Βασίλης Νιτσιάκος, Πεκλάρι: Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας, Ισνάφι, Αθήνα 2015
Του Νίκου Κατσιαούνη*
Το βιβλίο του Βασίλη Νιτσιάκου Πεκλάρι Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας αποτελεί ανθρωπολογική μελέτη μιας περιοχής στην ανθρωπογεωγραφική και πολιτισμική ενότητα των Μαστροχωρίων της Κόνιτσας, μια ενότητα χωριών που βρίσκεται στην κοιλάδα του Σαραντάπορου, παραπόταμου του Αώου. Επιπλέον, αποτελεί προσπάθεια έρευνας και κατανόησης ενός μοντέλου κοινωνικής λειτουργίας και θέσμισης που, κατά κάποιον τρόπο, παρέκλινε από τους κυρίαρχους κανόνες που καθιερώθηκαν στο κοινωνικοϊστορικό πεδίο.
Το πέρασμα στη νεωτερικότητα, πέρα των θετικών νοηματοδοτήσεων, δημιούργησε σταδιακά την έκπτωση του Ορθού Λόγου σε εργαλειακή ορθολογικότητα, εγκαθιδρύοντας μια νέα κυριαρχία πάνω στον άνθρωπο και στη φύση. Η διχοτομία μεταξύ φύσης και πολιτισμού, περιβάλλοντος και κοινωνίας, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη και στους μετα-νεωτερικούς αστερισμούς… Ο Νιτσιάκος εντοπίζει αυτή την προβληματική επισημαίνοντας ότι η αντικειμενοποίηση του περιβάλλοντος, δηλαδή ο διαχωρισμός του από την κοινωνία στη βάση ενός θετικιστικού πρίσματος οπτικής, αποτελεί βασική παρέκκλιση της νεωτερικότητας με αρνητικά αποτελέσματα.
Το Πεκλάρι είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας κοινότητας της Πίνδου που η οικονομία του βασίζεται σε έναν συνδυασμό γεωργίας και κτηνοτροφίας. Ένα εκ των κύριων χαρακτηριστικών αυτής της κοινότητας είναι η σχέση της με το χώρο και το περιβάλλον. Το περιβάλλον δεν αποτελεί εμπορευματοποιημένο και προς εκμετάλλευση πεδίο αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της κοινότητας. «Ο φυσικός χώρος μετατρέπεται σε ανθρωπογενές τοπίο, αποτυπώνοντας τη διαχρονική παρουσία της ανθρώπινης δραστηριότητας γενικά αλλά και ειδικότερα στοιχεία της οικονομίας, των κοινωνικών δομών και της πολιτισμικής έκφρασης», σημειώνει ο συγγραφέας.
Στην «ανθρωπογενή οικοδυναμική», όπως ονομάζει την προσαρμοστικότητα στα δεδομένα του περιβάλλοντος ώστε να υπάρχει αρμονική συνύπαρξη, τα όρια του χωριού με το φυσικό περιβάλλον δεν είναι διαχωρισμένα. Υπάρχει μια αλληλοδιείσδυση των ορίων ανάμεσα στο δάσος, τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τους βοσκότοπους, που συνδέονται με ένα είδος πολύ-λειτουργικότητας ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυναμικές που προκύπτουν ή απαιτούνται.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της κοινότητας είναι η ασάφεια αναφορικά με την ιδιοκτησία. Με εξαίρεση τα σπίτια και τα κηπάρια, υπάρχει έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των χωριανών για τις ιδιοκτησίες τους. Οι τρόποι παραγωγής καθορίζονται από τις αξίες χρήσης κι όχι από την ιδιοκτησία και οι φυσικοί πόροι έχουν το χαρακτηριστικό των κοινών αγαθών με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινότητας. Μιλάμε για ένα είδος κοινωνικού εξισωτισμού, «καθώς η χρήση των φυσικών πόρων υπακούει σε ένα σύστημα ανοικτό και ελαστικό, που δεν καθορίζεται από την κυριότητα της γης αλλά από τη νομή της, σύστημα που βασίζεται στην ισότιμη πρόσβαση όλων στους κοινοτικούς πόρους, σύμφωνα με τις ανάγκες του καθένα. Αποτέλεσμα είναι η ισοκατανομή στους οικειοποιούμενους πόρους με την αρχή της νομής και βάση την επιβίωση και αναπαραγωγή τόσο της εστιακής ομάδας όσο και της κοινότητας», παρατηρεί ο συγγραφέας. Υπάρχει μια απουσία της εμπορευματοποίησης των σχέσεων παραγωγής που, σε συνδυασμό και με τα παραπάνω, δημιούργησαν ένα σύστημα κοινωνικής οικονομίας που άντεξε στον χρόνο και ικανοποιούσε τις ανάγκες της κοινότητας και των ανθρώπων της.
Στη μελέτη του Νιτσιάκου αναδεικνύονται ζητήματα όπως η συγκρότηση και η ανασυγκρότηση του χώρου και του χρόνου στη βάση μιας πιο βιώσιμης συνύπαρξης της κοινότητας, ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον, όχι στη βάση της ολοκληρωτικής εκμετάλλευσης αλλά σε αυτή της «βιώσιμης αειφορίας», δηλαδή της λελογισμένης χρήσης με σκοπό την επιβίωση της κοινότητας και του περιβάλλοντος, αλλά και ζητήματα μιας διαφορετικής θέσμισης της κοινωνικής ζωής και της παράστασης που έχουν τα άτομα και οι κοινότητες για τον εαυτό τους.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που η πολιτική και σημασιολογική κρίση έχει οδηγήσει σε τεράστια αδιέξοδα τις κοινωνίες. Η τοποθέτηση της οικονομίας στο κέντρο του νοηματικού περιεχομένου των κοινωνικών σχέσεων αποδεικνύεται πλέον καταστροφική. Ο Νιτσιάκος με αυτό το βιβλίο δεν προσπαθεί να παρουσιάσει έναν παλαιό Κήπο της Εδέμ. Εξάλλου, επισημαίνει ότι δεν μιλάμε για ιδανικές καταστάσεις αλλά για φαινόμενα προσαρμογής και στρατηγικές επιβίωσης σε ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες. Ούτε φυσικά προτείνει επιστροφή στις ρίζες και στις εθνοκεντρικές αφηγήσεις της παράδοσης. Αντίθετα, αυτό που διαφαίνεται είναι ότι όταν υπάρχει βούληση και επιθυμία, τα άτομα και οι κοινωνίες μπορούν να λειτουργήσουν σε διαφορετική βάση. Ότι η αλληλεγγύη και ο εξισωτισμός μπορούν να βρουν εφαρμογή στο κοινωνικοϊστορικό πεδίο, ότι μια διαφορετικού τύπου οικονομία μπορεί να πραγματωθεί.
Μακριά από τις τάσεις της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας που θεωρούν το φυσικό περιβάλλον ως κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή, το βιβλίο του Νιτσιάκου αποτελεί δουλεμένη επιστημονική μελέτη, αναρώτηση αλλά και προβληματισμό για τις ρυθμίσεις των κοινωνικών σχέσεων και των θεσμίσεων με τα οποία λειτουργούν οι σύγχρονες κοινωνίες.
* Ο Νίκος Κατσιαούνης είναι εκδότης-ιστορικός