Το editorial του Δρόμου που κυκλοφορεί το Σάββατο 11 Ιουλίου
Με κομμένη την ανάσα παρακολουθεί ο ελληνικός λαός τη μετατροπή τού «όχι στα μνημόνια» σε ένα νέο μνημόνιο, ίδιο ή και χειρότερο με αυτό που απέρριψε το δημοψήφισμα.
Από το πανηγύρι της αντίστασης, που ξεσήκωσε ολόκληρο τον πλανήτη, καλείται τώρα η κυβέρνηση της «πρώτη φορά Αριστεράς» να διαχειριστεί μια επαχθή συμφωνία, καταστροφική για τη χώρα και ακυρωτική για την ίδια.
Καταλαβαίνουν, βέβαια, οι πολίτες πως η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει ένα πραγματικό πρόβλημα, πως το ίδιο επαχθής από οικονομική άποψη θα ήταν μια άτακτη χρεοκοπία, που σε συνθήκες χρηματοοικονομικής ασφυξίας θα οδηγούσε σε ένα εξίσου άτακτο GRexit. Καταλαβαίνουν πως η Ελλάδα καλείται να αναμετρηθεί με υπέρτερες δυνάμεις, ότι η χρηματοοικονομική ασφυξία που βιώνει δεν είναι παρά μια σύγχρονη εκδοχή της κλασικής «πολιτικής των κανονιοφόρων».
«Οι Έλληνες δίνουν ένα παράδειγμα και θέτουν ένα πρόβλημα στο οποίο, φυσικά, δεν μπορούν να δώσουν λύση μόνοι τους», έγραψε ο Ετιέν Μπαλιμπάρ στη Liberation, σχολιάζοντας το ελληνικό «όχι». «Σας βλέπω πολύ μόνους», είχε πει ο αντιπρόεδρος της Βολιβίας, Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα στο Resistance Festival πριν από λίγες βδομάδες.
Αυτή τη δύσκολη κατάσταση η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν προσπάθησε να την αντιμετωπίσει λέγοντας την αλήθεια και προετοιμάζοντας το λαό. Του είχε υποσχεθεί ότι θα τον απαλλάξει από τα μνημόνια μέσω της «πραγματικής διαπραγμάτευσης». Είχε ίσως την εντύπωση ότι θα συζητούσε με απογόνους του Καντ και του Χέγκελ. Αντ’ αυτών βρήκε απέναντί της άξιους εκπροσώπους τού ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας, και μάλιστα στη νέα εξελιγμένη τους μορφή, του πιο άγριου μεταμοντέρνου νεοφιλελευθερισμού.
Παρ’ όλα αυτά, όταν η κυβέρνηση κάλεσε αυτόν τον απροετοίμαστο λαό να πάρει θέση απέναντι σ’ αυτές τις δυνάμεις, αυτός επέδειξε αξιοθαύμαστο φρόνημα. Αποδείχθηκε ηθικά έτοιμος να αναλάβει το φορτίο μιας σύγκρουσης, ακόμα και εν θερμώ.
Παραβλέποντας αυτό το θαυμαστό γεγονός, η κυβέρνηση δεν έκανε δεύτερες σκέψεις. Παρέμεινε εγκλωβισμένη στην ιδέα της διαπραγμάτευσης, αντιμετώπισε το δημοψήφισμα ως μη γενόμενο και επέστρεψε στο τραπέζι με όρους πολύ χειρότερους απ’ αυτούς που αντιμετώπιζε πριν το δημοψήφισμα.
Έτσι, λοιπόν, φαίνεται ότι στο διάστημα από την Κυριακή του δημοψηφίσματος ώς την Κυριακή της συμφωνίας συντελείται ένα σχίσμα· ένας χωρισμός. Ο λαός ωριμάζει, το ίδιο και η κυβέρνηση, σε διαφορετική όμως κατεύθυνση. Η ωρίμανση της κυβέρνησης γίνεται με τους όρους του πολιτικού συστήματος, των Μedia, των δανειστών. Ο λαός καλείται να βρει τους δικούς του όρους ωρίμανσης. Γιατί «μπορούμε και αλλιώς», όσο κι αν σχεδόν όλοι πασχίζουν να το διαψεύσουν.