του Δημήτρη Α. Τραυλού-Τζανετάτου

«Οι μεταδημοκρατικές αποστειρωμένες εκλογές δεν έχουν ούτε την αξία που έχει το χαρτί πάνω στο οποίο τυπώνονται τα ψηφοδέλτια»
W. Streeck, σε: Δημοκρατία ή καπιταλισμός. Η Ευρώπη σε κρίση, τ.Β, 2015, σ.168

1. Ενώ η βεβαρυμμένη με τις μνημονιακές δουλείες χώρα βρίσκεται στην κρισιμότερη καμπή της μεταπολιτευτικής της ιστορίας (επιδεινούμενο δημογραφικό πρόβλημα, αντικατάσταση πληθυσμού από μη αφομοιώσιμους μετανάστες, απειλή της εθνικής κυριαρχίας και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων από «γαλάζια πατρίδα», βαθιά κρίση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, συνοδευόμενη από τάσεις αυταρχισμού, επικίνδυνη εμπλοκή στα σχέδια ενός θνήσκοντος αμερικανοκρατούμενου μονοπολισμού), ο κομματικός ανταγωνισμός εν όψει των επικείμενων εκλογών δεν διεξάγεται απλώς ερήμην της δυστοπικής αυτής πραγματικότητας. Πολύ περισσότερο είναι εγκλωβισμένος σε ένα, απωθητικό των πολιτών και αποπροσανατολιστικό από τα φλέγοντα ζητήματα, τοξικό κλίμα αλληλοκατηγοριών για οικονομικές ατασθαλίες βουλευτών, για μηχανισμούς αποστασίας, για «τερατογενέσεις» και «κυβερνήσεις ηττημένων», για ουσιαστικά ανούσια, διμερή ή πολυμερή, debate και ακατάσχετη αναξιόπιστη παροχολογία, υποτιμητική της νοημοσύνης και της μνήμης των πολιτών.

Στο διαμορφωνόμενο βασικά από τα, διεκδικούντα συμμετοχή στην κυβερνητική εξουσία, κόμματα νοσηρό κλίμα πρωταγωνιστικό ρόλο έχει βεβαίως η κυβέρνηση, η οποία, με την αγαστή συνεργασία των συστημικών ΜΜΕ και τη συνεπικουρία μιας «εργολαβίας» οιονεί τυποποιημένων –ως προς την εκτίμηση της πρόθεσης ψήφου, αλλά και τη μεγάλη υποβάθμιση του ενδιαφέροντος των ερωτώμενων για τα κρίσιμα υπαρξιακά για τη χώρα εθνικά θέματα– δημοσκοπήσεων (βλ. ενδεικτικά δημοσκόπηση MRB 27/4/23, όπου ελληνοτουρκικά και μεταναστευτικό βρίσκονται στο τέλος του σχετικού καταλόγου με ποσοστά 7.8% και 6,5% αντίστοιχα!), έχει κατορθώσει, μάλιστα σε πείσμα των ευθυνών της για το «έγκλημα των Τεμπών», να συντηρεί και να αναπαράγει ένα «κλίμα νίκης».

Ωστόσο, ανεξαρτήτως της αναμφισβήτητης συμβολής των μηχανισμών χειραγώγησης της κοινής γνώμης, αλλά και της υποτονικής ή και ανύπαρκτης ουσιαστικά κριτικής, ιδίως της μείζονος αντιπολίτευσης, κυρίως για κρίσιμα εθνικά ζητήματα, η δημοσκοπική πρωτοκαθεδρία του κυβερνητικού κόμματος δεν παύει να συνιστά ένα παράδοξο, όχι όμως και ανεξήγητο φαινόμενο. Τόσο δε καθώς η δημοσκοπική αυτή επικυριαρχία έρχεται σε, συχνά μετωπική, σύγκρουση με τα πεπραγμένα και τις εμπειρίες της τετραετίας, η οποία, παρά τις όποιες μεγαλοστομίες και ωραιοποιήσεις, ιδίως ως προς την εξέλιξη της οικονομίας, χαρακτηρίζεται από ασυνέπεια, ανεπάρκεια, σφάλματα, αλλά και παταγώδεις αποτυχίες σε πολλούς, συχνά κρίσιμους τομείς της κυβερνητικής δραστηριότητας, σε σημείο μάλιστα πλήρους αποδόμησης αλλά και ευτελισμού του περιβόητου «επιτελικού κράτους». Πολλώ δε μάλλον καθώς η άκρως δυσμενής για την κυβέρνηση αυτή πραγματικότητα αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο συνεχούς κριτικής και προβολής από μέρους του φιλοκυβερνητικού τύπου. Είναι έτσι χαρακτηριστικό ότι, άμα τη ενάρξει του προεκλογικού αγώνα, στο πλαίσιο απολογισμού της «γαλάζιας τετραετίας», κυκλοφόρησε η «Μαύρη Βίβλος Μητσοτάκη», όπου η κυβερνητική θητεία εμφανίζεται ως «εφιαλτική για τη χώρα και τον λαό»! (βλ. σχετικό ένθετο στην εφημερίδα Κυριακάτικη Δημοκρατία 23/7/23)

2. Υπό τις συνθήκες αυτές αποτελεί πράγματι πρωτοφανές, αν όχι και μοναδικό για τα εκλογικά χρονικά της χώρας, το γεγονός ότι η αντιπολίτευση, κατά κύριο δε λόγο η αξιωματική, που διεκδικεί να ηγηθεί μιας «κυβέρνησης νικητών», δεν έχει κατορθώσει να επωφεληθεί από τη μεγάλη και πολυεπίπεδη κυβερνητική κρίση και φθορά και να αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Βεβαίως η αδυναμία αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό όχι τόσο στις, εγγενείς στον ΣΥΡΙΖΑ, εσωκομματικές τριβές, όσο σε, συνδεδεμένες με την 5ετή θητεία, δουλείες. Τούτο δε καθώς, πιο συγκεκριμένα, η μεν Συμφωνία των Πρεσπών είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια σημαντικού μέρους των ανηκόντων, ιδίως στις ευαίσθητες περιοχές της Μακεδονίας, ψηφοφόρων του «μεσαίου πατριωτικού χώρου». Η δε μετατροπή του τεράστιου πατριωτικού διακομματικού Όχι σε ένα ταπεινωτικό Ναι και η συνυπογραφή με τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ ενός τρίτου «κατοχικού προγράμματος διάσωσης» κατάφερε ένα ισχυρό, και προφανώς ανεπούλωτο μέχρι σήμερα, τραύμα στην αριστερή φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ και συνακόλουθα στην ικανότητα, αλλά και τη βούλησή του να ασκήσει μια εναλλακτική ριζοσπαστική πολιτική. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια συστημική διολίσθηση, αν όχι μετάλλαξη, του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία καθίσταται εμφανής τόσο στην προβολή ενός καλύτερου διαχειριστικού της εξουσίας μοντέλου, με ιδιαίτερη πάντως έμφαση στους δημοκρατικούς θεσμούς και τα εργασιακά δικαιώματα, όσο και κυρίως στην ουσιαστική σύμπλευσή του με βασικές κυβερνητικές επιλογές (διαχείριση πανδημίας, πράσινη ενεργειακή πολιτική, αντιμετώπιση του μεταναστευτικού, παρά τις όποιες αψιμαχίες για τη φύλαξη των συνόρων και τις επαναπροωθήσεις, δικαιωματισμός, γερμανικές επανορθώσεις, εξωτερική πολιτική).

Βεβαίως πρέπει στη θέση αυτή να σημειωθεί ότι η μετάλλαξη αυτή του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί ελληνικό φαινόμενο, αλλά αποτυπώνει μια ευρύτερη κρίση πολιτικοϊδεολογικής νομιμοποίησης, ταυτότητας και εμπιστοσύνης των ευρωπαϊκών κομμάτων της Αριστεράς, με αποτέλεσμα τη στροφή μεγάλου μέρους δυνάμει ψηφοφόρων της σε, εμφανιζόμενα ως αντισυστημικά, πατριωτικά και αντιπαγκοσμιοποιητικά μορφώματα. Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να παροραθεί η συμβολή της νεοφιλελεύθερης, παρότι ευρισκόμενης σε κρίση, παγκοσμιοποίησης στην εξέλιξη αυτή. Κατόπιν αυτών και ενόψει της γενικευμένης κρίσης του κυρίαρχου οικονομικοπολιτικού συστήματος και της Αριστεράς, ένα σημαντικό τμήμα, ιδίως της νεολαίας να στρέφεται σε αντισυστημικά, ή σε εμφανιζόμενα παραπλανητικά ως τέτοια, κομματικά μορφώματα. Στο πλαίσιο αυτό, όπως διδάσκει η ευρωπαϊκή εμπειρία, τη μερίδα του λέοντος λαμβάνει η ακροδεξιά.

3. Μέσα στον προαναφερθέντα ζόφο, την τοξικότητα και τον ευτελισμό της κορυφαίας διαδικασίας της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ξεχωρίζει ένα, κρίσιμο για την ελεύθερη και εύρυθμη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, θεσμικό ζήτημα. Πρόκειται για το, ανακύψαν με αφορμή την επιδίωξη ενός νεοναζιστικού μορφώματος, του «κόμματος Κασιδιάρη», να συμμετάσχει στις εκλογές, ζήτημα της απαγόρευσης πολιτικού κόμματος λόγω εχθρικότητάς του προς το δημοκρατικό πολίτευμα. Καθώς δε ο αποκλεισμός ενός πολιτικού κόμματος από τις εκλογές το εμποδίζει να επιτελέσει τον πρωταρχικό του σκοπό, δηλαδή τη συμμετοχή του στη διαμόρφωση του συσχετισμού εκείνου των πολιτικών δυνάμεων, ο οποίος θα αναδείξει τη Βουλή και την κυβέρνηση, αποτελεί μορφή απαγόρευσης.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, ανεξαρτήτως επιλογής ενός αστικοδημοκρατικού Συντάγματος και της όποιας διάστασης απόψεων, στην θεωρία του συνταγματικού δικαίου δεν χωρεί αμφισβήτηση ότι μια νομοθετική παρέμβαση, απαγορευτική της συμμετοχής πολιτικού κόμματος στις εκλογές, και αν ακόμη εθεωρείτο επιτρεπτή, ως εξόχως εξαιρετικό και επικίνδυνο από τη φύση του για τη δημοκρατία μέτρο, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, πρέπει δε να πραγματοποιείται με μεγάλη φειδώ και, ει δυνατόν, να στηρίζεται στην ομοφωνία κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Για τον λόγο αυτό ακόμη και σε χώρες των οποίων τα Συντάγματα προβλέπουν τη δυνατότητα απαγόρευσης, όπως π.χ. είναι η Γερμανία, οι όροι υλοποίησής της είναι ιδιαιτέρως αυστηροί. Σε πείσμα, ωστόσο, των βασικών αυτών παραδοχών ο όλος χειρισμός του ιδιαιτέρως ευαίσθητου και κρίσιμου για τη δημοκρατία και την ελεύθερη έκφραση της λαϊκής βούλησης αυτού ζητήματος, η χρονική επιλογή και ο τρόπος πραγματοποίησής του δεν υποδηλώνουν μόνο προχειρότητα, επιπολαιότητα, μικροπολιτικές σκοπιμότητες και κουτοπονηριές. Πολύ περισσότερο φαίνεται να οδηγούν σε αντίθετο προς τον επιδιωκόμενο υποτιθέμενο σκοπό της αποτέλεσμα: Την προβολή και ενίσχυση επιρροής του επίμαχου ακροδεξιού μορφώματος. Ταυτόχρονα δυσχεραίνουν την, αμφιλεγόμενη, άλλωστε, συνταγματική αξιολόγησή της από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ). Αν η κυβέρνηση ήθελε πράγματι να θωρακίσει θεσμικά τη Δημοκρατία από τους εχθρούς της, θα μπορούσε, αποφεύγουσα την όποια αμφισβήτηση της συνταγματικότητας μιας νομοθετικής παρέμβασης, διευκολυνόμενη μάλιστα από τη δίκη της χαρακτηρισθείσας ως εγκληματικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής, να αντιμετωπίσει ριζικά το κρίσιμο αυτό ζήτημα στο πλαίσιο της συνταγματικής Αναθεώρησης του 2019.

Όπως αναμενόταν, η επίμαχη νομοθετική παρέμβαση οδήγησε σε αυστηρή κριτική, αλλά και διάσταση απόψεων ως προς τη συνταγματικότητα (βλ. ενδεικτικά Συνταγματολόγοι για την απαγόρευση κομμάτων, 5/2/2023 www.ethnos.gr).

Βασικά σημεία της σχετικής αντιπαράθεσης απόψεων υπήρξαν, το αν και κατά πόσον α) ο Άρειος Πάγος επιτρέπεται να προβεί σε έλεγχο ουσίας και β) η απαγόρευση συμμετοχής κόμματος στις εκλογές, του οποίου υποψήφιος βουλευτής, ιδρυτικό μέλος ή διατελέσας πρόεδρος έχει καταδικαστεί σε οποιονδήποτε βαθμό για τα αδικήματα των άρθρων 134, 187 και 187Α του ποινικού κώδικα, συνάδει προς το άρθρο 51 παρ. 3 του Συντάγματος, κατά το οποίο ο αποκλεισμός από το εκλογικό δικαίωμα επιτρέπεται μεταξύ άλλων και όταν υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα. Το θέμα αυτό συναρτάται βεβαίως με τη θεώρηση ενός κόμματος ως υποκατάστατου της χαρακτηρισθείσας ως εγκληματικής οργάνωσης Χρυσής Αυγής. Εξάλλου, από ορισμένες πλευρές επισημάνθηκε ο κίνδυνος, η επίμαχη ρύθμιση, λόγω γενικότητας και μη εστιασμού της στα ακροδεξιά, νεοναζιστικά, μορφώματα, να «αξιοποιηθεί» και κατά κομμάτων της Αριστεράς (θεωρία των δύο άκρων). Σημειωτέον ότι το κλίμα της κριτικής και αμφισβήτησης όξυνε η συμπερίληψη στην τελική ρύθμιση μιας τελευταίας τροπολογίας με την οποίαν η εκδίκαση του ζητήματος ανατέθηκε στην 10μελή (;) Ολομέλεια του Α΄ τμήματος του Άρειου Πάγου (Ν. 5043/2023, άρθρο 35 αριθ. 1γ). Τούτο δε καθώς, όχι αδίκως, η ρύθμιση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανεπίτρεπτη παρέμβαση στην εσωτερική λειτουργία του Ανώτατου Δικαστηρίου και προσβολή της διάκρισης των εξουσιών. (Έτσι ο αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Χρ. Τζανερίκος, προέβη σε μια πρωτοφανή, ακόμη και για ένα «μεταδημοκρατικό προτεκτοράτο», καταγγελία για απόπειρα εξαγοράς του από κυβερνητικό παράγοντα).

Κάθε πολιτικό κόμμα, ακόμα κι εκείνο που διάκειται εχθρικά προς την αστική Δημοκρατία ή αποσκοπεί στην αλλαγή πολιτεύματος (π.χ. φιλοβασιλικό κόμμα) ή και του ίδιου του οικονομικοπολιτικού συστήματος (π.χ. ΚΚΕ) θεωρείται εξ ορισμού και από τη φύση του πράγματος ότι υπηρετεί μέσω του πλουραλισμού και της πολυχρωμίας την αστικοδημοκρατική πολιτεία

4. Στο πλαίσιο αμφισβήτησης της συνταγματικότητας της επίμαχης ρύθμισης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει η άποψη ότι ο κοινός νομοθέτης στερείται της αρμοδιότητας να προχωρήσει σε απαγόρευση κόμματος, η οποία ανήκει αποκλειστικά στον συνταγματικό ή αναθεωρητικό νομοθέτη. (Σ. Ρίζος, πρώην πρόεδρος του ΣτΕ στην Καθημερινή 23/4/23) Εξ αυτού του λόγου, όπως επισημαίνεται από τον συγγραφέα, θα πρέπει να θεωρηθεί το σύνολο των σχετικών κυβερνητικών παρεμβάσεων στον εκλογικό νόμο από το 2021 μέχρι σήμερα ως αντισυνταγματικό, όπως επισημαίνεται χαρακτηριστικά ο Άρειος Πάγος απέρριψε ένσταση άλλου κόμματος κατά της ανακήρυξης της Χρυσής Αυγής (απόφαση 65/2014), κρίση που επικυρώθηκε από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (απόφαση 6/2015). Οι πρόσφατες εξελίξεις σχετικά με τις ανακηρύξεις κομμάτων από τον ΑΠ δείχνουν να επιβεβαιώνουν τους φόβους ότι ο όλος, όψιμος, πρόχειρος, ιδιοτελής και πιθανότατα υποκριτικός χειρισμός από την κυβέρνηση για την παρεμπόδιση του «κόμματος Κασιδιάρη» στις εκλογές θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευτράπελες όσο και επικίνδυνες καταστάσεις. Ο αποκλεισμός του κόμματος Εμφιετζόγλου-Μπογδάνου και λόγω χρησιμοποίησης ως εμβλήματος του ήλιου της Βεργίνας (διαφορετικά αποφάσισε ο ΑΠ το 2009 για το κόμμα του Σ. Παπαθεμελή), οι καρατομήσεις και άλλων μικρών, δεξιόστροφων κομμάτων, ιδίως δε η προσφυγή μέσω του σχετικού υπομνήματος από τους Τζήμερο και Κρανιδιώτη κατά της συμμετοχής του ΚΚΕ στις εκλογές, είναι ενδεικτικές του όλου, νοσηρού και αποσταθεροποιητικού της εκλογικής διαδικασίας και της δημοκρατίας κλίματος.

Ανεξαρτήτως της κρίσης του Α΄ Τμήματος του ΑΠ για τη συμμετοχή ή όχι του «κόμματος Κασιδιάρη» στην εκλογική μάχη, η ανακίνηση του κρίσιμου για το δημοκρατικό πολίτευμα ζητήματος της προληπτικής ή κατασταλτικής δικαστικής απαγόρευσης πολιτικού κόμματος καθιστά χρήσιμη τη σκιαγράφηση ορισμένων βασικών σημείων, τα οποία αφορούν τη συνταγματική διάσταση του επίμαχου ζητήματος και ως προς τα οποία δεν φαίνεται να υπάρχει βασική αμφισβήτηση στη θεωρία του συνταγματικού δικαίου. Καταρχάς πρέπει να τονιστεί ότι η δυνατότητα δικαστικής απαγόρευσης πολιτικού κόμματος είχε ήδη απασχολήσει τις προπαρασκευαστικές εργασίες του άρθρου 29 του Συντάγματος στο πλαίσιο της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής. Η ιστορική, εχθρική προς τα πολιτικά κόμματα, εμπειρία (μετεμφυλιακή απαγόρευση του ΚΚΕ) οδήγησε στην απόρριψη του γερμανικού μοντέλου της δυνατότητας απαγόρευσης μέσω του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού δικαστηρίου (βλ. σχετικά Ε. Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 2020, σ. 424). Έτσι η αναφορά στο άρθρο 29 ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτελεί απλή αυτονόητη και εγγενή στη Δημοκρατία προγραμματική αρχή, η οποία δεν συνδέει την ίδρυση του κόμματος με οποιοδήποτε περιορισμό ή δικαστικό έλεγχο. Αυτό σημαίνει ότι η δήλωση αναφοράς στην επίμαχη ρήτρα του άρθρου 29 παρ.1 Σ. δεν αποτελεί «δήλωση κομματικής δημοκρατικής νομιμοφροσύνης» ως προϋπόθεση συμμετοχής στις εκλογές. (Ομοίως, Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2014, σ. 269) Από τα παραπάνω συνάγεται αβιάστως ότι κάθε πολιτικό κόμμα, ακόμα κι εκείνο που διάκειται εχθρικά προς την αστική Δημοκρατία ή αποσκοπεί στην αλλαγή πολιτεύματος (π.χ. φιλοβασιλικό κόμμα) ή και του ίδιου του οικονομικοπολιτικού συστήματος (π.χ. ΚΚΕ) θεωρείται εξ ορισμού και από τη φύση του πράγματος ότι υπηρετεί μέσω του πλουραλισμού και της πολυχρωμίας την αστικοδημοκρατική πολιτεία (Πρβλ. Φ. Σπυρόπουλου, Συνταγματικό Δίκαιο, 2006, σ. 55).

Το γεγονός, άλλωστε, ότι το άρθρο 29 παρ.1 δεν περιλαμβάνει επιφύλαξη υπέρ του νόμου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο κοινός νομοθέτης δεν έχει τη δυνατότητα παρέμβασης στη διαδικασία ίδρυσης και λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων. Σε περίπτωση, έτσι, αποδοχής της ερμηνευτικής αυτής προσέγγισης, δηλαδή της απόρριψης μιας «ρήτρας επιφύλαξης νόμου», η σχετική αρμοδιότητα θα ανήκε αποκλειστικά στον συνταγματικό ή αναθεωρητικό νομοθέτη (διαφορετικά Χ. Ανθόπουλος, άρθρο 29, Ερμ. Συντ. 2017, σελ 787-788). Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι το εκλογικό δικαίωμα, ενεργητικό και παθητικό, εξακολουθεί να έχει και ο καταδικασθείς για ποινικό αδίκημα μέχρις ότου η σχετική απόφαση καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 51, παρ. 3, Σ). Η συνταγματική αυτή αξιολογική επιλογή δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη για τον έλεγχο συνταγματικότητας της ρύθμισης που αρκείται για την απαγόρευση κόμματος, ο υποψήφιος βουλευτής ή μέλος του να έχει καταδικαστεί έστω και στον πρώτο βαθμό για τα προβλεπόμενα εγκλήματα.

Το ζήτημα αυτό συνδέεται, βεβαίως, με τον αν και κατά πόσο ένα πολιτικό κόμμα μπορεί να συνιστά και εγκληματική οργάνωση. Πρόκειται για δυσχερές και αμφιλεγόμενο ζήτημα που απασχόλησε τη θεωρία και τη νομολογία με αφορμή την δράση της Χρυσής Αυγής. Για το ζήτημα αυτό, βλ. ήδη Λ. Μαργαρίτη-Κ. Χατζηιωάννου, Εγκληματική οργάνωση και πολιτικά κόμματα, Ποιν. Δίκ. 2/2014, σ. 169 επ.) Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά μελών ενός πολιτικού κόμματος, ακόμη και ηγετικών, μπορεί από μόνη της να οδηγήσει στη διάλυσή του. (Πρβλ. 2425/2020 απόφαση του Εφετείου Αθηνών για τη Χρυσή Αυγή). Σημειωτέον, πάντως, ότι πολιτικό κόμμα και εγκληματική οργάνωση συνιστούν δύο διακριτά μορφώματα, έστω και αν στελεχώνονται από τα ίδια φυσικά πρόσωπα (έτσι Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2022, σ. 328). Τέλος αξίζει επίσης να τονιστεί στη θέση αυτή ότι η διάταξη του γερμανικού ποινικού κώδικα (άρθρο 129 (3), 1), αντίστοιχη εκείνης του άρθρου 187 του ελληνικού ποινικού κώδικα, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση πολιτικού κόμματος, το οποίο δεν έχει κηρυχθεί αντισυνταγματικό από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (βλ. σχετικά Λ. Μαργαρίτη-Κ. Χατζηιωάννου, ό.π., σ. 174 επ.).

5. Όπως ήδη υπογραμμίστηκε, η απαγόρευση πολιτικού κόμματος αποτελεί ένα θεμελιακό και κρίσιμο, για την εύρυθμη λειτουργία του αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος, ζήτημα, ανεξαρτήτως αν αυτό προβλέπεται από ένα συγκεκριμένο Σύνταγμα. Ο Έλληνας συνταγματικός νομοθέτης υιοθέτησε τη μη πρόβλεψη σχετικής διαδικασίας, σε αντίθεση με το γερμανικό Σύνταγμα, το μοντέλο του οποίου και απέρριψε. Το γεγονός όμως αυτό δεν στερεί τη δικαιοσυγκριτική και όχι μόνο σημασία και χρησιμότητα μιας στοιχειώδους παρουσίασής του.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ.2 και 4 του γερμανικού Συντάγματος (GG) τα κόμματα, που σύμφωνα με τους στόχους και τη δράση τους υπονομεύουν ή αναιρούν το φιλελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα είναι αντισυνταγματικά. Τη σχετική δε κρίση αναθέτει στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό δικαστήριο. Όπως γίνεται γενικότερα δεκτό για την απαγόρευση ενός κόμματος δεν αρκούν οι εχθρικές προς το Σύνταγμα και τη δημοκρατική τάξη θέσεις, αλλά απαιτείται επίσης η επιδίωξη πραγμάτωσης των θέσεων αυτών μέσω οργανωμένης ακτιβιστικής, αγωνιστικής δράσης. Ενδεικτική της αυστηρότητας της δικαστικής αξιολόγησης απαγόρευσης είναι η εξέλιξη της σχετικής διαδικασίας κατά του κόμματος NPD, δηλαδή ενός αναμφισβητήτως νεοναζιστικού, ρατσιστικού και αντισημιτικού κόμματος. Έτσι το μεν 2003 η σχετική διαδικασία έπαυσε λόγω δικονομικών προβλημάτων, ενώ στις 17/1/2017 το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική προσφυγή. Τούτο δε καθώς ναι μεν το κόμμα της NPD έχει στόχους που αποβλέπουν στην ανατροπή της δημοκρατικής συνταγματικής τάξης. Ωστόσο, δεν εντοπίστηκαν τα ερείσματα εκείνα που θα καθιστούσαν εφικτή την υλοποίησή τους. Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να υποτιμάται το ενδεχόμενο, στη διαμόρφωση της δικαστικής κρίσης, να συνεκτιμήθηκε το στοιχείο της μικρής επίδρασης μιας απαγόρευσης στην ελεύθερη έκφραση του εκλογικού σώματος και κατ’ επέκτασιν στη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος.

6. Πάντως, ανεξαρτήτως επιλογής μοντέλου δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ο αμφίστομος χαρακτήρας του επίμαχου νομικού εγχειρήματος, δηλαδή η εγγενής δυνατότητά του τόσο να διασφαλίσει όσο και να υπονομεύσει τη λειτουργία του δημοκρατικού, κοινοβουλευτικού συστήματος. Όπως δε ο αείμνηστος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Δημήτρης Τσάτσος επισημαίνει στο εμβληματικό βιβλίο του, κύκνειο άσμα, αλλά και απαύγασμα και συμπύκνωση ενός βαρυσήμαντου και πρωτοποριακού ερευνητικού έργου, Πολιτεία, 2010, εκδ. Γαβριηλίδη, σ. 449 επ., το «κεντρικό θεωρητικό πρόβλημα της θεσμικής αντιμετώπισης αντιπολιτευματικών πολιτικών κομμάτων είναι, αν η απαγόρευσή τους, έστω υπό αυστηρές, ουσιαστικές, και διαδικαστικές προϋποθέσεις, συνιστά αυτοαναίρεση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Στο κρίσιμο δε ερώτημα, τι είναι πιο συμβατό με τη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία, η απαγόρευση των προβαλλομένων εναντίον της, έστω και αγωνιστικά, θέσεων ή η ανοχή της νόμιμης δράσης των εχθρικών προς το πολίτευμα κομμάτων, ενός κόμματος, ο συγγραφέας συντάσσεται με τη δεύτερη εκδοχή, όπως δε εύστοχα επισημαίνει, «μια πολιτεία είναι δημοκρατική, όταν τον δημοκρατικό της χαρακτήρα τον εξαρτά από την ύπαρξη πλειοψηφικής δημοκρατικής βούλησης των πολιτών. Μια δημοκρατία που δεν στηρίζεται στην αποδοχή της από την πλειοψηφία των πολιτών, δεν έχει πολλές ελπίδες επιβίωσης».

7. Ανεξαρτήτως της όλης συζήτησης για την απαγόρευση πολιτικών κομμάτων σε θεσμικό επίπεδο στο πλαίσιο λειτουργίας μιας (πολυ)κομματικής αστικής δημοκρατίας δεν πρέπει να παροραθεί το γεγονός ότι η πλέον πρόσφορη και αποτελεσματική θωράκισή της είναι εκείνη, η οποία πραγματοποιείται με τη δραστική αντιμετώπιση των αιτιών που γεννούν, τροφοδοτούν, συντηρούν και ενισχύουν ακροδεξιά, ναζιστικά και φασιστικά μορφώματα και συνακόλουθα οδηγούν στην ψευδοαντισυστημική παγίδα ένα μέρος του εκλογικού σώματος. Η απειλητική για τη δημοκρατία αυτή εξέλιξη αυτή συνδέεται άρρηκτα με τις κρατούσες συνθήκες πολύπλευρης κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, όσο οι ακραίες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες διατηρούνται και ενισχύονται, όσο οξύνεται το χάσμα πλούσιων και φτωχών, όσο βαθαίνει η κρίση τη σχέση δημοκρατίας και καπιταλισμού, όσο δυναμώνει η κρίση νομιμοποίησης και εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα, όσο εξακολουθεί, παρά την όποια αμφισβήτησή της, η επικυριαρχία της νεοφιλελεύθερης, χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης, όσο επικρέμαται ο κίνδυνος η αναδιάρθρωση του ψηφιακού καπιταλισμού να οδηγήσει σε δυσμενέστερους όρους κοινωνικής αναπαραγωγής, όσο τα κόμματα της ευρύτερης αριστεράς αδυνατούν να προτείνουν μια όντως εναλλακτική λύση, συμπλέοντας σε μεγάλο βαθμό με τις πολιτικές και ιδεοληψίες της νεοφιλελεύθερης δεξιάς, τόσο θα ενισχύεται η δεξαμενή των ψηφοφόρων της ακροδεξιάς.

Υ.Γ.: Το παρόν άρθρο δόθηκε προς δημοσίευση στις 30/4/2023. Ο Άρειος Πάγος, στις 2/5/2023, με ψήφους 9-1 (άραγε τι θα συνέβαινε σε περίπτωση ισοψηφίας;) απαγόρευσε στο νεοναζιστικό μόρφωμα Έλληνες την κάθοδο του στις εκλογές. Το ενδιαφέρον στρέφεται στο σκεπτικό της δικανικής κρίσης, ιδίως δε στην αντιμετώπιση των σημαντικών ζητημάτων αντισυνταγματικότητας της επίμαχης ρύθμισης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!