Δίπλα στους διάσημους Φράνσις Φορντ Κόπολα, Μπράιαν ντε Πάλμα και Μάρτιν Σκορτσέζε, ο 72χρονος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Πολ Σρέιντερ ανήκει στη γενιά των θεμελιωτών του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά (Σίντνεϊ Πόλακ, Μάικλ Τσιμίνο κ.ά.), με τα καλογραμμένα μυθοπλαστικά σενάρια κοινωνικής κριτικής και τους στιβαρούς ανθρωποκεντρικούς χαρακτήρες, στον προοδευτικό απόηχο της ταραγμένης δεκαετίας του ’60.
Επηρεασμένος από την καλβινιστική θρησκευτική παιδεία της ολλανδικής καταγωγής οικογένειάς του, ο Σρέιντερ ακολούθησε αρχικά θεολογικές σπουδές, πριν ασχοληθεί με τον κινηματογράφο ως κριτικός και στη συνέχεια σεναριογράφος και σκηνοθέτης, τολμώντας να θίξει κινηματογραφικά πληθώρα θεμάτων, σε μια μεταβατική εποχή, με αναφορές σε κομβικούς σκηνοθέτες (Μπρεσόν, Ντράγιερ).
Σε δικής του έμπνευσης ευρηματικό σενάριο και επεξεργασμένη κινηματογράφηση, ο Σρέιντερ εντυπωσιάζει με την αριστουργηματική νέα ταινία του Ακρότητες.
***
Ο 46χρονος Έρνστ Τόλερ (Ίθαν Χοκ), πρώην στρατιωτικός και νυν αιδεσιμότατος της Μεταρρυθμιστικής Εκκλησίας σε μια επαρχιακή κωμόπολη, αναζητώντας λύτρωση για το χαμό του γιου του στο μέτωπο, αποφασίζει να τηρήσει συστηματικά ημερολόγιο, με όλες τις μύχιες σκέψεις του. Η νεαρή έγκυος Μαίρη (Αμάντα Σέιφριντ) του ζητά να μεταπείσει τον καταθλιπτικό ακτιβιστή οικολόγο σύζυγό της, που θεωρεί λάθος τη γέννηση ενός παιδιού σε έναν κατεστραμμένο κόσμο. Ο ισχυρός και φιλάνθρωπος βιομήχανος Μπαλκ, βασικός χορηγός της Εκκλησίας, δυσαρεστείται από το τελετουργικό σκόρπισμα της στάχτης ενός αυτόχειρα, που διεκπεραιώνει ο Τόλερ, σε χώρο τοξικών αποβλήτων, με μουσική υπόκρουση τραγούδι διαμαρτυρίας του Νιλ Γιάνγκ.
Οι Ακρότητες του Σρέιντερ παρουσιάζουν ομοιότητες με το δράμα Το ημερολόγιο ενός εφημέριου (1951) του Ρομπέρ Μπρεσόν, όπου ένας ιδεαλιστής ιερωμένος στη γαλλική επαρχία καταλήγει άρρωστος, αμφιταλαντευόμενος για την πίστη του.
Όπως και στον Ταξιτζή (Σκορτσέζε / 1976), σε σενάριο Σρέιντερ, όπου εμφανίζονται σε εκτός κάδρου αφήγηση οι βαθύτερες σκέψεις ενός απογοητευμένου ήρωα που οδηγείται από την περιφρόνηση της κοινωνίας στον εξτρεμισμό, έτσι και στις Ακρότητες, ο Τόλερ αναπτύσσει σε εκτός κάδρου αφήγηση τους απόκρυφους εξομολογητικούς στοχασμούς του, από το ημερολόγιο. Αυτή την αυστηρή άσκηση προσπαθεί να ακολουθήσει επί δώδεκα μήνες, ως επιβεβλημένη προσευχή. Σταδιακά γίνεται αντιληπτό ότι γράφει σε κατάσταση παραληρήματος, πνίγοντας τον καημό του στο αλκοόλ. Οι βραδινές σκηνές περιπλάνησης στην πόλη, όπου ο Τόλερ γίνεται μάρτυρας βίαιου ξυλοδαρμού, σηματοδοτούν τη διαφθορά και την κοινωνική παρακμή, στρέφοντας τον αυτοκαταστροφικό, στα όρια μαζοχισμού, ήρωα να ενορχηστρώσει μια τελεσίδικη πράξη λύτρωσης, ανακαλώντας τον εξτρεμισμό στην κραυγή απόγνωσης του Ταξιτζή, θυμίζοντας και την τελετουργική αυτοχειρία στην ταινία του Σρέιντερ Μισίμα (1985).
Σε μια αντίστοιχη σκηνογραφική λιτότητα με τον άδειο χώρο στον Ντράγιερ, ο Σρέιντερ υιοθετεί κι αυτός απέριττη αισθητική, σε μια μοναστική προσέγγιση εμμονικής αυτοσυγκράτησης του προτεσταντισμού, με τον Τόλερ τοποθετημένο να γράφει στο βάθος, ενώ τον κενό χώρο στο πρώτο πλάνο καταλαμβάνει ένα άδειο δωμάτιο. Οι εκτός κάδρου εξομολογήσεις του συνταιριάζονται με πλάνα από τη σκοτεινή κατοικία του, αντανακλώντας θρησκευτική καταπίεση, ενώ το άψογα στρωμένο κρεβάτι υποδηλώνει στρατιωτική πειθαρχία. Ενίοτε, οι αφηγήσεις συνδυάζονται με καθημερινές εικόνες που μαρτυρούν τη μοναξιά του, όταν τρώει μοναχός του πρωινό στο μισοσκόταδο ή υποφέρει, ανακαλύπτοντας αίμα στα ούρα, σημάδι της προχωρημένης φθοράς της υγείας του.
Γεμάτη μετωπικά και συμμετρικά πλάνα, η ταινία δείχνει σε προφίλ στην τραπεζαρία τον Τόλερ με την πρώην γυναίκα του να πίνουν καφέ, αντικριστά στο τραπέζι, σε καρτεσιανή τοποθέτηση ενός αυστηρού ορθογώνιου συστήματος αξόνων, που παραπέμπει στην οργανωμένη τάξη της προτεσταντικής αντίληψης. Τα μετωπικά πλάνα του Σρέιντερ εμπεριέχουν και σουρεαλιστικά στοιχεία, όπως το περίεργο φωτιστικό-μάτι, που πλαισιώνει τον ίδιο στη μια άκρη του καναπέ, έχοντας συμμετρικά στην άλλη άκρη την Μαίρη.
Χειμωνιάτικοι φωτισμοί επικρατούν στις μουντές, σχεδόν μονοχρωματικές αποχρώσεις γκρι και καφέ, ενώ παρουσιάζονται και έντονα κοντράστ, με τον Τόλερ να βαδίζει στο λευκό χιόνι, ντυμένος με μαύρο παλτό.
Ανάμεσα σε ψυχολογικό θρίλερ και υπαρξιακό δράμα, χτίζεται μια μακάβρια ατμόσφαιρα, με την αρχική απουσία μουσικής, που μετά το κομβικό σημείο όπου ο Τόλερ ξεκαθαρίζει πράξεις και συνέπειες, εξελίσσεται στην ιντάστριαλ ηλεκτρονική μουσική του Lustmord, του 54χρονου Ουαλού πειραματικού ντάρκ άμπιεντ συνθέτη Μπράιαν Γουίλιαμς, με τον υπόκωφο βόμβο να ακολουθεί προειδοποιητικά κάθε σκοτεινή σκέψη του ήρωα, προοιωνίζοντας ενδεχόμενη καταστροφή. Η χρήση συγκεκριμένων γκόσπελ, που ακούγονται ζωντανά, πότε έρχονται σε ειρωνική αντίφαση και πότε συνάδουν με στίχους όπως «στηρίζομαι στα χέρια του θεού», στην αριστουργηματική τελική σκηνή του αιώνιου φιλιού, στη μοναδική κυκλική κινηματογράφηση της ταινίας, σε αντίθεση με την αυστηρότητα των προηγούμενων πλάνων.
***
Η ονοματολογία φορτίζεται θρησκευτικά. Ο χαμένος γιος του Τόλερ ονομάζεται Γιόζεφ, νιτσεϊκή αναφορά και στην κλονισμένη πίστη του πρωταγωνιστή, ενώ η έγκυος Μαίρη, εκτός από σπάνια αναφορά εγκύου που παραμένει ερωτεύσιμη, παραπέμπει στην εικόνα της εγκυμονούσας Παναγιάς, αιώνιο σύμβολο γονιμότητας και ελπίδας, αναφορά και στην ταινία του Ταρκόφσκι Νοσταλγία (1983), όπου απεικονίζεται η Madonna del Parto (1460) του Πιερό ντελλά Φραντσέσκα, σε μια ταινία-σταθμό και για τη μεταφυσική σκηνή ανύψωσης κατά την ερωτική συνεύρεση, που ισοδυναμεί με θεϊκή πράξη. Αντίστοιχα, ο Σρέιντερ στην ταρκοφσκικής έμπνευσης εκστατική σκηνή της αποκαλυπτικής ερωτικής εμπειρίας του πρωταγωνιστή, με ρίζες από το πειραματικό ψυχεδελικό σύμπαν του Κιούμπρικ όσο και από τους εικαστικούς φιλοσοφικούς συνειρμούς οικολογικής ευσυνειδησίας του Κογιανισκάτσι (1982 / Γκόντφρεϊ Ρέτζιο), δημιουργεί τη δική του μαγική ανύψωση, συμβολίζοντας τη μετουσίωση της ερωτικής ένωσης, με φόντο εικόνες έναστρου ουρανού, εναέριες λήψεις από χιονισμένες βουνοκορφές και απάτητα παρθένα δάση, που ορίζουν το μεγαλείο της φύσης έναντι της καταστροφικής ανθρώπινης παρέμβασης, συνοδεία ηλεκτρονικής άμπιεντ.
Στη σκηνή όπου ο Τόλερ σερβίρει συσσίτιο σε άπορους, δεσπόζει με απαράμιλλη ειρωνεία μια μεγάλη αμερικάνικη σημαία στον τοίχο. Στα πλαίσια της τουριστικής ξενάγησης στιγματίζεται και η ανοχή της σκλαβιάς στην αμερικάνικη κοινωνία, με την αποκάλυψη ότι στην υπόγεια καταπακτή της εκκλησίας κρύβονταν σκλάβοι δραπέτες.
Ο Τόλερ συχνά προβάλλει εδάφια από θρησκευτικά κείμενα, αναφερόμενος στο φιλοσοφικό δίπολο Ελπίδα και Απόγνωση, σκιαγραφώντας τις αντιθετικές έννοιες που συνθέτουν την ίδια τη ζωή και διατέμνουν ολόκληρη την ταινία. Μέσα από αντιπαραθέσεις σε συζητήσεις, αναπτύσσονται πολιτικοί προβληματισμοί γύρω από τα σκάνδαλα της ανακύκλωσης και τις μη αναστρέψιμες βλάβες του περιβάλλοντος, θεματικές που σπάνια θίγονται πλέον.
***
Στα χνάρια των εσχατολογικών ταινιών των Μίκαελ Χάνεκε και Μπέλα Ταρ, ο Σρέιντερ, σκηνοθέτης της τελευταίας γενιάς των ονειροπόλων που έζησαν την ελπίδα μιας εφικτής ουτοπίας, μέσα από αυτό το αριστουργηματικό ουμανιστικό δράμα οσμίζεται τη δυσοίωνη πορεία της ανθρωπότητας από τις συνέπειες της απάθειας, συνδέοντας σε μια αδιαίρετη αρμονική ενότητα φύση, περιβάλλον και άνθρωπο και προτείνει τη λύτρωση μέσα από τον έρωτα και την έλευση ενός αγέννητου παιδιού, δηλαδή την επιστροφή στον ίδιο τον άνθρωπο, σε μια ταινία-ύστατη κραυγή ελπίδας.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com
INFO
– Με λύπη και απογοήτευση διαπιστώνουμε πως η αριστουργηματική ταινία Ακρότητες, που πέρασε απαρατήρητη ανάμεσα σε πλειάδα ταινιών, μόλις την προηγούμενη βδομάδα, κατέβηκε απροειδοποίητα. Ελπίζουμε να την δούμε σύντομα ξανά, σε κάποιο σινεφίλ θερινό σινεμά.
– Στα πλαίσια του κινηματογραφικού αφιερώματος «50 χρόνια από τον Μάη του ’68», στην ταράτσα του Φιλοπρόοδου Ομίλου Υμηττού, τη Δευτέρα 18/6/2018 στις 21:00 θα προβληθεί με ελεύθερη είσοδο η ταινία Η Μεγάλη Ανατριχίλα (1983) του Λόρενς Κάσνταν και θα ακολουθήσει συζήτηση.