Η τυραννία, η οικονομική εξαθλίωση, πρέπει να πολεμηθούν ασυνθηκολόγητα. Του Μάρκου Δεληγιάννη
Πρωινό μιας μέρας συνηθισμένης. Το ψιλόβροχο ανακατεύτηκε με την αιωρούμενη σκόνη. Η γλίτσα κάθισε στις πλάκες. Οι ζητιάνοι ακροβολισμένοι στις θέσεις τους. Τ’ αυτοκίνητα, βαριανασαίνοντας, ψάχνουν διεξόδους να ’βρουν. Ο δρόμος πνιγμένος από λαμαρίνες. Στα πεζοδρόμια, πολυάσχολοι οι πεζοί διασταυρώνονται με δίτροχα ανυπόμονα, με σκύλους εγκαταλειμμένους που ψάχνουν εναγώνια αφέντη, με των σκουπιδιών τους εξερευνητές.
Ξαφνικά, η ματιά μου παραδόθηκε άνευ όρων, σε μια εικόνα ζωντανή. Έξω απ’ το κατώφλι της εκκλησίας ένας ανάπηρος ζητιάνος με μάτια κλειστά ικέτευε τους περαστικούς μια βοήθεια να δώσουν. Δίπλα του ένα δεκάχρονο αγόρι καλοβαλμένο, περιποιημένο, κοίταζε θλιμμένα, πέρα μακριά, ίσως κάποια ονειρική ακτή, ίσως πάλι, ένα σπιτάκι σκαρφαλωμένο σε αετίσια βουνοκορφή, εκεί που όλα ήταν τυλιγμένα στο μανδύα της γαλήνης. Κι οι άνθρωποι φάνταζαν σαν να ‘χουν αποκοιμηθεί, ή σαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι, σαν καπνός. Χωρίς βάσανα.
Το παρατήρησα ώρα πολύ καθώς χανότανε στην περιπλάνηση της παιδικής του φαντασίας Σκέφτηκα των τοκογλύφων την απανθρωπιά, των υποτακτικών τους την αθλιότητα.Σαν σύγχρονες Άρπυιες, αυτοί οι αρπακτικοί δαίμονες, με τα μαύρα φτερά, εφορμούν ενάντια σ’ ανυπεράσπιστους ανθρώπους, σε αθώα παιδιά -σπουργιτάκια, που δεν πρόλαβαν την πρώτη πτήση τους να πραγματώσουν- και με τα νύχια τα σκληρά και το ράμφος το κατάψυχρο, ξεσχίζουν τις ζωές, τα όνειρα εκατομμυρίων συνανθρώπων μας. Ένιωσα μέσα μου παράπονο φρικτό μα και παρόρμηση για αγώνα. Όχι, ας μη χαθούμε ο καθένας μόνος του, όπως βουλιάζει τώρα αυτό το νιο βλαστάρι, επαίτης σε θάλασσα άγρια, μαύρη, αβυσσαλέα. Η τυραννία, η οικονομική εξαθλίωση, ο ολοκληρωτισμός, που αναγκάζει όλους εμάς να κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε, που μας αφαιρεί το δικαίωμα να μιλάμε, να αναπνέουμε, να κάνουμε όνειρα, πρέπει να πολεμηθούν ασυνθηκολόγητα.
Στην επέλαση των φαντασμάτων, στις φαιές ερπύστριες που ασχημονούν, οι λέξεις της οργής στερεύουν. Μόνη απάντηση: η δράση η κοινή. Ας μην χαθούμε ο καθένας χωριστά! Ας απαντήσουμε με την αντίσταση της ποίησης. Καιρός να οργανώσουμε τους μικρούς, σκληρούς πυρήνες αντίστασης που αυθαδιάζουν στην ακατάσχετη καθημερινότητα του θανάτου, όπως το απροσδόκητο χορτάρι που ξεπροβάλλει καγχάζοντας μέσ’ απ’ τις ρωγμές της ασφάλτου, κι είναι ο στόχος όλων των βιαστών της λαϊκής θέλησης.
Προχώρησα. Η σκέψη μου, όμως, έμεινε καρφωμένη στου αγοριού την τραγική μορφή. Φτωχέ, μικρούλη, με τα καστανά μάτια, τα λίγο έκπληκτα, αντί στου σχολείου τα θρανία να σχεδιάζεις το μέλλον σου, τώρα καθισμένος στις σκάλες της εκκλησίας, εκπαιδεύεσαι, αλίμονο, ζήτουλας!
Θα ’θελα να ρωτήσω όλους εκείνους τους πομφόλυγες, που παραδίνουν τους πόρους της πατρίδας στους τοκογλύφους, που κατεδαφίζουν την περίθαλψη, την παιδεία, που υφαρπάζουν τις συντάξεις, που συμπιέζουν τους μισθούς σ’ επίπεδα πείνας, σκέφτηκαν άραγε; αναρωτήθηκαν ποτέ; ταράχθηκε ο ύπνος τους από την πονεμένη μορφή τόσων παιδιών; Όλων αυτών που ζητούν ένα τόπο να σταθούν, ένα τόπο να βρεθούν με άλλους, με τον εαυτό τους; που ψάχνουν να ’βρουν ένα τρόπο να χωρέσουν μέσ’ στο σάρκινο χιτώνα τους; Άραγε εκτός του να πουλάτε αίμα, ψέμα, σπέρμα, πόνο, δυστυχία, δράμα, γκλαμουριά, μπορείτε να συνειδητοποιήσετε τι κακό έχετε κάνει σε τόσο αθώα πλάσματα;
Ξέρω. Δακρύβρεκτοι θα πείτε: «Αν ξέρατε ο σταυρός του μαρτυρίου που εμείς σηκώνουμε πόσο μας πληγώνει τον ώμο, πόσο μας ματώνει τη ψυχή… Αλλά σε μας έτυχε ο ιστορικός λαχνός να θυσιαστούμε για τη σωτηρία του έθνους. Εμείς όμως μένουμε πιστοί στον όρκο μας: Ποτέ δεν θα αποτολμήσουμε να προκαλέσουμε ρήγμα στην εσωτερική τριανδρία που μάχεται να μείνουν αλώβητοι οι διεθνείς τοκογλύφοι».
Τι ντροπή! Θέλουν να μας πείσουν πως η απώλεια της μνήμης μας είναι ολοσχερής κι έτσι το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον μετατρέπονται για το υποκείμενο που τα ζει σ’ έναν άχρονο πολτό που μέσα του το ανθρώπινο πρόσωπο πλέει χωρίς κανένα προσανατολισμό και κυρίως χωρίς πολιτισμική αναφορά, χωρίς πολιτικά κριτήρια.Αρκετά μας ταλαιπωρήσατε με τη λίμπιντο της καρέκλας. Καιρός ν’ ακούσετε την κραυγή των παιδιών, των νέων ανθρώπων, που γέρασαν πρόωρα, που είδαν τόσο νωρίς τα όνειρά τους να κουρελιάζονται. Τους ξεριζώσατε το χαμόγελο. Τους προσφέρατε τον πέπλο της απάθειας. Μα δεν τον δέχτηκαν. Εσείς με τις πλουμιστές γραβάτες και τα καλοραμμένα κοστούμια, προσέχτε! Τα παιδιά δεν ξεχνούν! Μην πείτε άλλο ένα Ναι στους τοκογλύφους. Τα παιδιά θα σας τιμωρήσουν. Χόρτασαν τα λόγια τα μάταια, τα τετριμμένα λόγια. Κανέναν δεν πείθουν. Φτάνει πια. Από εδώ και μπρος άλλα λόγια θα ακουστούν απ’ τα νεανικά τα χείλη. Θα ‘ναι χαρμόσυνα, του αγώνα. Βροχή σε διψασμένο χώμα.
Ξαφνικά, η ματιά μου παραδόθηκε άνευ όρων, σε μια εικόνα ζωντανή. Έξω απ’ το κατώφλι της εκκλησίας ένας ανάπηρος ζητιάνος με μάτια κλειστά ικέτευε τους περαστικούς μια βοήθεια να δώσουν. Δίπλα του ένα δεκάχρονο αγόρι καλοβαλμένο, περιποιημένο, κοίταζε θλιμμένα, πέρα μακριά, ίσως κάποια ονειρική ακτή, ίσως πάλι, ένα σπιτάκι σκαρφαλωμένο σε αετίσια βουνοκορφή, εκεί που όλα ήταν τυλιγμένα στο μανδύα της γαλήνης. Κι οι άνθρωποι φάνταζαν σαν να ‘χουν αποκοιμηθεί, ή σαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι, σαν καπνός. Χωρίς βάσανα.
Το παρατήρησα ώρα πολύ καθώς χανότανε στην περιπλάνηση της παιδικής του φαντασίας Σκέφτηκα των τοκογλύφων την απανθρωπιά, των υποτακτικών τους την αθλιότητα.Σαν σύγχρονες Άρπυιες, αυτοί οι αρπακτικοί δαίμονες, με τα μαύρα φτερά, εφορμούν ενάντια σ’ ανυπεράσπιστους ανθρώπους, σε αθώα παιδιά -σπουργιτάκια, που δεν πρόλαβαν την πρώτη πτήση τους να πραγματώσουν- και με τα νύχια τα σκληρά και το ράμφος το κατάψυχρο, ξεσχίζουν τις ζωές, τα όνειρα εκατομμυρίων συνανθρώπων μας. Ένιωσα μέσα μου παράπονο φρικτό μα και παρόρμηση για αγώνα. Όχι, ας μη χαθούμε ο καθένας μόνος του, όπως βουλιάζει τώρα αυτό το νιο βλαστάρι, επαίτης σε θάλασσα άγρια, μαύρη, αβυσσαλέα. Η τυραννία, η οικονομική εξαθλίωση, ο ολοκληρωτισμός, που αναγκάζει όλους εμάς να κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε, που μας αφαιρεί το δικαίωμα να μιλάμε, να αναπνέουμε, να κάνουμε όνειρα, πρέπει να πολεμηθούν ασυνθηκολόγητα.
Στην επέλαση των φαντασμάτων, στις φαιές ερπύστριες που ασχημονούν, οι λέξεις της οργής στερεύουν. Μόνη απάντηση: η δράση η κοινή. Ας μην χαθούμε ο καθένας χωριστά! Ας απαντήσουμε με την αντίσταση της ποίησης. Καιρός να οργανώσουμε τους μικρούς, σκληρούς πυρήνες αντίστασης που αυθαδιάζουν στην ακατάσχετη καθημερινότητα του θανάτου, όπως το απροσδόκητο χορτάρι που ξεπροβάλλει καγχάζοντας μέσ’ απ’ τις ρωγμές της ασφάλτου, κι είναι ο στόχος όλων των βιαστών της λαϊκής θέλησης.
Προχώρησα. Η σκέψη μου, όμως, έμεινε καρφωμένη στου αγοριού την τραγική μορφή. Φτωχέ, μικρούλη, με τα καστανά μάτια, τα λίγο έκπληκτα, αντί στου σχολείου τα θρανία να σχεδιάζεις το μέλλον σου, τώρα καθισμένος στις σκάλες της εκκλησίας, εκπαιδεύεσαι, αλίμονο, ζήτουλας!
Θα ’θελα να ρωτήσω όλους εκείνους τους πομφόλυγες, που παραδίνουν τους πόρους της πατρίδας στους τοκογλύφους, που κατεδαφίζουν την περίθαλψη, την παιδεία, που υφαρπάζουν τις συντάξεις, που συμπιέζουν τους μισθούς σ’ επίπεδα πείνας, σκέφτηκαν άραγε; αναρωτήθηκαν ποτέ; ταράχθηκε ο ύπνος τους από την πονεμένη μορφή τόσων παιδιών; Όλων αυτών που ζητούν ένα τόπο να σταθούν, ένα τόπο να βρεθούν με άλλους, με τον εαυτό τους; που ψάχνουν να ’βρουν ένα τρόπο να χωρέσουν μέσ’ στο σάρκινο χιτώνα τους; Άραγε εκτός του να πουλάτε αίμα, ψέμα, σπέρμα, πόνο, δυστυχία, δράμα, γκλαμουριά, μπορείτε να συνειδητοποιήσετε τι κακό έχετε κάνει σε τόσο αθώα πλάσματα;
Ξέρω. Δακρύβρεκτοι θα πείτε: «Αν ξέρατε ο σταυρός του μαρτυρίου που εμείς σηκώνουμε πόσο μας πληγώνει τον ώμο, πόσο μας ματώνει τη ψυχή… Αλλά σε μας έτυχε ο ιστορικός λαχνός να θυσιαστούμε για τη σωτηρία του έθνους. Εμείς όμως μένουμε πιστοί στον όρκο μας: Ποτέ δεν θα αποτολμήσουμε να προκαλέσουμε ρήγμα στην εσωτερική τριανδρία που μάχεται να μείνουν αλώβητοι οι διεθνείς τοκογλύφοι».
Τι ντροπή! Θέλουν να μας πείσουν πως η απώλεια της μνήμης μας είναι ολοσχερής κι έτσι το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον μετατρέπονται για το υποκείμενο που τα ζει σ’ έναν άχρονο πολτό που μέσα του το ανθρώπινο πρόσωπο πλέει χωρίς κανένα προσανατολισμό και κυρίως χωρίς πολιτισμική αναφορά, χωρίς πολιτικά κριτήρια.Αρκετά μας ταλαιπωρήσατε με τη λίμπιντο της καρέκλας. Καιρός ν’ ακούσετε την κραυγή των παιδιών, των νέων ανθρώπων, που γέρασαν πρόωρα, που είδαν τόσο νωρίς τα όνειρά τους να κουρελιάζονται. Τους ξεριζώσατε το χαμόγελο. Τους προσφέρατε τον πέπλο της απάθειας. Μα δεν τον δέχτηκαν. Εσείς με τις πλουμιστές γραβάτες και τα καλοραμμένα κοστούμια, προσέχτε! Τα παιδιά δεν ξεχνούν! Μην πείτε άλλο ένα Ναι στους τοκογλύφους. Τα παιδιά θα σας τιμωρήσουν. Χόρτασαν τα λόγια τα μάταια, τα τετριμμένα λόγια. Κανέναν δεν πείθουν. Φτάνει πια. Από εδώ και μπρος άλλα λόγια θα ακουστούν απ’ τα νεανικά τα χείλη. Θα ‘ναι χαρμόσυνα, του αγώνα. Βροχή σε διψασμένο χώμα.
Σχόλια