Η φοιτητική Αριστερά απέναντι στον Νόμο Διαμαντοπούλου. Του Στρατή Λαμπρίδη.

Το μέτωπο της Παιδείας δεν άνοιξε ξαφνικά με την ψήφιση του νόμου-πλαίσιο της Διαμαντοπούλου. Για την ακρίβεια δεν έχει κλείσει καθόλου την τελευταία πενταετία. Οι επιχειρούμενες αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση και ιδιαίτερα την τριτοβάθμια, ήταν διαρκώς ψηλά στην ατζέντα κάθε κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια. Είναι κατεκτημένη μια συνέχεια από την πλευρά των δυνάμεων που επιδιώκουν τη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης αλλά και από την πλευρά του φοιτητικού κινήματος και της πανεπιστημιακής κοινότητας που την υπερασπίζεται. Υπάρχουν όμως και τομές που διαφοροποιούν την ποιότητα της επίθεσης αλλά και της απάντησης. Βασικότερη όλων αποτελεί η ψήφιση του Μνημονίου, η παράδοση της χώρας στα χέρια της τρόικας και η είσοδός της σε μια νέα καθεστωτική φάση. Έτσι, στην εποχή του Μνημονίου, η εφαρμογή της Μπολόνια μετατρέπεται σε μια πρωτόγνωρη λεηλασία του δημόσιου πανεπιστημίου στα πλαίσια της καταλήστευσης του λαού και της χώρας. Δεν αποτελεί απλά την «αργοπορημένη» απάντηση των αστικών επιτελείων που βρήκαν ευκαιρία να πάρουν τη ρεβάνς από το φοιτητικό κίνημα για την καθυστέρηση που τους προκάλεσε τα τελευταία χρόνια. Ούτως ή άλλως, η πολιτική για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που χαράχτηκε πανευρωπαϊκά (Λισσαβώνα, Μπολόνια κ.λπ.) ανταποκρινόταν στα σχέδια που απεργάζονταν τότε οι θιασώτες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χωρίς να λάβουν υπόψη τους τις δονήσεις που θα προκαλούσε η κρίση του 2008, η οποία θέτει σε αμφισβήτηση ολόκληρη την αρχιτεκτονική του οικοδομήματος.
Όταν η Αριστερά υποτιμάει τον αντίπαλο 
Ποια ήταν όμως η αλλαγή στη στάση του φοιτητικού κινήματος και των δυνάμεων της Αριστεράς μέσα στις σχολές; Ήδη από πέρσι το Σεπτέμβρη άρχισε να φουντώνει μια φημολογία για τον νέο νόμο-πλαίσιο που έρχεται να σαρώσει τα πάντα στα πανεπιστήμια, να γκρεμίσει ό,τι άφησε πίσω του ο νόμος Γιαννάκου κ.λπ. Κι όμως, η φοιτητική Αριστερά ούτε προετοίμασε, ούτε προετοιμάστηκε γι’ αυτή τη σφοδρή επίθεση όπου καλείται τώρα (με ψηφισμένο νόμο) να πρωτοστατήσει ώστε να ανατραπεί. Ουσιαστικά, η Αριστερά υποτίμησε τον αντίπαλο. Τον περιόρισε στο υπουργείο Παιδείας, ξεχνώντας πως κουμάντο κάνει η τρόικα. Συνηθισμένη σε μια αντιπαράθεση με νομοσχέδια, επέτρεψε στη Διαμαντοπούλου να παίξει το παιχνίδι με το καρότο για έναν νόμο που όλο ερχόταν αλλά τελικά ήρθε τέλη Αυγούστου. Ανέμενε καρτερικά την πρόκληση για να σηκώσει το γάντι, όμως ο αντίπαλος δεν της έκανε τη χάρη. Δεν αξιολόγησε σωστά ότι βασικός μοχλός της διάλυσης του δημόσιου πανεπιστημίου θα ήταν ο οικονομικός στραγγαλισμός του, ο οποίος δεν απαιτεί κάποια συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση. Εγκλωβίστηκε σε μια συνδικαλιστικού τύπου παρέμβαση, την ίδια στιγμή που η κουβέντα μέσα στις σχολές αναβαθμιζόταν ραγδαία πολιτικά, χωρίς να μπορέσει να αντιστοιχηθεί στις απαιτήσεις των καιρών. Συμπερασματικά, η φοιτητική Αριστερά πήγε όπως «παλιά» σε μια εντελώς νέα κατάσταση.

Τα καθήκοντα της νέας χρονιάς
Ποια θα είναι όμως η στάση της φοιτητικής Αριστεράς τη νέα χρονιά που ξεκινάει με την πλάτη να βαραίνει από την ψήφιση του νόμου; Ο αέρας των πλατειών δεν φύσηξε μέσα στις σχολές είτε λόγω της περιόδου (εξεταστικές) είτε λόγω μιας φοβικότητας απέναντι σε ένα κίνημα που δεν ήταν προϊόν κάποιου σχεδίου της Αριστεράς ή των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Το τι κατέγραψε αυτό το κίνημα στα μυαλά και τη συνείδηση της νεολαίας είναι νωρίς για να φανεί, αλλά η Αριστερά οφείλει να λάβει υπόψη της μια νέα κουλτούρα που πλέον κουβαλάει χιλιάδες κόσμου που συμμετείχε στις διαδικασίες των συνελεύσεων σε κάθε πλατεία της χώρας.

Πώς, δηλαδή, ετερόκλητος κόσμος μπορεί να συζητά, να αποφασίζει, να παράγει πολιτική, να λειτουργεί δημοκρατικά, να σέβεται την άλλη άποψη, να κατακτά και να επιβάλει την ισότητα χωρίς εξαιρέσεις, να είναι σε θέση να συμφωνεί και να καταγράφει αυτή τη συμφωνία του σε απλά, κατανοητά κείμενα, να στρατεύεται κάτω από αιτήματα που εκφράζουν την πηγαία διάθεσή του να αγωνιστεί και όχι να αντανακλούν την επιβεβαίωση κάποιας συγκεκριμένης ανάλυσης της Αριστεράς. Αυτά και χιλιάδες άλλα δείγματα για το πώς ο ίδιος ο κόσμος αναζητά και τελικά βρίσκει τους τρόπους να οργανωθεί και να παλέψει, θα πρέπει να αποτελέσουν σοβαρά στοιχεία αυτοκριτικής της φοιτητικής Αριστεράς που είχε «μάθει» στον πλατφορμισμό, στις πρωτοπορίες, στις πολύωρες και ανέξοδες διαδικασίες, στους μικροηγεμονισμούς, στην πολιτική για τους ειδικούς.
Ταυτόχρονα, η φοιτητική Αριστερά πρέπει να επανακαθορίσει το ρόλο της μέσα στις σχολές κύρια σαν πολιτική δύναμη και δευτερευόντως σαν συνδικαλιστικά σχήματα και παρατάξεις. Κάθε μικρός και μεγάλος αγώνας αυτή τη στιγμή διαπερνιέται από τη μεγάλη αντιπαράθεση με το πολιτικό σύστημα. Αυτό ανέδειξαν οι πλατείες με το σύνθημα «Δεν φεύγουμε αν δεν φύγετε», αυτή είναι η νικηφόρα προοπτική κάθε κινητοποίησης που θα ξεσπάσει. Ολοένα και αυξανόμενα κομμάτια κόσμου αντιλαμβάνονται πλέον πως δεν μπορεί να σωθεί κανείς από μόνος του, πως δεν μπορεί να υπάρξει κάποια κλαδική ή συνδικαλιστική διεκδίκηση που να κερδίσει, πως ο νέος νόμος-πλαίσιο δεν μπορεί να πέσει αν δεν πέσει το σύνολο του πολιτικού συστήματος που μας έφερε ως εδώ.
Αν αυτό κρύβει τον κίνδυνο της παραλυσίας μπροστά στο «θηρίο», φανερώνει και τη δυνατότητα για έναν μεγάλο πανεθνικό λαϊκό ξεσηκωμό με το φοιτητικό κίνημα πραγματικό μέρος του και όχι απλά αλληλέγγυο. Αν η ανατροπή της εκπαιδευτικής πολιτικής φαντάζει ακατόρθωτη σε αυτές της συνθήκες, η Αριστερά δεν πρέπει να εγκλωβιστεί σε μια τέτοια αντιπαράθεση αλλά να προτάξει με τόλμη τη ρήξη με αυτό το σάπιο πολιτικό σύστημα. Να διατηρήσει ανοιχτή την επικοινωνία της πλατείας με τα αμφιθέατρα, να μην εξαντληθεί στην πεπατημένη αλλά να αξιοποιήσει τον πλούτο των εργαλείων, των μορφών και της εμπειρίας που πάραξε το ίδιο το λαϊκό κίνημα το προηγούμενο διάστημα, να αποδείξει ότι έχει την ικανότητα να μαθαίνει.

*Ο Στρατής Λαμπρίδης είναι μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Σπουδαστών Ηλεκτρονικής ΤΕΙ Θεσσαλονίκης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!