Στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις ο κόσμος προσέρχεται όλο και περισσότερο με τα παιδιά του (και με τα σκυλιά του, κυριολεκτικά) κάθε ηλικίας. Άλλοτε με τους δεκαοκτάρηδες που ψηφίζουν πρώτη φορά, άλλοτε με τα καρότσια, με το μάρσιπο και όλο το σχετικό εξοπλισμό. Έτσι και στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, από το πρωί παρέλασαν μαζί με τους γονείς τους ένα σωρό τα πιτσιρίκια, κρυμμένα στις φούστες των μαμάδων τους ή κολλημένα στα μπατζάκια των μπαμπάδων τους, με γυαλιά ήλιου που γλιστρούσαν από τα πρόσωπά τους, με καπέλα, με βερμούδες, χαριτωμένα μαγκάκια ή συνεσταλμένα κοριτσάκια με κοτσιδάκια και στεφανάκια στα μαλλιά, γελαστά ανέμελα και πολύχρωμα, τα περισσότερα κρατώντας ένα παιχνίδι στο χέρι – και που όλα ενθουσιαζόντουσαν όταν οι γονείς τους τα σήκωναν να ρίξουν το φάκελο στην κάλπη.
Έμπαιναν διστακτικά στο εκλογικό τμήμα και απέναντι σε μένα, όση ώρα εξηγούσα τα σχετικά περί σταυρού και σαλιώματος, στέκονταν όλα μουδιασμένα, προφανώς μην αναγνωρίζοντας κάτι ενδιαφέρον, λογικό ή συναρπαστικό στα όσα έλεγα. Μόλις, όμως, έριχναν το φάκελο στην κάλπη, μας έσκαγαν ένα βεγγαλικό χαμόγελο και μας έκαναν «γεια» με το χέρι, τραβώντας τους γονείς τους προς την έξοδο, ανυπόμονα.
Αυτή την εικόνα την είδα αμέτρητες φορές όλη τη μέρα, στις 10.30, στις 11.05 στις 12μ., στις 13.15, στις 13.45, στις 15.20, στις 17.30. Μετά τις πεντέμισι είχαμε μια μεγάλη παύση γενικά στην προσέλευση, τόσο που αρχίσαμε να κάνουμε προβλέψεις αν από τους 445 ψηφίσαντες που είχαμε, θα φτάναμε τους 470. Έξι παρά τέταρτο πλακώνει το κύμα που δεν μας άφησε να σηκώσουμε κεφάλι για μια ολόκληρη ώρα. Δεν πήραμε ανάσα. Ενήλικες μόνο. Και στις 18.45 τέλος. Νηνεμία. Κανείς. Κοιταζόμαστε, είμαστε στους 469 ρε παιδιά, άντε ένας ακόμη, να το στρογγυλέψουμε, λέγαμε και περιμέναμε. 18.50 κανείς,18.55 ακόμη τίποτα,18.58 ένας σίφουνας μπούκαρε από την πόρτα όλο δύναμη και αποφασιστικότητα. Ένα πιτσιρίκι αναμαλλιασμένο, απίστευτα σοβαρό που έσερνε στην κυριολεξία από την μπλούζα το δίμετρο πατέρα της που ακολουθούσε τρέχοντας και ταυτόχρονα μας ενημέρωνε πως «εγώ ρε παιδιά είχα αποφασίσει να απέχω αλλά μ’ έχει ζαλίσει η μικρή».
Η μικρή, η οποία ήρθε και στάθηκε θαρρετά μπροστά μου κι ενώ πήγα να πω τα κλασικά για το σάλιωμα και το σταυρό κ.λπ. μου τράβηξε με δύναμη το ψηφοδέλτιο και το φάκελο από το χέρι να μου το πάρει, δείχνοντάς μου με τρόπο ξεκάθαρο πως «εδώ κυρία μου βιαζόμαστε, άσε τα λόγια και ξέρουμε πολύ καλά τι πρέπει να κάνουμε». Μπήκε με την ίδια σαρωτική φόρα στο παραβάν και ενώ στο τμήμα επικρατούσε η βαριά και κουρασμένη σιωπή μας, ακούστηκε ο πιο δυνατός και ξεκάθαρος ψίθυρος που έχω ακούσει ποτέ: «θέλω να δω μπαμπά, θέλω να δω που ψήφισες “όχι”». Και μετά, τραβώντας πάντα από το χέρι τον πατέρα της ήρθε κι έριξε το φάκελο μέσα στην κάλπη πάντα σοβαρή και αποφασισμένη. Ψηφίσαντες: 470. Ώρα: 19.00. Λήξη-κάλμα.Τότε μόνο μας χαμογέλασε κι έφυγε αργά και ήρεμα αγκαλιά με τον πατέρα της.
Λ.Μ.