της Ιφιγένειας Καλαντζή

 

Όπως άλλοτε πλανόδιοι τροβαδούροι και σαλτιμπάγκοι διέσχιζαν τα χωριά, διακινώντας στίχους και μουσικές, έτσι και η 90χρονη Ανιές Βαρντά, με εντυπωσιακή δίχρωμη κόμμωση και έντονο χρωματικά ντύσιμο οργώνει τη γαλλική επαρχία, παρέα με τον JR, έναν ψηλόλιγνο 35χρονο αναγνωρισμένο φωτογράφο και εικαστικό του δρόμου, που δεν αποχωρίζεται τα σκούρα γυαλιά και το καπέλο του, θυμίζοντάς της τον Γκοντάρ στα νιάτα του.

Σ΄ ένα συναρπαστικό οδοιπορικό, με το αυτοκινούμενο φωτογραφικό στούντιο του JR, αναζητούν εξωτερικές επιφάνειες που θα φιλοξενήσουν γιγάντια τυπωμένα πορτρέτα, πάνω στη βασική ιδέα πως η ιστορία ενός τόπου αποτελείται απ’ τις ιστορίες των κατοίκων του. Το χρονικό αυτής της κινηματογραφικής περιπέτειας καταγράφεται με το απαράμιλλο στυλ της Βαρντά, στο ευφάνταστο ντοκιμαντέρ της Πρόσωπα και Ιστορίες, που αποτυπώνει παράλληλα το αυτόπορτρέτο της επί τω έργω.

 

* * *

 

Σε μια εποχή όπου η ανεργία θερίζει και η εργασία υποβιβάστηκε σε απασχόληση, η ιέρεια της νουβέλ βαγκ ανακαλεί καταστασιακά κατάλοιπα μιας αγωνιστικής εποχής, όπου επικρατούσε το κοινωνικό νόημα στην τέχνη και επιλέγει να προσεγγίσει εργατιά και αγροτιά, καταγράφοντας αναπάντεχες καταστάσεις. Με σύνθημα «η φαντασία να ενεργοποιήσει τη δημιουργικότητα», καθημερινοί άνθρωποι μιλάνε μπροστά στο φακό για τα επαγγέλματά τους και μοιράζονται ιδέες και δρώμενα, συμμετέχοντας σε ένα πείραμα για την αλληλεπίδραση της τέχνης, σε μια διαρκή ανταλλαγή εικόνων και ιστοριών μιας ευρύτερης αφήγησης που συσχετίζει πρόσωπα και χώρους, κινητοποιώντας τη συλλογική μνήμη.

Στις γιγάντιες ασπρόμαυρες εκτυπώσεις κόβεται συχνά το περίγραμμα της φωτογραφημένης πόζας, ώστε να αγκαλιάζει ταιριαστά το σχήμα της επιφάνειας όπου θα κολληθεί, ανάμεσα από ανοίγματα και κάγκελα. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με τη φωτογράφηση του μοντέλου μπροστά από την αφισοκολλημένη φωτογραφία του, ανακαλώντας τη μαγική διάσταση εγκιβωτισμού στα φράκταλς.

Αυτό το χαρούμενο καλλιτεχνικό δρώμενο, κινηματογραφημένο διά χειρός Βαρντά, αποκτά δεύτερο επίπεδο με την εκτός κάδρου αφήγηση της ώριμης ντοκιμαντερίστριας, γεμάτη από συνειρμικές σκέψεις, προσωπικές αναμνήσεις και υπαρξιακούς σχολιασμούς, σήμα κατατεθέν της δικής της σχολής ντοκιμαντέρ, ατσαλώνοντας σκηνοθετικά το όλο εγχείρημα, με μια βαθύτερη νοηματοδότηση. Η Βαρντά, πλάι στον Κρις Μαρκέρ, ανήκει στη γενιά που χρησιμοποίησε το σινεμά για να παράγει νοηματικές αλληλουχίες που μεταφέρουν υπαρξιακές ανησυχίες. Πέρα από εργαλείο επιστημονικής καταγραφής και πολιτικής καταγγελίας, το ντοκιμαντέρ ανάγεται σε οπτικοακουστικό φιλοσοφικό δοκιμίο, μετουσιώνοντας ενσωματωμένες αφηγήσεις σ’ ένα πολυεπίπεδο κινηματογραφημένο υπερκείμενο, που ενεργοποιεί τη σκέψη. Έτσι, πέρα από την αρχική του παρουσίαση αυτό το ντοκιμαντέρ εγείρει πολυσύνθετους συνειρμούς ως ενεργό αλληλεπιδρόν κοινωνικό σημαινόμενο, γύρω από το ρόλο τέχνης, φωτογραφίας και κινηματογράφου, επιστρέφοντας στο λαό την παραγκωνισμένη σήμερα κοινωνική λειτουργία της τέχνης.

Πρώτος σταθμός, οι ρημαγμένες τούβλινες λαϊκές κατοικίες που στέγαζαν άλλοτε οικογένειες ανθρακωρύχων, σ’ ένα χωριό της βόρειας Γαλλίας. Οι κάτοικοι σπεύδουν να καταθέσουν αναμνήσεις από τους γονείς τους, αλλά και προσωπικές εμπειρίες από τη δική τους δουλειά στα ορυχεία, σε παιδική ακόμα ηλικία.

Το ολόσωμο πορτρέτο ενός αγρότη, που φωτογραφήθηκε μπροστά από την σιταποθήκη του, επικολλήθηκε στην πρόσοψη, ενώ ο ίδιος αναφέρθηκε στη μοναξιά του επαγγέλματος εξαιτίας της τεχνολογίας, αλλάζοντας άρδην την κοινωνική συνθήκη συγχρωτισμού των αγροτών.

Αντίστοιχα, η καταγραφή μιας βιομηχανοποιημένης κτηνοτροφικής φάρμας με κατσίκες χωρίς κέρατα, προς αποφυγή ατυχημάτων επειδή σιτίζονται σε μικρή απόσταση, ενώ ταυτόχρονα αρμέγονται από ειδικά μηχανήματα, αντιπαρατίθεται πεισματικά με μια παραδοσιακή φάρμα, όπου οι κατσίκες αφήνονται να βοσκήσουν ελεύθερες, χωρίς να κινδυνεύουν από τα κέρατά τους.

Κατά την προσέγγιση των ονομαστών για το συνδικάτο τους λιμενεργατών της Χάβρης και θέλοντας να αναδείξουν την εργασιακή ανισότητα που μαστίζει το γυναικείο φύλο,  επιλέγουν να φωτογραφήσουν τρεις απ’ τις γυναίκες τους, δημιουργώντας τρία τεράστια τοτέμ που ανυψώνουν και επικολλούν σε μια πολυώροφη επιφάνεια από κοντέινερς, καταγράφοντας τη διαδικασία με παιχνιδιάρικη διάθεση σε αξελερέ.

Η εικόνα μιας ντροπαλής γκαρσόνας, με λουλουδάτο φόρεμα και παρασόλ, φωτογραφήθηκε ξυπόλυτη σε ρομαντική πόζα και η εικόνα της  τοποθετήθηκε με ευφάνταστο τρόπο σε ένα γωνιακό κτίριο, απέναντι απ’ το τοπικό καφενείο όπου εργαζόταν, αποτελώντας αναπάντεχα την καλλιτεχνική ατραξιόν της περιοχής. Το ενδιαφέρον των τουριστών να απαθανατίσουν φωτογραφικά σε σέλφις το γιγάντιο πορτρέτο της, αποτελεί σχόλιο για τα συμπτώματα μαζικής συμπεριφοράς των χρηστών της κοινωνικής δικτύωσης.

Σε ένα μικρό νεκροταφείο στη μέση του πουθενά, το καλλιτεχνικό δίδυμο επισκέπτεται με συγκίνηση τον τάφο του Γάλλου φωτογράφου Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν, πρωτοπόρου εκφραστή της λεγόμενης φωτογραφίας του δρόμου, τιμώντας τη μνήμη του.

 

* * *

 

Φωτογράφος αρχικά η Βαρντά, στο μοντάζ που φέρει τη δική της υπογραφή περιλαμβάνει και παλιότερες φωτογραφίες της, με τις ιστορίες τους. Μια από αυτές, θα επικολληθεί στην ογκώδη επιφάνεια ενός παλιού τσιμεντένιου μπλοκ, λοξά πεσμένου καταμεσής σε μια ερημική παραλία της Νορμανδίας. Η αδυσώπητη όμως δύναμη της θάλασσας θα το εξαφανίσει, τονίζοντας το εφήμερο της βραχύβιας τέχνης του δρόμου, που λειτουργεί μονάχα στο παρόν, σε αντίθεση με τη μνημειώδη τέχνη.

Ο JR αποτίνει τρυφερά φόρο τιμής στη Βαρντά, φωτογραφίζοντας στοργικά τα κουρασμένα μάτια της και επικολλώντας την υπερμεγέθη αφίσα τους σε βυτιοφόρα βαγόνια τρένων, για να ταξιδέψουν όπου εκείνη δεν μπορεί πλέον να πάει, δημιουργώντας αλλόκοτη σουρεαλιστική αισθητική, που ξεπηδά σαν από πίνακες του Νταλί. Υπογραμμίζεται έτσι και το κατεξοχήν εργαλείο της οπτικής δουλειάς ενός φωτογράφου ή ενός κινηματογραφιστή, ενώ η έννοια της όρασης συνδιαλέγεται με την οπτική διάσταση του σινεμά και της φωτογραφίας. Καταγράφοντας μάλιστα στιγμιότυπα από οφθαλμολογική επέμβαση της ηλικιωμένης σκηνοθέτριας, συσχετίζει την εκφυλισμένη απ’ τα γηρατειά όρασή της, με μερικά ανετάριστα πλάνα, παραπέμποντας στον φλου τρόπο που βλέπει πλέον η Βαρντά, αναφορικά με τον τρόπο αντίληψης πραγματικότητας και τέχνης.

Τη μουσική του ντοκιμαντέρ συνέθεσε ο Ματιέ Τσεντίτ, ο επονομαζόμενος και Μ, που σε γαλλική ανάγνωση αντηχεί όπως το ρήμα αγαπώ, συνταιριάζοντας στους παιχνιδιάρικους συνειρμούς νοσταλγικά βαλς με ακορντεόν και μπλουζ ρυθμούς με κιθαριστικές πινελιές.

Μην χάσετε αυτό το πρωτότυπο και εμπνευσμένο ντοκιμαντέρ, γεμάτο χαρούμενες εκπλήξεις, χάρη στη δημιουργική φαντασία των συντελεστών.

 

 

 

INFO

Στα πλαίσια ειδικών προβολών βωβών ταινιών συνοδεία ζωντανής μουσικής στο Αλκυονίς (Ιουλιανού 34, πλ. Βικτωρίας), την Τρίτη 20/3/2018 θα προβληθεί η ταινία Νοσφεράτου, μια συμφωνία του τρόμου (Φ. Μουρνάου/1922) με τον Αναστάση Φιλιππακόπουλο στο πιάνο. Είσοδος 7 ευρώ.

 

 

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!