Βουτιά. Το γυαλί της μάσκας, οθόνη του υποβρύχιου κόσμου. Χρώματα. Λουρίδες γαλάζιου, πράσινου, σμαραγδιού, βαθύτερου πράσινου. Ακούω την ανάσα μου ενισχυμένη, το «μπιτ» της οργανωμένης πλαζ ανίσχυρο και μακρινό. Παρατήρηση βυθού. Φύκια, ευθυτενή σαν λόγχες. Λιβάδια από φύκια, χορεύουν στο ρυθμό υποβρύχιων ανέμων. Ένα κοπάδι μαρίδες. Τρεις – τέσσερες μουρμούρες. Δύο σπαράκια, τρεις γύλλοι, δεκάδες μικροσκοπικά μαυρόψαρα. Μια διάφανη τσούχτρα με καλές προθέσεις. Ένα μπουκάλι μπίρα Heineken. Ένα κυλινδρικό κουτάκι πατατάκια Pringles –τσαλακωμένο. Αλουμινένια κουτάκια αναψυκτικού, άλλα με τις ετικέτες τους κι άλλα γυμνά, όπως τα γέννησε η μάνα τους, η ανακύκλωση. Ένα πλαστικό ποτήρι –για φραπέ γίγας, 4,5 ευρώ. Και για κοκτέιλ παραλίας. Κορμός καμένου δένδρου –δεν επιπλέει το ξύλο; Όχι, όταν έχει «πιει» πολύ θαλασσινό νερό. Ο σκελετός μιας μεταλλικής ξαπλώστρας. Ένα μαγιό. Ένα μπουκάλι νερού. Κι άλλο. Το κουφάρι μιας γοργόνας σε αποσύνθεση –τελικά, δεν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Ο Ντερούς, ο Μαζούχ και ο Τόμσεν, με στολές σφουγγαράδων παίρνουν μέτρα στο βυθό –υποθηκευμένος στο μνημόνιο κι αυτός. Οικόπεδα υποθαλάσσια, εφαπτόμενα της χρεοκοπίας. Φως, νερό, τηλέφωνο, wi fi. Κι ένα ναυάγιο, πιο βαθιά –άδεια σεντούκια στ’ αμπάρια του, λίγα ευρώ, χορταριασμένα ή σκουριασμένα στον πάτο τους. Το ναυάγιο μιας χώρας που πενήντα χρόνια τώρα αποπλέει για Εσπερία πάνω στο νεόπλουτο σκαρί της, κι όλο σε ευρωατλαντικές ξέρες και δίνες πέφτει. Και δεν έχει καν ξεμυτίσει απ’ το Αιγαίο.
Άνάδυση. Αναπνοή. Ακτή το σαλόνι- τα μπαγκάζια περιμένουν τον χειμερινό προορισμό τους. Κι εγώ περιμένω το χειμέριο κύμα. Άγριο, σαρωτικό, λυτρωτικό, να αποδώσει στον βυθό τη φυσική του όψη. Του χρόνου δεν θέλω να ξαναγράφω επικολυρικούς θρήνους του θέρους.
[email protected]