περιεχόμενο, το «αντιμνημονιακό μέτωπο».
Που μπορεί, βέβαια, πρόσκαιρα να δημιούργησε την εντύπωση ότι θα ήταν αρκετό για να ανατρέψει τη ζοφερή πραγματικότητα αλλά, στην ουσία, συγκάλυπτε την εσωτερική ένταση της κρίσιμης μάζας να παραμείνει συνδεδεμένη στο καπιταλιστικό πρότυπο, επιδιώκοντας τον οίκτο των δυναστών της, χωρίς φυσικά να θέλει να απελευθερωθεί.
Έτσι είδαμε και την Αριστερά εύκολα να ενστερνίζεται το «αντί», μια και ο ετεροπροσδιορισμός της ήταν χρόνια τακτική. Άρχισε να διολισθαίνει σε μια προσπάθεια όχι να ανατρέψει, αλλά να δώσει απαντήσεις στα καπιταλιστικά προβλήματα μέσω της όποιας τεχνοκρατικής διαχείρισης, βαυκαλίζοντας μια κακομαθημένη μάζα μικροαστών χωρίς ταξικό πρόσημο, αλλά και το χειρότερο αποκοιμίζοντας τα εξαθλιωμένα στρώματα, που κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα εξεγείρονταν, με ελπίδες για έξοδο από τον νεοφιλελευθερισμό και ολική επαναφορά στον «καλό» και «ανθρωποκεντρικό» κεϊνσιανό καπιταλισμό.
Αυτό, όμως, δεν συνέβη αυτόματα και ξαφνικά.
Σταδιακά και μετά το 1989, με την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε όλα τα μέτωπα στο εξωτερικό αλλά και τη σάπια λαϊκίστικη πασοκική υποκουλτούρα που επιμόλυνε όλο το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα στην Ελλάδα, η Αριστερά, με έντονα ηττοπαθή σύνδρομα, ξεχνώντας την επιθετική αντιδικτατορική της δράση άρχισε να προσχωρεί σε μια λογική ετεροπροσδιορισμού μέσω των αντιπάλων της, χάνοντας σταδιακά τη δυνατότητα ενός αφηγήματος, ενός μοντέλου που θα αγκαλιάζονταν οραματικά από την κοινωνία για να διεκδικηθεί. Έτσι, το «αντί» κατάντησε χούι, ταυτίζοντάς την στη συνείδηση του λαού ως φωνή διαμαρτυρίας και όχι ως επαναστατική διέξοδο. Αντί, λοιπόν, να καθορίσει την ιστορία και την πραγματικότητα, καθηλώθηκε σε μια εσωστρεφή ομφαλοσκόπηση που το σύστημα χρησιμοποίησε τακτικά για να δημιουργεί ελεγχόμενες εκρήξεις εκτόνωσης στην κοινωνία. Σταδιακά και χωρίς να το καταλάβει, μετατρέπεται σε εργαλείο.
Αλλά και ένα μεγάλο κομμάτι της, ζώντας πραγματικά ελέω καπιταλισμού και έχοντας θέσεις ηγετικές μέσα στην κομματική αλλά και την κινηματική ιεραρχία, βλήθηκε από όλα τα αστικά σύνδρομα κάνοντας τους δεκανίκια του συστήματος και στελέχη του (περιττό να αναφέρω εκατοντάδες περιπτώσεις «συντρόφων» που προσχώρησαν στο αντίπαλο στρατόπεδο για να απολαύσουν την «απατηλή λάμψη της μπουρζουαζίας»).
Έτσι, λοιπόν, μπορώ να πω ότι, ουσιαστικά η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «το χρονικόν ενός προαναγγελθέντος θανάτου».
Γνωρίζοντας πλέον ότι όλα αυτά που συνέβησαν δεν ήταν, απλώς, αποτέλεσμα μιας αυταπάτης, πρέπει η Αριστερά να βρει ένα δρόμο ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας τροφοδοτώντας την με νέα μοντέλα που να πατάνε στη σημερινή εικόνα χωρίς στείρους δογματισμούς.
Το πρόταγμα ενός αποκεντρωμένου διοικητικού μοντέλου με κοινοτική βάση που θα λαμβάνει υπ’ όψιν τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε περιοχής και κοινότητας αλλά και την οικονομική αυτοδυναμία, με βάση την άμεση δημοκρατία και την πολιτική χειραφέτηση των κοινωνιών.
Η αποαστικοποίηση με ταυτόχρονη αναδιανομή της γης για τη δημιουργία ζωντανών και αυτοδύναμων ενεργειακά, διατροφικά και πολιτιστικά κοινοτήτων, κολεκτίβων, με κάθετη διαχείριση όλων των παραγόμενων προϊόντων.
Η διεκδίκηση ενός παραγωγικού μοντέλου ενάντια στο καπιταλιστικό καταναλωτικό, γεωκτόνο και ληστρικό για τις επόμενες γενιές μοντέλο.
Και πολλά άλλα τα οποία θα βάλουν συμμέτοχο τον πολίτη στην ανατροπή της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας.
Δεν μπορεί η Αριστερά να συνεχίσει να υπάρχει και να εμπνέει ετεροπροσδιοριζόμενη ως αντιμνημονιακή αντικαπιταλιστική, αντι… πιστεύοντας ότι απλώς ένα άλλο γραφειοκρατικό μοντέλο είναι η λύση.
Πρέπει να βαδίσει σε ένα δρόμο δικό της, αυτοδύναμο, σαν να «μην υπάρχει εχθρός».
Ένα φωτεινό μονοπάτι κοινωνικής αναγέννησης, μακριά από την καταναλωτική ανάπτυξη. Ο λαός δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι μια αφηρημένη έννοια μέσα στις αναλύσεις μας, αλλά μια κοινωνία χειραφετημένων πολιτικά πολιτών.
Ο δρόμος θα είναι μακρύς αλλά στο τέλος θα νικήσουμε, αφού ο αγώνας θα δοθεί για τους αγέννητους.
*Ο Σάββας Λαμπρίδης είναι δάσκαλος