Δυο σκέψεις για όσα έγιναν κατά (και μετά από) την πρόσφατη εκδήλωση, πέρα από το φαίνεσθαι και το γενικώς θορυβείν
του Ρούντι Ρινάλντι
1 Επαναηθικοποίηση της πολιτικής
Υπάρχει τεράστιο κενό, ένα διαζύγιο ανάμεσα στην πολιτική (και τους πολιτικούς) και την ηθική. Προσωπική ανέλιξη, ψηφοθηρία και μάρκετινγκ, αναδεικνύονται σε βασικές μορφές της πολιτικής δράσης. Λόγια, συνθήματα και κυρίως ατάκες υπηρετούν αυτά, χωρίς ουσιαστική υπόσταση και σχέση με τα πραγματικά προβλήματα. Η προσωπική ιδιοτέλεια είναι το μέγιστο των ατομικών δικαιωμάτων. Η δημιουργία κομμάτων και κομματιδίων, κυρίως αρχηγικών και παλαιοκομματικής κοψιάς, συμβαίνει σήμερα σε μια περίοδο κατοχύρωσης θέσεων, αφού όλοι λογαριάζουν ότι το τοπίο θα αλλάξει και ίσως κάπου βρουν να πλασαριστούν.
Επί του συγκεκριμένου, ο Μανώλης Γλέζος δεν έχει σχέση με όσα αναφέραμε. Η παρουσία του στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου σημαδεύεται από έντονα στοιχεία ηθικής και ιδεολογίας. Ακόμα κι όταν κανείς δεν συμφωνεί με κάποιες επιλογές του (κανείς δεν είναι υπεράνω κριτικής), οφείλει να κατανοεί ποιος είναι ο Μανώλης Γλέζος και τι «εκτόπισμα» έχει.
Η Ζωή Κωνσταντοπούλου δείχνει να μην το αντιλαμβάνεται καθόλου όταν γράφει: «Ο Μανώλης Γλέζος προτίμησε να βάλει ο ίδιος με τα χέρια του τη σημαία του κατακτητή πάνω στο μνημείο των θυμάτων» και συμπληρώνει ότι προσυπογράφει ένα κείμενο του συνεργάτη της, Διαμαντή Καραναστάση, ο οποίος γράφει: «Ο Γλέζος είναι ο ήρωας που πριν 76 χρόνια κατέβασε τη σημαία από την ακρόπολη. Ο Γλέζος είναι αυτός που χτες την έβαλε πίσω. Αυτή τη φορά πάνω στο μνήμα των νεκρών. Την άρπαξε και την έβαλε με μανία… Ο Μανώλης Γλέζος, φοβήθηκε χτες ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου -που μπορεί να έχει μαζί της ό,τι προσωπικό θέλει- θα του πάρει τη σημαία που κατέβασε κάποτε. Και προτίμησε να τη βάλει πίσω από το να την αφήσει στα χέρια άλλου».
Εδώ ξεπερνάμε πια κάθε μέτρο. Δεν υπάρχει κανένα, μα κανένα μέτρο…
Ο Μανώλης Γλέζος δεν είναι χθεσινός. Είναι γελοία οποιαδήποτε σύγκριση της Ζωής Κωνσταντοπούλου μαζί του. Για όσα έχει κάνει για τις μαρτυρικές πόλεις και χωριά, για τις πολεμικές αποζημιώσεις, την αποκατάσταση της Ιστορίας, για τους δεσμούς αίματος που έχει με τον κόσμο της εθνικής αντίστασης, θα ήταν επιβεβλημένος ο ελάχιστος σεβασμός.
2 Εγκλήματα και συγχώρεση
Δεν υποστηρίζουμε γενικά τον «καθωσπρεπισμό» στην πολιτική. Για παράδειγμα, δεν θα μας ξένιζε διόλου η παρέμβαση κατοίκων μαρτυρικών χωριών απέναντι σε γερμανικές και ελληνικές αρχές με στόχο την υποκρισία και την αμνησία ή για τα σημερινά πεπραγμένα τους. Πολλά από τα συγχαρητήρια που εισέπραξε ο Μανώλης Γλέζος (π.χ. από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας) στάλθηκαν γιατί πρόσκαιρα έβγαλαν την επίσημη πολιτεία από μια δύσκολη θέση.
Ο λόγος του Μανώλη Γλέζου ότι «ο γιος του εγκληματία δεν ευθύνεται για τα εγκλήματα του πατρός του», είναι που έχει μια μεγάλη ηθική φόρτιση και δεν μπορεί να προσπεραστεί εύκολα.
Τα εγκλήματα των ναζί ήταν τρομερά και δεν σβήνονται. Ακόμα κι αν είχαν ικανοποιήσει οι γερμανικές αρχές το αίτημα των επανορθώσεων και της επιστροφής όσων άρπαξαν οι χιτλερικοί, και πάλι η συγχώρεση θα ήταν ένα άλλο κεφάλαιο, μια πράξη που δεν θα συνδέονταν με ανταλλάγματα οποιουδήποτε είδους.
Μόνο οι παθόντες, όσοι έζησαν και ξέρουν όσα συνέβησαν μπορούν να συγχωρήσουν. Γι αυτό ορισμένες τελετές και εκδηλώσεις έχουν έναν ιερό χαρακτήρα, αποτελούν έναν τρόπο με τον οποίο ο λαός διασώζει την μνήμη και τα ιερά του, τον πόνο που δεν σβήνει με δεκάρικους κάθε είδους, και δεν αποτελούν πεδίο εύκολης πολιτικολογίας και αυτοπροβολής.
Σημαντικοί διανοητές (πχ Ντεριντά, Άρεντ) μιλώντας γενικά για την συγχώρεση (για τα ναζιστικά εγκλήματα ή για άλλα που έγιναν κατά της ανθρωπότητας), τονίζουν μεταξύ άλλων ότι υπάρχει παραδοχή του ασυγχώρητου, γι’ αυτό η συγχώρεση πρέπει να αναγγείλει τον εαυτό της ως το ίδιο το αδύνατο. Η συγχώρεση πρέπει να εμπλέκει δύο ενικότητες, τον ένοχο και το θύμα. Όποια άλλη παρεμβολή τρίτου οδηγεί στην αμνηστία, στην συμφιλίωση, στην επανόρθωση που δεν έχουν σχέση με την συγχώρεση. Η συγχώρεση δεν ανέρχεται σε θεραπεία συμφιλίωσης. Η συγχώρεση δεν προϋποθέτει την λήθη αλλά την μνήμη.
Αναφερόμενος ο Ντεριντά σε ένα παράδειγμα από τη Νότια Αφρική, αναφέρει χαρακτηριστικά την κατάθεση της συζύγου ενός δολοφονημένου ανθρώπου από βασανιστές: «Μια επιτροπή ή μια κυβέρνηση δεν μπορεί να συγχωρήσει. Μόνο εγώ, εν τέλει, θα μπορούσα να το κάνω. Και δεν είμαι έτοιμη να συγχωρήσω».
Όποιος θέλει να σκύψει με σεβασμό πάνω στις πληγές και τον πόνο που προκαλούν τα εγκλήματα, να εμβαθύνει μπροστά στην θηριωδία του ίδιου του ανθρώπου απέναντι σε άλλα ανθρώπινα όντα, δεν μπορεί παρά να θυμηθεί τα λόγια του Αισχύλου πριν 2.500 χρόνια: «Να δαμάσουμε την αγριότητα του ανθρώπου και να κάνουμε ήμερη την ζωή αυτού του κόσμου».
Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι
της Ειρήνης Μιγάδη
Έχω να αναφέρω τρία προσωπικά βιώματα:
1 Εκδήλωση στο ινστιτούτο Goethe πριν αρκετά χρόνια με έναν σύγχρονο Γερμανό διανοητή. Θέμα της, η αγάπη, η συμφιλίωση και η διακοπή της παράδοσης-καλλιέργειας μίσους. Όλα αυτά με δραματοποίηση επί σκηνής του δράματος των Καλαβρύτων. Η πρόταση είναι ότι η διαιώνιση ενός απρόσωπου και ανεπεξέργαστου μίσους λειτουργεί υπέρ της επανάληψης τέτοιων απάνθρωπων πράξεων, χάνοντας την εστίαση στον άνθρωπο, σε όποια πλευρά και αν αυτός βρίσκεται.
2 Πήγα πριν λίγο στα Καλάβρυτα. Για μένα, το έγκλημα διαπράττεται ακόμα: Δεν είναι μόνο οι σκοτωμένοι ή οι εξανδραποδισμένοι, μα και ο τόπος που έχασε για πάντα -αφού και μέχρι σήμερα- το βήμα του, την κοινωνική του ανάπτυξη, οικονομική, πνευματική…
3 Πήγα και στο Καστελόριζο. Ρώτησε κανείς τους κατοίκους του νησιού αν ήθελαν να είναι αυτός ο γραφικός οικισμός υπηρεσιών τουρισμού του σήμερα ή αν προτιμούσαν το ακμάζον Καστελόριζο των 10.000 κάτοικων με τα υδροπλάνα και τη ναυτιλία που ισοπέδωσαν και ερείπωσαν οι Άγγλοι το 1943; Ρώτησα κάτι φαντάρους τι ήταν η τελετή που οργάνωναν μαζί με κάποιους μαυροντυμένους Ελληνοαυστραλούς, αναρωτώμενη μήπως είναι επεισόδιο από το «Λούφα και Παραλλαγή». Τελικά ήταν για έναν τοπικό ήρωα που είχαν εκτελέσει οι Ιταλοί, αφού τους είχε ανατινάξει 28 αεροπλάνα… Και εκεί το έγκλημα εξακολουθεί να διαπράττεται.
Η ιστορία παραποιείται όταν δεν γνωρίζουμε τη συνέχεια των γεγονότων, τι συνδέει το χθες με το σήμερα, όταν όντως χάνουμε το σημαντικό που επαναλαμβάνεται διαρκώς, μεταμφιεσμένο με πότε τη μια, πότε την άλλη στολή, πίσω από λαούς με «κακό DNA», ή ανθρώπους μοιραίους…
Νοιώθω να υπάρχει μια φυγόκεντρος δύναμη, μια συγχητική πραγματικότητα με τάση να επικεντρώνει στον αφρισμό, στην εξαέρωση του σημαντικού. Ούτε καν στα δευτερεύοντα, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ενισχύοντας μια εμπλουτισμένη άποψη της εστίασης στην κοινωνία των ανθρώπων. Μια ελαφρότητα που αυτοεξυπηρετείται και αυτοδικαιώνεται. Παραπλανεί και ευθύνεται – τόσο, όσο – για το έγκλημα που επιβιώνει κάθε φορά με τη μεταλλαγμένη μορφή που έχει στο εκάστοτε σήμερα.
Δεν θα ασχολιόμουν ιδιαιτέρα, μάλλον καθόλου, με την Κωνσταντοπούλου (δηλαδή να την κατηγορήσω ή να την «ακυρώσω»), αλλά με τη θετικότητα της στάσης του Γλέζου. Συμφωνώ για την νύξη των αποζημιώσεων, ήταν μια ευκαιρία να γίνει, αλλά υπήρξε επιλογή στο πώς θα γίνει. Άλλωστε η κατάθεση στεφάνου είναι μια σοβαρή συμβολική πράξη, νομίζω. Και εδώ η Γερμανία υποκλίνεται, τύποις έστω αναγνωρίζει τη διάπραξη ενός εγκλήματος. Η Κωνσταντοπούλου είναι νομικός, πώς αρνείται το δικαίωμα αναγνώρισης ενός εγκλήματος…
Για μένα, η στάση του Γλέζου έχει μια βαρύτητα γιατί ακριβώς είναι ένας μεγάλος πια άνθρωπος, ο ίδιος παθών, που δέχεται να αναγνωρίσει τη βλάβη σφαλερών συναισθημάτων όπως είναι το μίσος και ο φόβος που έντεχνα διοχετεύεται από τις εξουσίες για να χωρίσουν τους ανθρώπους σε στρατόπεδα. Ό,τι κάνουν σήμερα με τον Γερμανό εργάτη που θεωρεί ότι μας πληρώνει.
Δεν συγκρίνεται η αφαίρεση της σημαίας επί γερμανικής κατοχής και η «πολιτισμένη» προχθεσινή τελετή.