Aν αυτό που μας απασχολούσε εδώ ήταν μία θεατρική παράσταση, θα έπρεπε να ασχοληθούμε και με το άκρως ουσιαστικό, τόσο για τη μορφή όσο και για το περιεχόμενο, ερώτημα «ποιο είναι το κοινό μας;».
Είναι, ελπίζω, σαφές πως σε καμία περίπτωση δεν χρησιμοποιώ τις λέξεις «παράσταση» και «κοινό» με το συνήθη υποτιμητικό τρόπο. Ποιο είναι λοιπόν το κοινό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς; Απευθυνόμαστε στο λαό και στην κοινωνία, αλλά για ποιον ακριβώς λαό μιλάμε, για ποια κοινωνία, σε ποιον, απ’ όλους τους λαούς που συναπαρτίζουν τον πληθυσμό της χώρας, απευθυνόμαστε, ποια απ’ όλες τις κοινωνίες που συναποτελούν τη νεοελληνική κοινωνία, μας αφορά και ποια μας πονάει;
Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση στη δεύτερη φάση της, η Ριζοσπαστική Αριστερά κατηγορήθηκε πως λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το βαθύ ΠΑΣΟΚ. Το βαθύ ΠΑΣΟΚ, ως λεκτικό και νοηματικό σύνταγμα, υποθέτω πως εξ ορισμού δεν είναι το ρηχό ΠΑΣΟΚ του εκσυγχρονισμού και της σημιτικής γκλαμουριάς. Όπως άλλωστε σπεύδουν να διευκρινίσουν οι κατήγοροί μας, δηλαδή οι λογής υπερασπιστές του σημιτικού καθεστωτικού εκσυγχρονισμού, το βαθύ ΠΑΣΟΚ είναι το φριχτό και αποτρόπαιο ΠΑΣΟΚ εκείνων των λαϊκών τύπων, που είτε ως συνδικαλιστές είτε ως σκέτοι εργαζόμενοι, διεκδίκησαν και επέτυχαν επιδόματα, αυξήσεις, προνόμια, συντάξεις, προστατευτικά καθεστώτα, διορισμούς και ό,τι άλλο θα τους επέτρεπε να μετάσχουν στην επιφανειακή ευμάρεια που μας έφερε, υποτίθεται, εδώ που μας έφερε.
Αλλά, αν το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» είναι αυτή η λαϊκή, μη εκσυγχρονισμένη, μικρομεσαία, εργαζόμενη Ελλάδα, αυτό το λαϊκό κομμάτι του πληθυσμού της Ελλάδας που δεν τολμούμε να αποκαλέσουμε λαό, κι αν αυτό το κομμάτι διεκδίκησε άτσαλα, φτηνιάρικα, συντεχνιακά, χωρίς ευρύτερο όραμα, χωρίς ιδεολογία, το δικαίωμα μίας εργασιακής επιβίωσης στα χρόνια της ρεμούλας, γιατί θα πρέπει σήμερα η Αριστερά να απολογηθεί για τη «συμμαχία» της μ’ αυτό; Γιατί θα πρέπει να απολογηθεί που παίρνει τώρα τις ψήφους του, εάν μάλιστα μαζί με τις ψήφους, επωμίζεται και την αγωνία του;
Το θέμα δεν είναι απλώς από πού αλλού θα βρούμε τις ψήφους που αριθμητικά θα μας δώσουν μια εκλογική υπεροχή. Το θέμα είναι ποια Ελλάδα μας ενδιαφέρει. Ποια Ελλάδα υπερασπιζόμαστε. Ποια Ελλάδα βρίσκεται σε μετάβαση και, όσο μας αφορά, όσο το μπορούμε, προς τα πού θέλουμε να πάμε μαζί της.
Για δεκαετίες ζήσαμε και εμείς με τη φαντασίωση ότι η εξαιρετική κινητικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα η κοινωνία αυτή να μην έχει τελικά τάξεις, να αποτελείται από έναν περίπου ανθρώπινο χυλό, μεσαιοαστικοποιημένο πλέον, τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά όσο και πολιτισμικά, έναν χυλό από τον οποίο η λαϊκότητα και η ελληνικότητα όπως τις είχε ανακαλύψει και ορίσει η γενιά του ’30 είχαν πλέον εκπέσει ή και εξαφανιστεί, η αγωνιστικότητα είχε καταστεί ανενεργή, και τόσο η μνήμη όσο και η προσδοκία είχαν λοβοτομηθεί. Και στο περιθώριο αυτού του χυλού υπήρχε απλώς μία φτωχή μειονότητα, φτωχή από δική της σχεδόν υπαιτιότητα, η οποία αγόταν και φερόταν ως πελάτης των πολιτικών πατρόνων της όπου την πήγαιναν τα εθνικιστικά της πάθη, ή τα ξεπεσμένα αριστερά της αντανακλαστικά, η μαγκιά της και, κυρίως, τα συμφέροντά της.
Όλη αυτή η φαντασίωση, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν αφορούσε μόνον τους άλλους, αφορούσε και εμάς τους αριστερούς. Διότι αριστεροί ήταν αυτοί που πρόπερσι μόλις προσπάθησαν, με αφορμή την αλληλεγγύη προς τους μετανάστες απεργούς πείνας της Υπατίας, να μας πείσουν με τα κείμενα συμπαράστασης, πως μόνον οι μετανάστες εργάζονται ως προλετάριοι στα εργοστάσια, ως αγρότες στα χωράφια, ως υπηρετικό προσωπικό στα μεσοαστικά μας σπίτια, και πως εμείς οι Έλληνες προφανώς νυχθημερόν κωλοβαράμε (συγγνώμη για τη λέξη, αλλά μια και τη νομιμοποίησε προσφάτως η κυρία Μπακογιάννη…).
Αλλά, δυστυχώς ή ευτυχώς, η προϊούσα, η καλπάζουσα μάλλον, ανεργία, μας εξαναγκάζει να διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες όχι μόνον εργάζονταν, αλλά είχαν και έχουν απόλυτη ανάγκη την εργασία προκειμένου να ζήσουν. Επομένως, θα ήταν επιτέλους καλό να μετρήσουμε, με τον πιο αυστηρό τρόπο, όπως μετρήσαμε τους δημόσιους υπαλλήλους, και τους εργαζόμενους, δηλαδή αυτούς που εδώ και καιρό δεν είναι πια της μόδας να ονομάζουμε «εργατική τάξη». Τους ανθρώπους που με την εργασία τους παρήγαν και, ενδεχομένως, συνεχίζουν μέσα στην κρίση να παράγουν υπεραξία, την οποία κάποιοι καρπώνονται.
Επομένως, πρώτη ερώτηση, ποιό είναι το κοινό μας; Κι αν όντως το κοινό μας είναι η εργατική τάξη, γιατί πρέπει να απολογηθούμε στην τάξη που το εκμεταλλεύεται για την συμμαχία μας μαζί του;
Κι αν το κοινό μας είναι όντως η εργατική τάξη, εν τη ευρεία εννοία προφανώς, που συμπεριλαμβάνει και τα μπλε και τα άσπρα κολάρα, μήπως ένα μέρος του αγώνα μας θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάκτηση της χαμένης του περηφάνιας; Για να καταλήξω: σε μια Ελλάδα σε μετάβαση, και σε μια Ευρώπη σε μετάβαση, όπου η πολιτική ύπαρξη της εργατικής τάξης έχει φτάσει να είναι εντελώς υπονομευμένη (στην Αγγλία και στην Γαλλία έχει φτάσει να μπαίνει υπό ερώτηση η καθολικότητα του δικαιώματος ψήφου, ενώ εδώ αυτό το δικαίωμα υποσκάπτεται συστηματικά με την μετάθεση της ενοχής για το πελατειακό σύστημα από την πολιτική εξουσία στους εργαζόμενους ψηφοφόρους), μήπως είναι το αριστερό μας χρέος η εκ νέου ανακάλυψη και η ιδεολογική και πολιτισμική δικαίωση της ίδιας της ύπαρξης της εργατικής τάξης; Μήπως το αριστερό μας χρέος έγκειται στο να ανακαλύψουμε και να υπερασπιστούμε, ως άλλη γενιά του ’30, μία νέα ταξική, οικονομική, ιδεολογική και πολιτιστική ταυτότητα για τον λαό μας; Δηλαδή, αν δεν φοβόμαστε τις λέξεις, μία νέα εθνική ταυτότητα;
Στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση στη δεύτερη φάση της, η Ριζοσπαστική Αριστερά κατηγορήθηκε πως λειτουργεί ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το βαθύ ΠΑΣΟΚ. Το βαθύ ΠΑΣΟΚ, ως λεκτικό και νοηματικό σύνταγμα, υποθέτω πως εξ ορισμού δεν είναι το ρηχό ΠΑΣΟΚ του εκσυγχρονισμού και της σημιτικής γκλαμουριάς. Όπως άλλωστε σπεύδουν να διευκρινίσουν οι κατήγοροί μας, δηλαδή οι λογής υπερασπιστές του σημιτικού καθεστωτικού εκσυγχρονισμού, το βαθύ ΠΑΣΟΚ είναι το φριχτό και αποτρόπαιο ΠΑΣΟΚ εκείνων των λαϊκών τύπων, που είτε ως συνδικαλιστές είτε ως σκέτοι εργαζόμενοι, διεκδίκησαν και επέτυχαν επιδόματα, αυξήσεις, προνόμια, συντάξεις, προστατευτικά καθεστώτα, διορισμούς και ό,τι άλλο θα τους επέτρεπε να μετάσχουν στην επιφανειακή ευμάρεια που μας έφερε, υποτίθεται, εδώ που μας έφερε.
Αλλά, αν το «βαθύ ΠΑΣΟΚ» είναι αυτή η λαϊκή, μη εκσυγχρονισμένη, μικρομεσαία, εργαζόμενη Ελλάδα, αυτό το λαϊκό κομμάτι του πληθυσμού της Ελλάδας που δεν τολμούμε να αποκαλέσουμε λαό, κι αν αυτό το κομμάτι διεκδίκησε άτσαλα, φτηνιάρικα, συντεχνιακά, χωρίς ευρύτερο όραμα, χωρίς ιδεολογία, το δικαίωμα μίας εργασιακής επιβίωσης στα χρόνια της ρεμούλας, γιατί θα πρέπει σήμερα η Αριστερά να απολογηθεί για τη «συμμαχία» της μ’ αυτό; Γιατί θα πρέπει να απολογηθεί που παίρνει τώρα τις ψήφους του, εάν μάλιστα μαζί με τις ψήφους, επωμίζεται και την αγωνία του;
Το θέμα δεν είναι απλώς από πού αλλού θα βρούμε τις ψήφους που αριθμητικά θα μας δώσουν μια εκλογική υπεροχή. Το θέμα είναι ποια Ελλάδα μας ενδιαφέρει. Ποια Ελλάδα υπερασπιζόμαστε. Ποια Ελλάδα βρίσκεται σε μετάβαση και, όσο μας αφορά, όσο το μπορούμε, προς τα πού θέλουμε να πάμε μαζί της.
Για δεκαετίες ζήσαμε και εμείς με τη φαντασίωση ότι η εξαιρετική κινητικότητα της νεοελληνικής κοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα η κοινωνία αυτή να μην έχει τελικά τάξεις, να αποτελείται από έναν περίπου ανθρώπινο χυλό, μεσαιοαστικοποιημένο πλέον, τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά όσο και πολιτισμικά, έναν χυλό από τον οποίο η λαϊκότητα και η ελληνικότητα όπως τις είχε ανακαλύψει και ορίσει η γενιά του ’30 είχαν πλέον εκπέσει ή και εξαφανιστεί, η αγωνιστικότητα είχε καταστεί ανενεργή, και τόσο η μνήμη όσο και η προσδοκία είχαν λοβοτομηθεί. Και στο περιθώριο αυτού του χυλού υπήρχε απλώς μία φτωχή μειονότητα, φτωχή από δική της σχεδόν υπαιτιότητα, η οποία αγόταν και φερόταν ως πελάτης των πολιτικών πατρόνων της όπου την πήγαιναν τα εθνικιστικά της πάθη, ή τα ξεπεσμένα αριστερά της αντανακλαστικά, η μαγκιά της και, κυρίως, τα συμφέροντά της.
Όλη αυτή η φαντασίωση, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν αφορούσε μόνον τους άλλους, αφορούσε και εμάς τους αριστερούς. Διότι αριστεροί ήταν αυτοί που πρόπερσι μόλις προσπάθησαν, με αφορμή την αλληλεγγύη προς τους μετανάστες απεργούς πείνας της Υπατίας, να μας πείσουν με τα κείμενα συμπαράστασης, πως μόνον οι μετανάστες εργάζονται ως προλετάριοι στα εργοστάσια, ως αγρότες στα χωράφια, ως υπηρετικό προσωπικό στα μεσοαστικά μας σπίτια, και πως εμείς οι Έλληνες προφανώς νυχθημερόν κωλοβαράμε (συγγνώμη για τη λέξη, αλλά μια και τη νομιμοποίησε προσφάτως η κυρία Μπακογιάννη…).
Αλλά, δυστυχώς ή ευτυχώς, η προϊούσα, η καλπάζουσα μάλλον, ανεργία, μας εξαναγκάζει να διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες όχι μόνον εργάζονταν, αλλά είχαν και έχουν απόλυτη ανάγκη την εργασία προκειμένου να ζήσουν. Επομένως, θα ήταν επιτέλους καλό να μετρήσουμε, με τον πιο αυστηρό τρόπο, όπως μετρήσαμε τους δημόσιους υπαλλήλους, και τους εργαζόμενους, δηλαδή αυτούς που εδώ και καιρό δεν είναι πια της μόδας να ονομάζουμε «εργατική τάξη». Τους ανθρώπους που με την εργασία τους παρήγαν και, ενδεχομένως, συνεχίζουν μέσα στην κρίση να παράγουν υπεραξία, την οποία κάποιοι καρπώνονται.
Επομένως, πρώτη ερώτηση, ποιό είναι το κοινό μας; Κι αν όντως το κοινό μας είναι η εργατική τάξη, γιατί πρέπει να απολογηθούμε στην τάξη που το εκμεταλλεύεται για την συμμαχία μας μαζί του;
Κι αν το κοινό μας είναι όντως η εργατική τάξη, εν τη ευρεία εννοία προφανώς, που συμπεριλαμβάνει και τα μπλε και τα άσπρα κολάρα, μήπως ένα μέρος του αγώνα μας θα πρέπει να επικεντρωθεί στην ανάκτηση της χαμένης του περηφάνιας; Για να καταλήξω: σε μια Ελλάδα σε μετάβαση, και σε μια Ευρώπη σε μετάβαση, όπου η πολιτική ύπαρξη της εργατικής τάξης έχει φτάσει να είναι εντελώς υπονομευμένη (στην Αγγλία και στην Γαλλία έχει φτάσει να μπαίνει υπό ερώτηση η καθολικότητα του δικαιώματος ψήφου, ενώ εδώ αυτό το δικαίωμα υποσκάπτεται συστηματικά με την μετάθεση της ενοχής για το πελατειακό σύστημα από την πολιτική εξουσία στους εργαζόμενους ψηφοφόρους), μήπως είναι το αριστερό μας χρέος η εκ νέου ανακάλυψη και η ιδεολογική και πολιτισμική δικαίωση της ίδιας της ύπαρξης της εργατικής τάξης; Μήπως το αριστερό μας χρέος έγκειται στο να ανακαλύψουμε και να υπερασπιστούμε, ως άλλη γενιά του ’30, μία νέα ταξική, οικονομική, ιδεολογική και πολιτιστική ταυτότητα για τον λαό μας; Δηλαδή, αν δεν φοβόμαστε τις λέξεις, μία νέα εθνική ταυτότητα;
Σχόλια