Όταν η «δημιουργική ασάφεια» γίνεται πολιτική και στο εσωτερικό της χώρας
Αν το θέμα είναι να συγκρίνουμε το mail Χαρδούβελη με τη λίστα Βαρουφάκη και να πούμε ότι η δεύτερη είναι καλύτερη, ας συμφωνήσουμε από τώρα ότι είναι έτσι, για να μη συζητάμε χωρίς λόγο.
Αν συζητάμε για το αν έγινε μια διαπραγμάτευση πιο σκληρή από εκείνη που έκανε ή δεν έκανε ο Σαμαράς ή ο Παπανδρέου, τότε και πάλι είμαστε μάλλον εκτός θέματος.
Αν επιχειρηματολογούμε για το ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτα άλλο ή ότι η εντολή που είχαμε ήταν για ένα συμβιβασμό εντός ευρώ, επίσης αυτό είναι θέμα μιας άλλης συζήτησης.
Τέλος, αν κάποιοι θέλουν να πετάξουν τη μπάλα στην εξέδρα λέγοντας: «Και τι θέλατε; Σοσιαλισμό μέσα σε ένα μήνα;», ας υποτιμήσουμε όλοι μαζί τη νοημοσύνη μας, απαντώντας: «Όχι, δεν θέλαμε σοσιαλισμό σε ένα μήνα», για να πάμε παρακάτω.
Περί τίνος πρόκειται;
Πρέπει, όμως, να συνεννοηθούμε για κάτι. Περί τίνος πρόκειται; Τι είναι η Συμφωνία στην οποία, τελικά, κατέφυγε η ελληνική κυβέρνηση; Ας ξεπεράσουμε ακόμα και το αν πρόκειται για μια «διαπραγματευτική επιτυχία» ή όχι, παρόλο που αυτό μάλλον δεν μπορεί να ξεπεραστεί εύκολα. Πέρα, λοιπόν, από τη διαπραγμάτευση, τι είναι αυτό που υπάρχει στο τραπέζι;
Το μόνο που δεν ωφελεί αυτή την ώρα είναι να μην λέμε την αλήθεια, να αναπαράγουμε το παιχνίδι των λέξεων που παίζεται στους «θεσμούς» ή πιο απλά να βαφτίζουμε το ψάρι κρέας, όπως παρατήρησε ο -λοιδορούμενος από διάφορους- Μανώλης Γλέζος.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για την ουσία. Το Μνημόνιο δεν είναι απλά κάποια μέτρα. Δεν είναι καν «η λιτότητα». Όπως έχει επισημανθεί ξανά και από πολλούς, δεν πρόκειται για κάποιο σύνολο μέτρων αλλά ακριβώς για το καθεστώς ειδικής επιτήρησης που έχει εγκαθιδρυθεί τα τελευταία πέντε χρόνια και όλο το εποικοδόμημα που συνοδεύει τη δανειακή σύμβαση.
Μια δανειακή σύμβαση, όπως κάθε δάνειο, έχει φυσιολογικά όρους αποπληρωμής, προθεσμίες και ρήτρες. Η χώρα και παλιότερα δανειζόταν, χωρίς, όμως, ο δανεισμός να συνοδεύεται από διαρθρωτικά προγράμματα. Ποια είναι η ειδική φύση του μνημονιακού καθεστώτος; Είναι ότι οι δανειακές συμβάσεις συνοδεύονται από προγράμματα ή μνημόνια ή συμφωνίες που δεσμεύουν τη χώρα και την πολιτική που ασκείται εσωτερικά και απαγορεύουν την άσκηση πολιτικής (για τις εργασιακές σχέσεις, τη φορολογία, τη δημόσια περιουσία κ.λπ.) χωρίς έξωθεν έγκριση.
Η αποικία χρέους, λοιπόν, δανείζεται αλλά πάντα μέσα σε πρόγραμμα, κάτω από ειδική επιτήρηση, σε καθεστώς αξιολόγησης και επιτροπείας. Το καθεστώς αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δεσμευτεί να καταργήσει. Το καθεστώς αυτό συνεχίζεται σήμερα, με τη συμφωνία παράτασης της δανειακής σύμβασης και τους όρους που τη συνοδεύουν. Αυτή η απλή αλήθεια, κανένας λόγος δεν υπάρχει να αποκρύβεται ή να συσκοτίζεται μέσα από πλήθος επιχειρημάτων που όμως σε άλλα θέματα απαντούν.
Η τρόικα είναι παρούσα, εξακολουθεί να έχει τον τελικό λόγο και να ελέγχει τους όρους και την τήρησή τους. Κομισιόν, ΕΚΤ και ΔΝΤ είναι στη θέση τους και η μετονομασία τους ή όχι σε θεσμούς, θυμίζει τις θεολογικές διαμάχες για την Αγία Τριάδα και το ομοούσιο και αδιαίρετό της.
Η Ελληνική Δημοκρατία εξακολουθεί να βρίσκεται υπό ξένη επιτροπεία και κηδεμονία. Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο εξακολουθούν να στερούνται του δικαιώματός τους να νομοθετούν και να εκτελούν αποφάσεις, αφού αυτές χωρίς διαβούλευση με την τρόικα και έγκριση από αυτήν, θεωρούνται μονομερείς ενέργειες.
Οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης επιχειρηματολογούν για την ύπαρξη ή όχι «περιθωρίων» άσκησης πολιτικής. Η εθνική ανεξαρτησία και η λαϊκή κυριαρχία δεν έχουν επανέλθει και δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ή σχέδιο για να επανέλθουν. Στην πραγματικότητα, η επαναφορά τους επαφίεται και πάλι στον ίδιο το λαό και τον πατριωτισμό του, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα.
Το καθεστώς της αποικίας χρέους παραμένει
Ακούγονται αυτά απόλυτα; Είναι όμως η πραγματικότητα. Το καθεστώς της αποικίας χρέους παραμένει. Ακόμα και με μια κυβέρνηση δυνάμεων που εκλέχτηκαν ως αντιμνημονιακές. Αλλά δεν είναι φανερό ότι οι εξελίξεις θολώνουν πλέον και ξεθωριάζουν και αυτή τη διάκριση μνημονιακών και αντιμνημονιακών κομμάτων;
Ναι, αλλά πρόκειται για μια μεταβατική συμφωνία, θα ισχυριστούν ίσως κάποιοι. Η διαπραγμάτευση θα συνεχιστεί και μια νέα ισορροπία θα πρέπει να διαμορφωθεί μετά από ένα τετράμηνο. Η μετάβαση όμως έχει πρόσημο. Δεν είναι ουδέτερη και αναγκαστικά καθορίζεται από τους όρους κάτω από τους οποίους δρομολογήθηκε. Χωρίς αντιστροφή της πορείας και ανατροπή αυτών των όρων, η συνέχεια μόνο καλύτερη δεν προοιωνίζεται ότι θα είναι, αλλά μάλλον απρόβλεπτη και σκοτεινή, αν όχι σοκαριστική.
Ακόμα και έτσι, θα μπορούσε τουλάχιστον η πραγματικότητα να περιγραφτεί με ειλικρίνεια. Να εξηγούνταν καθαρά τι έχει συμβεί και πού βρισκόμαστε σήμερα. Και να αναζητούνταν, έστω και τώρα, ένα σχέδιο απεγκλωβισμού. Αντί γι’ αυτό, η «δημιουργική ασάφεια» και η γλώσσα της διαπραγμάτευσης γίνεται πολιτική και στο εσωτερικό της χώρας. Και αυτό είναι το πιο καταστροφικό.