Η κοινωνία είναι παρούσα. Με τεράστιες διαδηλώσεις σε όλες τις μικρές και μεγάλες πόλεις της χώρας, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι, ακυρώνουν με τη στάση τους, την προσπάθεια της κυβέρνησης και συνολικά του πολιτικού συστήματος να κρύψει τη συνενοχή και τις ευθύνες πίσω από το «ατομικό λάθος» και το «φταίμε όλοι». Στους δρόμους εκφράζεται η πάνδημη θλίψη και η οργή για το έγκλημα στα Τέμπη. Η πεποίθηση της κοινωνίας, ότι αν δεν κάνουμε κάτι, οι «ακαταδίωκτοι» κρατούντες θα κουκουλώσουν τις ευθύνες τους και γι’ αυτό το έγκλημα όπως για τόσα άλλα. Η βίαιη συνειδητοποίηση πως το ρήμαγμα της χώρας και η απαξίωση των υποδομών δεν πάει άλλο, αφού πλέον θέτει καθημερινά υπό αμφισβήτηση την ίδια την ασφάλεια και τη ζωή μας. Η αυθόρμητη και ακηδεμόνευτη αυτή στάση του ελληνικού λαού τρομάζει την κυβέρνηση, που βλέπει τη πολιτική και εκλογική φθορά της να μεγαλώνει, αλλά και όλο το πολιτικό σύστημα, που καταλαβαίνει πως τα θέλω και οι ανάγκες αυτού του κόσμου ξεπερνάνε και αμφισβητούν όλα τα υπαρκτά πολιτικά σχέδια ανακύκλωσης του ίδιου αδιέξοδου καθεστώτος που διαλύει την χώρα.
Η θλίψη, μετατρέπεται σε έκφραση (βουβής πολλές φορές) οργής και αποφασιστικότητας. Οι στιγμές είναι οριακές και κρίσιμες για τη συνείδηση που διαμορφώνεται στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. Η ίδια η τραγικότητα και η σφοδρότητα του δυστυχήματος και των δεκάδων χαμένων ψυχών, η τραγική επιβεβαίωση της διάλυσης των υποδομών της χώρας, αλλά και οι εκ των υστέρων χειρισμοί ενός αποτυχημένου και συνένοχου πολιτικού συστήματος, ξέχειλο από αλαζονεία και κροκοδείλια δάκρυα, που προσπαθεί να αποποιηθεί των ευθυνών του και εμφανίζει γυμνό το σύνολο των αδιεξόδων με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο ελληνικός λαός. Ο οποίος καλείται να τα υπερβεί με όρους ενστίκτου και βιωσιμότητας της ίδιας της υπόστασής μας ως κοινωνίας πλέον.
Και όμως κινείται!
Αυτό που μοιάζει να τροποποιεί το κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό τις τελευταίες ημέρες είναι η ίδια η αυθόρμητη κινητοποίηση της κοινωνίας. Και εκεί που όλοι είχαν αποφανθεί ότι ως κοινωνία τείνουμε να συνηθίσουμε τον θάνατο (πανδημία, δολοφονίες γυναικών, πυρκαγιές κ.ά.) και τη, διαρκώς εκπεμπόμενη από τα ΜΜΕ, διάχυτη κοινωνική φρίκη. Εκεί που οι ελίτ πόνταραν στην παθητικοποίηση και τον κατακερματισμό της κοινωνίας, με την αποδοχή της «νέας κανονικότητας» της διαρκούς απόρριψης, έρχεται ένα τραγικό γεγονός να αποδείξει ότι αυτή η κοινωνία έχει ακόμη «σφυγμό».
Η συμμετοχή στις κινητοποιήσεις των τελευταίων ημερών, με αποκορύφωμα τις διαδηλώσεις της Τετάρτης 8 Μάρτη, είναι πάνδημη. Η λαϊκή κοσμοπλημμύρα δίνει τον τόνο. Στην Αθήνα, η ίδια η μαζική παρουσία του κόσμου, συνένωσε στην πράξη τα (συνήθη) ξεχωριστά καλέσματα συνδικαλιστικών φορέων και αριστερών οργανώσεων, σε μια μεγάλη συγκέντρωση με επίκεντρο τη Βουλή. Στη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και μια σειρά άλλες πόλεις, το πένθος (με τις κηδείες των νεκρών να διεξάγονται αυτές τις μέρες) συνυπάρχει με την απαίτηση για τιμωρία των υπευθύνων, σε μαζικότατες συγκεντρώσεις παλλαϊκού χαρακτήρα. Σε δεκάδες μικρές και μεγάλες πόλεις της επαρχίας, χιλιάδες άνθρωποι βγήκαν στον δρόμο, σε κινητοποιήσεις που είχαμε να δούμε πάνω από μια δεκαετία, δείχνοντας ότι η οργή του κόσμου δεν μπορεί εύκολα να συγκρατηθεί. Ακόμα και σε μικρά και σε απομακρυσμένα νησιά όπως η Κάρπαθος και το Καστελόριζο, στις εσχατιές της Ελλάδας, οι πολίτες έδωσαν το παρών.
Συγκινητική είναι η συμμετοχή των νέων ανθρώπων. Μαθητών και φοιτητών που βλέπουν συνομηλίκους τους να χάνουν τη ζωή τους τόσο άδικα. Αρκετοί είχαν γνωστούς, φίλους, συμφοιτητές μέσα στο μοιραίο τραίνο. Όλοι βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτή την τραγωδία, καθώς κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να έχει συμβεί στο παρελθόν ή να συμβεί στο μέλλον όσο συνεχίζεται η απαξίωση και το ρήμαγμα. Είναι οι νέες και οι νέοι, που μεγάλωσαν μέσα στην κρίση, που η επισφάλεια είναι η μόνη πραγματικότητα που έχουν γνωρίσει. Για πολλές και πολλούς οι πορείες αυτών των ημερών είναι οι πρώτες κινητοποιήσεις στις οποίες συμμετέχουν, αναγνωρίζοντας στην πράξη τη δυνατότητα να χτιστεί ένα νέο «Εμείς», για τη νέα γενιά και την κοινωνία συνολικότερα. Στα αυτοσχέδια πανό και πλακάτ που κρατάνε στα χέρια τους, αλλά και στους μεταξύ τους διαλόγους ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνυπάρχει η οργή αλλά και η απογοήτευση για τη χώρα στην οποία μεγαλώνουν, το συναίσθημα και η πηγαία ανθρωπιά με τη στοχοποίηση των ενόχων, από τον Μητσοτάκη και την κυβέρνηση μέχρι τη δικαιοσύνη (που και πάλι είναι εμφατικά απούσα) και τους δημοσιογράφους.
Οι οργανωμένες δομές του όποιου κινήματος δεν χωράνε την οργή και τα θέλω αυτού του κόσμου. Τόσο οι «συστημικές» με τη ΓΣΕΕ απούσα να οργανώνει ατάραχη το συνέδριο της στο Καβούρι όσο και οι «ριζοσπαστικές» που προσπαθούν να χωρέσουν τη διάθεση της κοινωνίας για διαμαρτυρία στα «παντός καιρού» συνθήματα και μορφές αγώνα που επιβάλουν. Τα αιτήματα για τιμωρία του συνένοχου πολιτικού συστήματος, η απαίτηση «να φύγουν» όσοι μαυρίζουν τις ζωές μας, η θέληση (έστω και πρωτόλεια) να τα αλλάξουμε επιτέλους όλα σε αυτή τη χώρα, απουσιάζουν από τα κεντρικά πανό, τους λόγους στις εξέδρες, τα συνθήματα. Ο ορίζοντας στενεύει επικίνδυνα και μένει πίσω από όσα αυθόρμητα θέτει ο κόσμος, όταν γίνεται αίτημα για ψήφους και εκλογική διέξοδο ή μένει μόνο στα «κέρδη των καπιταλιστών» και τις «ιδιωτικοποιήσεις», κλείνοντας τα μάτια στη συνολική κατάρρευση και στη διάλυση της χώρας που γεννά όλο και πιο συχνά τραγωδίες.
Παρ’ όλα όσα, ο κόσμος παρακάμπτει το μούδιασμα και το μπλοκάρισμα. Δεν ακούει τα αδιέξοδα λόγια των κομμάτων. Ήδη έχει καταφέρει να ρίξει στον κάλαθο των αχρήστων τα (ακριβοπληρωμένα σε συμβούλους) επικοινωνιακά κόλπα της κυβέρνησης. Τους επιστρέφει τη «συλλογική ενοχή», λέγοντας πως «Ναι, φταίτε όλοι, και αυτή τη φορά πρέπει κάποιοι να τιμωρηθούν». Η βίαιη συνειδητοποίηση και ωρίμανση της κοινωνίας, μέσα από ένα δυστύχημα-προδιαγεγραμμένο έγκλημα, που βιώθηκε ως συλλογική τραγωδία ενός ολόκληρου λαού, δείχνει ότι υπάρχει η δυνατότητα της οικοδόμησης ενός ρεύματος που θα επιβάλει μια εναλλακτική πορεία για τη χώρα, κόντρα στη γενικευμένη διάλυση κάθε στοιχείου που μας συνέχει ως κοινωνία, κόντρα στο πλιάτσικο των ελίτ, την απαξίωση των ζωών μας, κόντρα στην εμπέδωση ότι αυτή είναι η μοίρα του πολίτη στην αποικία Ελλάδα και ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει.
Λαός ενωμένος
«Θα επιμείνω όμως ότι όσο σημαντικό είναι να δώσουμε χώρο στη θλίψη και την οργή, άλλο τόσο δεν πρέπει να επιτρέψουμε αυτή να γίνει σπίθα ενός νέου διχασμού, γιατί είναι και αυτός μία όψη ενός νομίσματος που η χώρα έχει πληρώσει πολύ ακριβά.»
Κ. Μητσοτάκης, ομιλία στο υπουργικό συμβούλιο (9/3/2023)
Τολμά και μιλά για διχασμό ο Κ. Μητσοτάκης, ο πρωθυπουργός μιας κυβέρνησης, που έχει κάνει το «διαίρει και βασίλευε» βασική στρατηγική επιβολής της αποτυχημένης πολιτικής του. Από το «ψεκασμένοι» εναντίον «ορθολογιστών» και «κοινωνικά υπεύθυνων», στο «εθνολαϊκιστές» εναντίον «αρίστων», από το «βαριοπούλα» εναντίον «βιβλιοθήκης» και τόσα άλλα διχαστικά σχήματα, η κυβέρνηση, και σύσσωμη η πολιτική ελίτ της χώρας, επέβαλε εδώ και χρόνια, πολλούς μικρούς και μεγάλους εμφύλιους μέσα στην ελληνική κοινωνία, γιγαντώνοντας υπαρκτούς ή και πλαστούς διαχωρισμούς για να καταστείλουν κάθε δυνατότητα έκφρασης της κοινωνίας. Και σε μεγάλο βαθμό το κατάφεραν, παθητικοποιώντας μεγάλο μέρος της κοινωνίας, κερδίζοντας πολιτικό χρόνο για να ξηλώσουν δικαιώματα και να κουρελιάσουν τη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια των πολιτών.
Σήμερα ο πρωθυπουργός έρχεται να μιλήσει για τον κίνδυνο του «διχασμού» και να καλέσει σε ενότητα. Γιατί φοβάται ότι η πραγματική ενότητα του λαού, δεν χωράει αυτόν και το σύστημα που εκπροσωπεί. Σήμερα η κοινωνία μοιάζει πιο ενωμένη από κάθε άλλη στιγμή της τελευταίας τουλάχιστον δεκαετίας. Αναγνωρίζει με πρωτοφανή ομοφωνία ποιοι είναι οι υπαίτιοι για την διάλυση της χώρας. Συνειδητοποιεί ότι χρειάζονται ριζικές τομές στον τρόπο που συγκροτούμαστε ως κοινωνία και ως κράτος αν θέλουμε να συνεχίζουμε να υπάρχουμε ως τέτοια. Αντιλαμβάνεται (όσο και αν προσπαθούν να την πείσουν ότι αυτό δεν αλλάζει γιατί έτσι είναι η «Ελλαδίτσα») πως όσο δεν τελειώνουμε με τα λαμόγια, τους ημέτερους, την ατιμωρησία και συνολικά τον τρόπο που οι «άριστοι» και η ελίτ έχουν χτίσει το σύνολο της πολιτείας και του κράτους ως εργαλείο επιβολής της επί της κοινωνίας, τόσο θα συνεχίζει η ζωή μας να φτηναίνει και οι καταστροφές να πολλαπλασιάζονται. Χωρίς καν να συζητήσεις, βλέπεις στο βλέμμα των πολλών αυτό το εμφατικό «φτάνει πια».
Αυτή τη βουβή οργή φοβούνται οι κυβερνώντες και όλο το πολιτικό σύστημα και προσπαθούν να πολεμήσουν το «Εμείς ο λαός» που κάνει τις τελευταίες μέρες την εμφάνισή του, επιδιώκοντας να σπείρουν την απογοήτευση και τη συλλογική ενοχή για τα δικά τους εγκληματικά λάθη.