Του Φώτη Τερζάκη
Σε μια στιγμή όπου δραματικοί αγώνες για τα ανθρώπινα δικαιώματα ξετυλίγονται σε ολόκληρο τον κόσμο, τo να πει κάποιος έναν κακό λόγο για τα «δικαιώματα» γενικά ακούγεται τερατώδες. Όσοι όμως θεωρούν σήμερα τον εαυτό τους στρατευμένο ενάντια σε αυτό που αποκαλούν νεοφιλελευθερισμό θα έπρεπε να μπορούν να δουν την καταστατική σχέση αυτής της έννοιας με τον αστικό φιλελευθερισμό στις ποικίλες μεταμορφώσεις του· και, ως εκ τούτου, να αναρωτηθούν αν και πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί έξω από το πλαίσιο μιας φιλελεύθερης (σε οιαδήποτε παραλλαγή) θεωρίας.
Δικαίωμα θα πει, ακριβώς, πλάσμα δικαίου. Στους αγώνες της ανερχόμενης αστικής τάξης για χειραφέτηση από τα φεουδαρχικά προνόμια πρώτα και από τη δεσποτική διακυβέρνηση εν συνεχεία, το δίκαιο έγινε κατ’ εξοχήν πεδίο πολιτικής αναμέτρησης και, μέχρι την αποκρυστάλλωση του νεωτερικού Συνταγματικού Κράτους, οι μεταμορφώσεις του δικαίου αντανακλούν μια προοδευτική διεύρυνση ελευθεριών και πολιτικών προνομίων. Η μεταμόρφωση του αστού από υπήκοο σε πολίτη αποτυπώθηκε σε ένα σύνολο «δικαιωμάτων» που απέρρεαν από την πολιτική του ιδιότητα ως τέτοια και ίσχυαν ως νομικοί περιορισμοί τής εξουσίας. Το παράδοξο αυτής της κατασκευής, όμως, έγκειται στο ότι η αναγνώριση και κατοχύρωση τέτοιων περιορισμών επαφιόταν στην ίδια την πολιτική εξουσία – δηλαδή, στο νεωτερικό εθνικό κράτος δια των νομοθετικών του εξουσιών.
Τα δικαιώματα είναι, με άλλα λόγια, ένα συνώνυμο της πολιτικής ιδιότητας, και αυτή η τελευταία απονέμεται από το κράτος σύμφωνα με κριτήρια τα οποία το ίδιο το κράτος ορίζει· που στην πράξη σημαίνει, οι κυρίαρχες τάξεις, οι οποίες μέσ’ από τον έλεγχο τού κρατικού μηχανισμού διαιωνίζουν τα προνόμια και την ισχύ τους. Οι θεωρίες τού φυσικού δικαίου προσπάθησαν να εξωραΐσουν το γεγονός επεκτείνοντας θεωρητικά την έννοια σε μια υποτιθέμενα προ-πολιτική, δηλαδή «φυσική» κατάσταση του ανθρώπου: δυνάμει και μόνο τής ανθρώπινης ιδιότητάς του, υποτίθεται, ένα πρόσωπο είναι φορέας «αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων». Το ότι όμως ο όρος «φυσικό δίκαιο» είναι αντίφαση εν τοις όροις αποκαλύπτεται εκεί ακριβώς που η πολιτική ιδιότητα παύει να προστατεύει μιαν ανθρώπινη ύπαρξη: για να πάρω το πιο κατάφωρο παράδειγμα των ημερών μας, ποια η μοίρα και τα «ανθρώπινα δικαιώματα» ενός μετανάστη ή πρόσφυγα στον σύγχρονο κόσμο –ενός οιουδήποτε «χωρίς χαρτιά», γενικότερα;
* * *
Πρόθεση αυτού του άρθρου δεν είναι να συζητήσει την εξέλιξη και τις περιπλοκές των θεωριών τού φυσικού δικαίου· αρκεί μόνο να θυμίσω ότι, στην ανεπτυγμένη τους εκδοχή από τον Τζων Λοκ –που ισχύει ως καταστατικός χάρτης τού κλασικού φιλελευθερισμού–, από τα τρία δικαιώματα που αναγνωρίζονται ως «βασικά και αναπαλλοτρίωτα» (το δικαίωμα στη ζωή, στην ιδιοκτησία και στην ελεύθερη δημόσια έκφραση), η ιδιοκτησία προκρίνεται ως το κύριο, θεμελιωτικό και των άλλων δύο: το δικαίωμα στη ζωή προκύπτει από την προπαραδοχή ότι κάποιος είναι νόμιμος ιδιοκτήτης του εαυτού του, και το δικαίωμα στη ελεύθερη δημόσια έκφραση (που εμπεριέχει το δικαίωμα του εκλέγειν) είχε ως έμπρακτη προϋπόθεση την κατοχή ιδιοκτησίας.
Όλ’ αυτά ένα πράγμα υποδεικνύουν στην πράξη: ότι η διεκδίκηση «δικαιωμάτων» στις σύγχρονες φιλελεύθερες ολιγαρχίες τής Δύσης είναι ένα άλλο όνομα για τον ανταγωνισμό μεταξύ κοινωνικών ομάδων για τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και για την κατοχύρωση κεκτημένων προνομίων ή την εδραίωση νέων. Η επέκταση της έννοιας των δικαιωμάτων σε διεθνές (διακρατικό) επίπεδο, που ήταν μια θεαματική επίτευξη του εικοστού αιώνα, δεν τροποποιεί καθόλου αυτή τη βασική δομή. Η θέσπιση διεθνών ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτεί κατ’ ανάλογο τρόπο μια υπερεθνική εξουσία που να τα εγγυάται, και τέτοια εξουσία δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί: τον ρόλο αναλαμβάνουν defacto η κρατική δύναμη ή οι συνασπισμοί κρατών που επικρατούν στις εκάστοτε παγκόσμιες αναμετρήσεις.
Ιστορικά, η ιδέα διατυπώθηκε στον καταστατικό χάρτη τής Κοινωνίας των Εθνών, η οποία σχεδιάστηκε για να εγγυηθεί τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) που υπαγορεύτηκε από τους νικητές τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μολονότι στη Συνθήκη γινόταν πολύς λόγος για «δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση», έγινε αμέσως φανερό ότι αυτό περιοριζόταν αυστηρά στα βιομηχανικά ευρωπαϊκά έθνη και ούτε κατά διάνοιαν μπορούσε να επεκταθεί στις υπό εθνικιστικό αναβρασμό αποικίες. Συνεχιστής τής Κοινωνίας των Εθνών μετά το 1945, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών είναι σήμερα ο κύριος θεσμικός φορέας τής ρητορικής των οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σχεδιασμένος αντίστοιχα για να κατοχυρώσει το μοίρασμα του κόσμου στις σφαίρες επιρροής που προέκυψαν από τις Συμφωνίες της Γιάλτας, έγινε ένας μηχανισμός κάλυψης, μέσ’ από κατασκευασμένες συναινέσεις, της νεοαποικιακής πολιτικής των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Ακριβώς τη στιγμή που εξασθένισε το εξισορροπητικό βάρος τής Σοβιετικής Ένωσης, στην τελευταία δεκαετία τού αιώνα, είδαμε αυτό τον οργανισμό να λειτουργεί ως μέσο νομιμοποίησης ανατριχιαστικών εισβολών εκ μέρους τής εναπομένουσας υπερδύναμης (στον Κόλπο, στην πρώην Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν και αλλού) στο όνομα ακριβώς των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
* * *
Μία άλλη έννοια των δικαιωμάτων που θα έπρεπε να μας ανησυχεί πολύ είναι τα αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης (copyrights) των μεγάλων πολυεθνικών σε ένα τεράστιο φάσμα «ευρεσιτεχνιών» – ιδίως βιοτεχνολογίας, λογισμικού και φαρμάκων: μη παραγωγικές μορφές απόσπασης κέρδους, οι οποίες στηρίζονται σε ωμές σχέσεις εξουσίας κι επιβολής μέσα στο παγκόσμιο σύστημα. Σήμερα, τα έσοδα αυτά αποτελούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τού ΑΕΠ των ΗΠΑ, κι ακολουθούν από κοντά όλες οι θεωρούμενες οικονομικά ισχυρές χώρες (Βρετανία, Γερμανία, κ.ά.).(1) Γενικά, όταν μια εταιρεία είναι σε θέση να εγκαλέσει μια οιαδήποτε κυβέρνηση για ενέργειες ή πολιτικές που υποτίθεται ότι βλάπτουν τα συμφέροντά της, επικαλείται ακριβώς κάποια «δικαιώματά» της: και νομιμοποιείται να το κάνει, εφόσον οι μετασχηματισμοί τού δικαίου –τους οποίους, δεν χρειάζεται να πω, οι ίδιες οι εταιρείες και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν μέσω της εξαγοράς τού πολιτικού προσωπικού– δίνουν σε αυτά τα δικαιώματα όχι απλώς αναγνώριση αλλά defacto υπόσταση.
Δεν θέλω με αυτά να υποβιβάσω ούτε τη θεωρητική αξίωση των θεωριών τού φυσικού δικαίου ούτε, προπαντός, τους αγώνες των μειονοτικών κινημάτων και το από πολλές απόψεις συγκινητικό έργο των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Θέλω μόνο να υποδείξω κάποιες οδυνηρές αμφισημίες που κρύβονται σε όρους τούς οποίους δανειζόμαστε από ένα ιστορικό παρελθόν –ο όρος «ελευθερία» είναι ένα άλλο παράδειγμα– του οποίου οι σημασίες και οι επιδιώξεις δεν ήταν ταυτόσημες με τις δικές μας. Η έννοια των «δικαιωμάτων» είναι μια φιλελεύθερη έννοια, ανήκει στη νομικοπολιτική γλώσσα τού αστικού κράτους και ήδη στα μέσα τού δέκατου ένατου αιώνα, στη γλώσσα των θεωρητικών ενός ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος που έβλεπε πέρ’ από τον ορίζοντα της αστικής κοινωνίας, είχε αντικατασταθεί από την έννοια των ανθρώπινων αναγκών. Από εδώ, νομίζω, πρέπει να ξεκινήσουμε πάλι.
(1) Για λεπτομερή στοιχεία βλ. Νίκου Προγούλη, «Από τον μονοπωλιακό στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό», στο Φώτης Τερζάκης & Νίκος Προγούλης, Η ανάδυση της εικόνας τού χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (Α/συνεχεια, Αθήνα 2017), ιδίως σελ. 208-224.