του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου
«Έχουμε αποφασίσει να χάσουμε,
πάμε σε προγραμματισμένη εκτέλεση»
Γιώργος Αϋφαντής, συνέντευξη στο militaire.gr
1 Όταν η εξωτερική πολιτική μιας χώρας ασκείται χωρίς εθνική αυτοπεποίθηση, χωρίς γεωπολιτική προοπτική, χωρίς όραμα και εθνική στρατηγική, αλλά κυριαρχείται από μια «σώφρονα εθνική αυτοσυγκράτηση», φοβικά σύνδρομα και την αρχή της «πάση θυσία» αποφυγής του πολέμου με μια, αναθεωρητική και διεκδικητική, γειτονική χώρα∙ όταν η ένταξη σε μια συμμαχία δεν αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην αποτελεσματικότερη προάσπιση του εθνικού συμφέροντος, αλλά κυριαρχείται από το συμφέρον της συμμαχίας, ενώ μάλιστα απειλείται από έτερο μέλος της συμμαχίας, η οποία τηρεί μια υποκριτική «ουδετερότητα», αν όχι μεροληπτικότητα, καλώντας τα μέρη, δηλαδή τον θύτη και το θύμα, να «τα βρουν», χάριν της «σταθερότητας της συμμαχίας» και της «ειρήνης στην περιοχή»· όταν η δυσβάσταχτη οικονομική θυσία του λαού για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων και την ενίσχυση της αποτρεπτικής τους ισχύος αντί να υπηρετεί πρωτίστως τις πραγματικές αμυντικές ανάγκες της χώρας, όπως αυτές προσδιορίζονται αμείλικτα από την γεωγραφική ιδιομορφία της «ελληνικής πολυνησίας» και την εκπόνηση, μιας νέας αμυντικής στρατηγικής, αξιοποιώντας τις νέες, σύγχρονες «έξυπνες» τεχνολογίες, όπως είναι τα drones και τα συναφή ρομποτικά συστήματα, όπλα φθηνά και θαυματουργά όπως καταδείχνει ο εφιάλτης της Ουκρανίας (βλ. σχετικά Κ. Γρίβα, SLpress, 28.02.2023), επαίρεται για την αγορά πανάκριβων, εμφανιζόντων προβλήματα (Ανάστασιος Παπανδρέου, defencereview.gr/f-35-gia-ti-polemiki-aeroporia-anaskopis, 11.06.2023) και ακατάλληλων για δραστηριοποίηση στους ελληνικούς αιθέρες F-35 σύμφωνα με τη γνώμη ειδικών (βλ. σχετικά Χρ. Καπουτση, SLpress, 17.05.2023)∙ όταν έτσι γεννιέται η, όχι αβάσιμη, υποψία μήπως το τρέχον «γιγαντιαίο» εξοπλιστικό πρόγραμμα δεν υπηρετεί αντικειμενικά ή δεν αποσκοπεί τόσο στη βελτίωση της αμυντικής θωράκισης και ενίσχυσης της αποτρεπτικής της ισχύος όσο και κυρίως σε ευρωατλαντικές γεωπολιτικές και γεωοικονομικές προτεραιότητες και στρατηγικές στο πλαίσιο της στοίχισης της χώρας στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», δηλαδή ενός παραπαίοντος και θνήσκοντος μονοπολικού καπιταλιστικού κόσμου· όταν όμως μια χώρα αναθέτει το κύριο βάρος της άμυνας της αλλά τελικώς και της ίδιας της εθνικής υπόστασης και επιβίωσης σε τρίτους, «φίλους», «συμμάχους» και «εταίρους», μάλιστα μετά τη «θλιβερή ιστορία» της απαράδεκτής στάσης του ΝΑΤΟ στην εισβολή του Αττίλα, δίδοντας την δικαιολογημένη εντύπωση, αν όχι παρέχοντας την βεβαιότητα στον αναθεωρητικό γείτονα, ότι, καθώς επιθυμεί διακαώς την αποφυγή ενός πολέμου, είναι έτοιμη, υπό τις «ευλογίες» και «παροτρύνσεις» των «συμμάχων», να δεχθεί έναν ετεροβαρή, επωφελή για τα τουρκικά συμφέροντα, συμβιβασμό, η όλη εξέλιξη του «επανακκινηθέντος διαλόγου» είναι προδιαγεγραμμένη. Το δε, δημιουργηθέν από τους καταστρεπτικούς σεισμούς στην Τουρκία και το δυσθεώρητο κόστος ανοικοδόμησης, «ευνοϊκό κλίμα» για την επανέναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου, συνιστά μια απατηλή, «εικονική πραγματικότητα».
Προς ενίσχυση δε, αυτής της «τεχνητής ευφορίας» και προς αποφυγήν «μικρόψυχων μεμψιμοιριών» και του φόβου για μια αρνητική για τα εθνικά συμφέροντα, έκβαση του διαλόγου, έσπευσε ο πρωθυπουργός να εκφράσει την αισιοδοξία του μετά την συνάντησή του στο Βίλνιους με τον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν. Η «ανώμαλη προσγείωση» στην άτεγκτη πραγματικότητα δεν άργησε να πραγματοποιηθεί με τις δηλώσεις του Ομέρ Τσελίκ, εκπροσώπου του AKP. Έτσι, σύμφωνα με τις δηλώσεις αυτές, στην ατζέντα του διαλόγου πέραν των ζητημάτων των «θαλασσίων ζωνών», θα περιληφθούν και ζητήματα, που υποτίθεται ότι ανήκουν στις ελληνικές «κόκκινες γραμμές» όπως είναι π.χ. η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών –η οποία, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό έχει ατύπως συντελεστεί, «ελέω Ουκρανίας»– και η «τουρκική μειονότητα» στη Θράκη. Μάλιστα προς αποφυγή κάθε παρανόησης για την δυνατότητα μεταστροφή της στάσης της Τουρκίας, παρά τη σχετική προπαγάνδα, καλεί την χώρα να παύσει να πνίγει στο Αιγαίο ανθρώπινες ζωές!
Η σχεδιαζόμενη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διαπραγμάτευση προσομοιάζει με την «διαπραγμάτευση» που διεξάγει το ηττημένο σε έναν πόλεμο μέρος με τον νικητή, με την, παγκοσμίως ίσως, καινοφανή ιδιομορφία ότι η εμφανιζόμενη ως έτοιμη για παραχωρήσεις απτόμενες κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδα, δηλαδή προσιδιάζουσες σε διαπραγμάτευση ηττημένου όχι σε πόλεμο αλλά εν καιρώ μιας επισφαλούς έστω περιόδου ειρήνης
2 Αν δε οι «φαρμακερές» αυτές δηλώσεις συνδυαστούν, α) με τη διατύπωση από τον πρωθυπουργό της «περίεργης» όσο και «καινοφανούς» θέσης ότι τα, συνδεόμενα με τις «θαλάσσιες ζώνες», ζητήματα συνιστούν όχι (τόσο) νομικά, εντασσόμενα στο δίκαιο της θάλασσας, όσο «γεωπολιτικά ζητήματα», και β) με τις δηλώσεις του για ετοιμότητα της χώρας να προβεί σε «υποχωρήσεις» από «κάποιες θέσεις «στο πλαίσιο μιας συμφωνίας και γ) με την «αιδήμονα σιωπή» της κυβέρνησης, και όχι μόνο για το φλέγον ζήτημα της Κύπρου – η οποία έχει προφανώς αφεθεί στην τύχη της τόσο από την ελληνική κυβέρνησης λόγω «μεγάλης απόστασης» από την «Μητέρα Πατρίδα» όσο από τους ευρωπαίους «εταίρους», ιδίως δε τους ΝΑΤΟϊκούς «συμμάχους», οι οποίοι χάριν της Τουρκίας αναφέρουν στους νέους χάρτες τους (regional plans) την Κυπριακή Δημοκρατία διά συντεταγμένων (!), όσο τέλος και από τις κοντόφθαλμες και ηττοπαθείς επιλογές τις ίδιας κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας–, δεν φωτίζουν την ατζέντα του διαλόγου και την εικόνα του νέου οδικού χάρτη. Πολύ δε περισσότερο προμηνύουν τον κίνδυνο συμπερίληψης στο συνυποσχετικό, εφόσον τούτο επιτευχθεί, η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης και για ζητημάτων που, τουλάχιστον σε ρητορικό επίπεδο, εξακολουθούν να κείνται, εκτός διαπραγμάτευσης. Έτσι, επί παραδείγματι, ως ένας, βαπτισμένος σε γεωπολιτικό, «ανεκτός συμβιβασμός» θα μπορούσε να θεωρηθεί αναγνώριση μιας «κλιμακωτής» επέκτασης των χωρικών υδάτων με ταυτόχρονο περιορισμό ή άρση του casus belli, ή συμφωνία για μια σύμπτωση εναέριου χώρου και χωρικών υδάτων στα 8 μίλια ή τέλος, η συμφωνία για μια «δίκαιη μοιρασιά», π.χ. 70 % της Ελλάδας έναντι 30% της Τουρκίας, των «αδέσποτων» νησίδων και βραχονησίδων (για το κρίσιμο αυτό ζήτημα βλ. Κ. Αδάμ, Κυριακάτικη Δημοκρατία, 10.06.2023).
3 Η όλη, όχι πια «σκοτεινή», ιστορία του «νεοεπανακκινηθέντος διαλόγου» με την Τουρκία, και του περίφημου «νέου» οδικού χάρτη συνιστούν μια «αυτοεκπληρούμενη προφητεία» ίσως δε (και) το «χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου». Η σχεδιαζόμενη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας διαπραγμάτευση προσομοιάζει με την «διαπραγμάτευση» που διεξάγει το ηττημένο σε έναν πόλεμο μέρος με τον νικητή, με την, παγκοσμίως ίσως, καινοφανή ιδιομορφία ότι η εμφανιζόμενη ως έτοιμη για παραχωρήσεις απτόμενες κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδα, δηλαδή προσιδιάζουσες σε διαπραγμάτευση ηττημένου όχι σε πόλεμο αλλά εν καιρώ μιας επισφαλούς έστω περιόδου ειρήνης. Μια τέτοια «διαπραγμάτευση» όπου το ένα μέρος δηλαδή η Τουρκία θα εξέλθει οπωσδήποτε κερδισμένη ενώ η Ελλάδα χαμένη, ανεξαρτήτως μεγέθους των απωλειών, αποτελεί ουσιαστικά συνθηκολόγηση, ένα επαίσχυντο συμβιβασμό σε αλλότρια υπερεθνικά, γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πιθανολογούμενης συνθηκολόγησης εντάσσεται και η «εμμονή» για προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης, δηλαδή η ανάθεση σε έναν τρίτο να αποφασίσει για θέματα εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αλλά, ακόμη και αν μοναδικό ζήτημα του διαλόγου παρά πάσαν προσδοκίαν, θα αποτελούσε η χάραξη των θαλάσσιων ζωνών, δηλαδή της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, θα πρέπει να έχει προηγηθεί της προσφυγής η μονομερής επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και συνακόλουθα το «κλείσιμο των κόλπων» και η «υιοθέτηση ευθειών γραμμών βάσης». Διαφορετικά η Ελλάδα θα απεμπολούσε ασκούμενη στην θάλασσα εθνική κυριαρχία και κατ’ επέκταση κυριαρχικά δικαιώματα που εγγυάται από το Δίκαιο της Θάλασσας. Η απευκταία εξέλιξη αυτή δεν θα καθιστούσε απλώς την «εμμονική επίκληση» του διεθνούς δικαίου σε ένα «χονδροειδές ανέκδοτο» τρις χειρότερο εκείνου του επιτελικού κράτους, ένα «διάτρητο πρόσχημα». Πολύ περισσότερο θα αποτελούσε αυτοκτονία (Ι. Μάζης).
Υ.Γ.: Επειδή, άλλωστε, η προσφυγή στη Χάγη θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μεταβίβαση με συμφωνία αναγνωριζόμενης από το Σύνταγμα αρμοδιότητας σε υπερεθνικό οργανισμό για να εξυπηρετηθεί σπουδαίο εθνικό συμφέρον και να προαχθεί η ειρήνη (άρθρο 28, παρ. 2 του Συντάγματος) πράγμα που απαιτεί πλειοψηφία 180 βουλευτών, βλέπε άρθρο μου στον Δρόμο της Αριστεράς, 17.06.2023.