Θολώσανε τα μάτια μου και δε θωρώ το δρόμο.
Το τρίτο ημισφαίριο
Καλό θα ήταν για τους φίλους μας που θέλουν να λέγονται άνθρωποι και να ανήκουν στον πολιτισμένο κόσμο, να υπενθυμίζουμε αδιάκοπα και φορτικά, ενδεχομένως, ορισμένες απλές αλήθειες. Αλήθειες που τις παραμερίζουμε με πολλή ευκολία, καθώς ζούμε όπως να ’ναι και μας παρασύρουν, γι’ αυτό, οι μικρότητες της πλάνης και της αγριότητας. Έχουμε, λοιπόν, και λέμε.
Οι Γερμανοί στρατιώτες, οπλισμένοι σαν αστακοί, σκότωναν, έκαιγαν και βίαζαν αδύναμους και ανυπεράσπιστους ανθρώπους. Ως και μωρά στην κούνια τους. Αυτό είναι ναζισμός. Και η πράξη τους βαρβαρότητα και κτηνωδία. Και η βαρβαρότητα αυτή γίνεται ακόμη πιο φοβερή όταν εκείνοι που πατούν τη σκανδάλη ή τραβούν έξω την ξιφολόγχη, πιστεύουν πως κάνουν κάτι ωραίο και σημαντικό: πως ωφελούν, φερ’ ειπείν, την πατρίδα τους ή πως προσφέρουν αγαθές υπηρεσίες στην κοινωνία τους. Και αυτή η κτηνωδία φέρνει ανατριχίλα, όταν κάποιοι συνάνθρωποί μας, όχι απαραιτήτως αγράμματοι και αμόρφωτοι, την επικροτούν εγκρίνοντας και επαυξάνοντας!
Το να χτυπά ένας άντρας μια γυναίκα ή να βρίζει και να πιάνει απ’ το αφτί ένα γυφτάκι ή να κλοτσά και να κακοποιεί έναν ζητιάνο ή να στρέφεται, εντέλει, εναντίον κάποιου που δεν έχει πώς να αμυνθεί και με ποιο τρόπο να προστατευτεί, είναι γι’ αυτόν το πιο εύκολο πράγμα. Το εύκολο, ωστόσο, αυτό είναι φασισμός, μια πράξη δηλαδή αυτή καθαυτή ελεεινή, ιδίως όταν την έχει κανείς μπροστά του. Και οι άνθρωποι που την εκτελούν, επίσης, υπάρξεις στερημένες, τραυματισμένες και αξιολύπητες.
Αν οι αρχηγοί, τύπου Χίτλερ αλλά και άλλων της κατηγορίας αυτής, είχαν πάνω τους ελάχιστη τσίπα και ίχνος αντρισμού, θα πήγαιναν να βρουν τους αντάρτες και να αναμετρηθούν μαζί τους, βγάζοντάς τα πέρα μ’ αυτούς, όχι να τους εκβιάζουν και να τους εκδικούνται βασανίζοντας και σκοτώνοντας γέροντες και γυναικόπαιδα. Είναι εφιαλτικό το τοπίο με πρωταγωνιστές τους στρατιώτες εκείνους που επιστρέφουν στη βάση τους, έχοντας αφήσει πίσω τους ερείπια και δολοφονημένα παιδιά. Και γίνεται τρομακτικό όταν οι στρατιώτες αυτοί πιστεύουν πως οι πράξεις τους είναι σπουδαίες και γενναίες. Και έτσι, επηρμένοι, αφηγούνται τα κατορθώματά τους στους γονείς τους, τους φίλους και στα παιδιά τους ακόμη.
Οι όντως ανυπεράσπιστοι, οι ταπεινοί και καταφρονημένοι τούτου του κόσμου έχουν ανάγκη τη συμπαράσταση και τη βοήθεια της οργανωμένης και πολιτισμένης κοινωνίας. Είναι αρκετά και δυσβάσταχτα τα βάρη που περιπλανώμενοι κουβαλούν στις αδύναμες πλάτες τους. Ένα παιδάκι, αντί να βρίσκεται στο σχολείο του ή να παίζει όπως τ’ άλλα παιδιά, ζητιανεύει στους δρόμους. Όποιος το χλευάζει ή το χτυπά και επιχειρεί να του πάρει έστω τις λίγες δεκάρες που κρατά στην παλάμη του, δεν νοείται άνθρωπος. Όμως, ούτε λογίζονται άνθρωποι κι όσοι μένουν ατάραχοι δίπλα του, συνεχίζοντας την ανέμελη ζωή τους. Κι αν τώρα δεν προστατεύσουν αυτό το δυστυχισμένο παιδί, μετά θα ’ναι αργά να προστατεύσουν ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους, όταν θα ’ρθει η δική τους σειρά για να γίνουν ο επόμενος στόχος. Αν, λοιπόν, έχουμε κάποιο ίχνος αξιοπρέπειας και έναν ελάχιστο πολιτισμό πάνω μας κι αν θέλουμε να σώσουμε το παιδάκι που ζητιανεύει και την κοινωνία που αγωνιά, δεν μας μένει παρά να πάμε να πιάσουμε τον παλιάνθρωπο που το εκμεταλλεύεται. Κι αν ολόκληρο το σύστημα δουλεύει κατ’ αυτόν τον τρόπο, με δουλεμπόρους δηλαδή και ζητιάνους, εκείνοι που νοιάζονται πραγματικά για το δίκιο θα πρέπει να στήσουν πόλεμο με τους δουλεμπόρους και το σύστημα που οι ίδιοι έφτιαξαν. Όχι με τους ζητιάνους, τους μετανάστες κι όσους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα.
Γιατί πρέπει να είναι κανείς ηλίθιος αν μένει απαθής μπροστά στη βία του σύγχρονου φασισμού. Αν όντως δεν είναι ηλίθιος, τότε σίγουρα παίζει κάποιον ύποπτο ρόλο και υπηρετεί εν γνώσει του τους δουλεμπόρους.
ερευνητής της Ιστορίας του Κομμένου Άρτας