Συνεχίζονται τα πήγαινε-έλα Ελλήνων αξιωματούχων και οι προσπάθειες προσέγγισης με την Τουρκία, εν μέσω προεκλογικής περιόδου και στις δύο χώρες. Το σήμα έχει δοθεί από την αμερικανοΝΑΤΟϊκή ηγεσία και από τις κυβερνήσεις σε Αθήνα και Άγκυρα. «Ήρεμα νερά» μέχρι τις εκλογές και εν συνεχεία όλοι σε ένα τραπέζι για να επικυρωθούν οι, ΝΑΤΟϊκών προδιαγραφών, διευθετήσεις στο Αιγαίο, την Ανατολική μεσόγειο, τα ενεργειακά.
Η Ελλάδα επιμένει στη θετική ατζέντα. Αυτό δείχνουν οι επισκέψεις των υπουργών Ν. Μηταράκη και Ν. Παναγιωτόπουλου, στη γειτονική χώρα, αυτό δείχνει και η αναθέρμανση της συζήτησης για Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ). Ο Έλληνας ΥΠΕΞ Ν. Δένδιας το έθεσε ξεκάθαρα σε συνέντευξή του στον ΣΚΑΙ: «Η Ελλάδα προσέρχεται σε διάλογο με την πάγια αρχή της εξωτερικής πολιτικής: διεθνές δίκαιο, διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Θα ήταν εγκληματικό λάθος η Ελλάδα να μην τείνει χείρα φιλίας ανάλογη της χείρας φίλιας που αυτή τη στιγμή τείνει η Τουρκία. Είναι λίγες οι πιθανότητες να τα καταφέρουμε, άλλα είναι εθνική μας υποχρέωση να το επιχειρήσουμε και εγκληματικό να το αγνοήσουμε». Ενώ σε άλλη συνέντευξη του στην ΕΡΤ, προανήγγειλε εξελίξεις στις σχέσεις με τους γείτονές μας εντός του 2023, κρίνοντας «εφικτή τη μετεκλογική συζήτηση με την Τουρκία» καθώς και την «επίσπευση των διαδικασιών χάραξης ΑΟΖ με την Αλβανία».
ΠΑΡΑ ΤΗΝ προσπάθεια δημιουργίας εικόνας θετικού κλίματος, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς στην ΝΑ Τουρκία και την επανεκκίνηση της διπλωματίας των σεισμών, η Άγκυρα επαναφέρει διαρκώς το σύνολο των παράλογων διεκδικήσεών της σε όλα τα μέτωπα. Υπενθυμίζει με τον τρόπο αυτό ότι δεν είναι διατεθειμένη να προσέλθει ως ισότιμος συνομιλητής στο τραπέζι του διαλόγου, αλλά αντιθέτως θα επιμείνει στο «ανατολίτικο παζάρι» θέτοντας όλο το πλαίσιο διεκδικήσεων της, πατώντας πάνω στα τετελεσμένα που ήδη έχει προκαλέσει η επεκτατική και αναθεωρητική της πολιτική.
Χαρακτηριστικός επ’ αυτού ήταν ο Τούρκος ΥΠΕΞ ,Μ. Τσαβούσογλου, που σε πρόσφατη παρέμβασή του ανέφερε μεταξύ άλλων: «στο Αιγαίο υπάρχει το ζήτημα των νησιών των οποίων η κυριαρχία δεν έχει ακόμη διευθετηθεί, γίνονται οι παραβιάσεις (σ.σ.: από την Ελλάδα) στις οποίες έχω ήδη αναφερθεί, υπάρχει το ζήτημα του εναέριου χώρου που από τα 6 μίλια διεκδικούν τα 10 μίλια, καθώς και το ζήτημα σχετικά με την επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 μίλια. Όλα αυτά τα θέματα είναι ζητήματα διαφορών που δεν επιλύονται εδώ και πολλά χρόνια. Πρέπει να αποφασίσουμε πώς θα τα επιλύσουμε». Και συνέχισε αναρωτώμενος: «θα ασχολούμαστε με κάθε θέμα χωριστά; Όχι, κατά την άποψη μου, πρέπει να τα μιλήσουμε εφ’ όλης της ύλης. Διότι αν λύσουμε το ένα θέμα, στο άλλο θα συνεχιστεί η ένταση». Και συνέχισε λέγοντας πως «θα πάμε σε διεθνές δικαστήριο», προκρίνοντας τη λύση της διαιτησίας του «διεθνούς δικαστηρίου» για την επίλυση των διμερών διαφορών, όπως προτείνουν και αρκετοί εκπρόσωποι των ελίτ και στη χώρα μας.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ πλευρά μπορεί να δηλώνει «συγκρατημένα αισιόδοξη» όμως μοιάζει να επενδύει τα πάντα σε αυτή τη νέα επαναπροσέγγιση. Αυτή η στάση κρύβει πίσω της τις πιέσεις και τις συμβουλές που δέχεται η ελληνική ηγεσία –διακομματικά– από τους συμμάχους στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού που προκρίνουν, στις τωρινές συνθήκες, την «εφ’ όλης της ύλης» διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών στο όνομα της σταθερότητας της Ν.Α. πτέρυγας του ΝΑΤΟ μπροστά στον πόλεμο με την Ρωσία. Η Τουρκία από κράτος ταραξίας διεκδικεί ρόλο ισορροπιστή και περιφερειακής δύναμης. Συνομιλεί με τη Δύση (παζαρεύοντας εξοπλιστικά προγράμματα και νομιμοποίηση των τετελεσμένων στρατιωτικών επεμβάσεων της στο εξωτερικό) και με τη Ρωσία – με την οποία έχει ανοιχτό δίαυλο συνομιλιών όπως δείχνει και η αναμενόμενη επίσκεψη Πούτιν στην Τουρκία στα τέλη Απριλίου για τα εγκαίνια του πυρηνικού εργοστασίου στο Ακουγιού.
Μπροστά σε αυτή τη ΝΑΤΟϊκά υπαγορευμένη στρατηγική η Αθήνα θυσιάζει μια σειρά άλλες δυνατότητες που είχαν εμφανιστεί το προηγούμενο διάστημα και έδειχναν τη δυνατότητα ενός μετώπου χωρών –ευρωπαϊκών (βλ. θέση της Γαλλίας) όσο και μεσογειακών (βλ. Αίγυπτος, Λίβανος κ.α.)– κόντρα στα νεο-οθωμανικά όνειρα της Τουρκίας και τα τετελεσμένα που αυτή επιβάλει (εισβολή και κατοχή στην Συρία, τουρκολιβυκό μνημόνιο κ.ά.). Όπως θυσιάζει και την πολλαπλασιαστική δυναμική μιας στενότερης συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Κύπρου με στόχο την αντίσταση στην τουρκική επιθετικότητα που απειλεί σε όλα τα πεδία την ίδια τη βιωσιμότητα του Ελληνισμού. Μια τέτοια ενεργητική εξωτερική πολιτική, έχει ανάγκη η χώρα μας, κόντρα στη λογική του «δεδομένου» εταίρου και την αναμονή διευθετήσεων που υπαγορεύουν οι σύμμαχοι-προστάτες μας.