Ρουμελιώτισσες «κονσοματρίς» κάθονται στο μπαρ, άδειο από πελατεία, ζεσταίνονται, βαριούνται και σιγοκουβεντιάζουν, με τη γνώριμη απέχθειά τους στα φωνήεντα, από την οποία προκύπτει ο γνωστός κανόνας: δεν υπάρχει λέξη με πάνω από ένα φωνήεν και μεγαλύτερη από μονοσύλλαβη. «Πλήττ’ς;» ρωτάει η μία. «Σσσς… π’λάτ’ς», την κόβει η άλλη. Να νοστάλγησαν τη θάλασσα; Όχι, τετριμμένα πράγματα λένε, της δουλειάς και της αναδουλειάς, η κρίση πλήττει και την «κονσομασιόν».
Τι είναι αυτό το «πλιτς-πλατς», λοιπόν; Μετάφραση: «Πλήττ’ς=πλήττεις;», «π’λάτ’ς= πελάτης», που πάνω στην ώρα της πλήξης έσκασε μύτη στην πόρτα του μαγαζιού κι έσπασε τη γκίνια. Γελάω πάντα μ’ αυτό τ’ ανέκδοτο, απ’ τα χιλιάδες που σαρκάζουν τις ντοπιολαλιές και τα ιδιώματα που κάνουν την Ελλάδα μια χαριτωμένη, πολιτιστικά πλούσια Βαβέλ. Και δεν έχω κανένα ρατσισμό με τους Ρουμελιώτες και την αντιπάθειά τους στα φωνήεντα – εγώ απ’ τον Μοριά κατάγομαι, όπου, ως γνωστόν, τα φωνήεντα αφθονούν, σέρνονται και δίνουν στις λέξεις όγκο και ουρές.
Δεν μπαίνω στα χωράφια των γλωσσολόγων και των λαογράφων, μη γράψω και καμιά κοτσάνα, αλλά το ανέκδοτο μου προκαλεί συνειρμούς, πρώτα δροσερούς και θαλασσινούς – πλιτς, πλατς! Τι ωραία να τσαλαβουτάς στο νερό! Ποτέ δεν πλήττ’ς (πλήττεις) – κι έπειτα κοινωνικοπολιτικούς – πώς καταντήσαμε κι ο π’λίτ’ς (πολίτης) έχει γίνει πια π’λάτ’ς (πελάτης)! Δεν ήταν και δύσκολο.
Οι πολιτικοί της εξουσίας αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με τους πολίτες ακριβώς ως σχέση «κονσομασιόν» (από εδώ και κάτω αναλαμβάνω το ρίσκο να κατηγορηθώ ως σεξιστής. Πάλι). Η πολιτεία (άλλοτε με κεφαλαίο Π, τώρα μ’ ένα πεζό – και πολύ της είναι) είναι το κωλόμπαρο μελαγχολικής, επαρχιακής πόλης. Οι πολιτικοί είναι οι κοπέλες, μαραμένες και με κακοβαμμένα πρόσωπα, βαθιά ντεκολτέ και πολλά υποσχόμενα βλέμματα που προσφέρουν παρέα, έναντι κεράσματος. Κι οι πολίτες είναι οι πελάτες που, κατά κανόνα, θέλουν κάτι παραπάνω από παρέα, σπανίως το παίρνουν, και η σχέση τους εξαντλείται σ’ αυτό που ορίζει η λέξη: κονσομασιόν, ήτοι κατανάλωση. Ποτών, εν προκειμένω, που στην περίπτωση των πολιτικών είναι εξ ορισμού μπόμπες. «Πλήττ’ς» η κονσοματρίς, «π’λάτ’ς» ο πελάτης, ρουφάει τις μπόμπες δεκαετίες τώρα, αδιαμαρτύρητα, καρτερικά, με μια προσδοκία ότι το λάγνο βλέμμα της συντροφιάς του ίσως επιφυλάσσει μια ευχάριστη έκπληξη στο τέλος της βραδιάς, περνάει η βραδιά, περνάνε οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, η κονσοματρίς μια χαρά βολεύεται, και ακίνητα και αυτοκίνητα, τ’ αφεντικό του μπαρ ακόμη καλύτερα και ακίνητα και αυτοκίνητα και πολυκαταστήματα και χορηγίες σε πολιτιστικά μέγαρα και μόνο ο πελάτης μένει μπακούρι και άνυδρος και δεν βρίσκεται ένας χριστιανός (ας είναι και μουσουλμάνος) να του πει: «Βρε αδερφε, δεν γ…. που δεν γ….., δεν πας για ψάρεμα». Ή για κολύμπι, θα ’λεγα εγώ. Πλιτς, πλατς στο νερό, δροσιστείτε προς το παρόν, γιατί από Σεπτέμβριο θα ’χουμε καύσωνα και οι εξαπατημένοι πελάτες, τη βλέπω τη δουλειά, θα το κάνουν θερινό το μαγαζί.
ΚΙΜΠΙ
Δεν μπαίνω στα χωράφια των γλωσσολόγων και των λαογράφων, μη γράψω και καμιά κοτσάνα, αλλά το ανέκδοτο μου προκαλεί συνειρμούς, πρώτα δροσερούς και θαλασσινούς – πλιτς, πλατς! Τι ωραία να τσαλαβουτάς στο νερό! Ποτέ δεν πλήττ’ς (πλήττεις) – κι έπειτα κοινωνικοπολιτικούς – πώς καταντήσαμε κι ο π’λίτ’ς (πολίτης) έχει γίνει πια π’λάτ’ς (πελάτης)! Δεν ήταν και δύσκολο.
Οι πολιτικοί της εξουσίας αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με τους πολίτες ακριβώς ως σχέση «κονσομασιόν» (από εδώ και κάτω αναλαμβάνω το ρίσκο να κατηγορηθώ ως σεξιστής. Πάλι). Η πολιτεία (άλλοτε με κεφαλαίο Π, τώρα μ’ ένα πεζό – και πολύ της είναι) είναι το κωλόμπαρο μελαγχολικής, επαρχιακής πόλης. Οι πολιτικοί είναι οι κοπέλες, μαραμένες και με κακοβαμμένα πρόσωπα, βαθιά ντεκολτέ και πολλά υποσχόμενα βλέμματα που προσφέρουν παρέα, έναντι κεράσματος. Κι οι πολίτες είναι οι πελάτες που, κατά κανόνα, θέλουν κάτι παραπάνω από παρέα, σπανίως το παίρνουν, και η σχέση τους εξαντλείται σ’ αυτό που ορίζει η λέξη: κονσομασιόν, ήτοι κατανάλωση. Ποτών, εν προκειμένω, που στην περίπτωση των πολιτικών είναι εξ ορισμού μπόμπες. «Πλήττ’ς» η κονσοματρίς, «π’λάτ’ς» ο πελάτης, ρουφάει τις μπόμπες δεκαετίες τώρα, αδιαμαρτύρητα, καρτερικά, με μια προσδοκία ότι το λάγνο βλέμμα της συντροφιάς του ίσως επιφυλάσσει μια ευχάριστη έκπληξη στο τέλος της βραδιάς, περνάει η βραδιά, περνάνε οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, η κονσοματρίς μια χαρά βολεύεται, και ακίνητα και αυτοκίνητα, τ’ αφεντικό του μπαρ ακόμη καλύτερα και ακίνητα και αυτοκίνητα και πολυκαταστήματα και χορηγίες σε πολιτιστικά μέγαρα και μόνο ο πελάτης μένει μπακούρι και άνυδρος και δεν βρίσκεται ένας χριστιανός (ας είναι και μουσουλμάνος) να του πει: «Βρε αδερφε, δεν γ…. που δεν γ….., δεν πας για ψάρεμα». Ή για κολύμπι, θα ’λεγα εγώ. Πλιτς, πλατς στο νερό, δροσιστείτε προς το παρόν, γιατί από Σεπτέμβριο θα ’χουμε καύσωνα και οι εξαπατημένοι πελάτες, τη βλέπω τη δουλειά, θα το κάνουν θερινό το μαγαζί.
ΚΙΜΠΙ
Σχόλια