του Νίκου Σταθόπουλου

«Ω ανέμυαλες φροντίδες των ανθρώπων, πόσο στραβοί οι συλλογισμοί, που κάτω σάς κάνουν να χτυπάτε τις φτερούγες» αναφωνεί ο Δάντης, βλέποντας στην Κόλαση το φρικτό αντίτιμο της ανθρώπινης ματαιοδοξίας.

Γιατί σημασία έχει να διατηρηθούν οι «φτερούγες», δηλαδή η «αγγελική φύση», η ανθρώπινη κατάσταση ως διαρκής πηγή της δημιουργικότητας και του αγαθού, αφού αυτό είναι το καταστατικό δέον του πολιτισμού. Όλα τα άλλα είναι απλή «ζωή», δηλαδή χρόνος μετρήσιμος σε μια «γραμμή παραγωγής» με αυτονόητη «ημερομηνία λήξης». Στα δίσεχτα χρόνια του κορωνοϊού, πρώτιστο μέλημα η διάσωση του ανθρώπινου νοήματος!

Κάπως «θεούσικα» αυτά (και κηρυγματικώς ηθικολογικά), σε μια σκοτεινή εποχή επέλασης του μαζικού θανάτου, σε μια τραγική συγκυρία όπου ο αλαζών μεταβιομηχανικός άνθρωπος της «ανάπτυξης» ανακαλύπτει ξανά το ατελές του, την λειψή του φύση, το «καθεστώς ορίων» που διέπει τη σύνολη οντολογία του. Και ενώ το ανακαλύπτει, ανακαλύπτει μαζί και την ταπεινωμένη του αμεριμνησία στα ράφια ενός σούπερ μάρκετ όπου «μάχεται» για ένα «πρότζεκτ καταφύγιου» ενάντια σε όλους τους άλλους αποσυντονισμένους για τα καλά «εν καταναλώσει αδελφούς».

Αυτές τις μέρες, με αλαλαγμούς και βόγκους, πεθαίνει το πολιτικό όπως το μάθαμε από μια ξενόδουλη μιμητικότητα και από μια μεσσιανική αριστερότητα. Το πολιτικό της μονοσήμαντης «ταξικότητας» και, συμπληρωματικά, της «αταξικής ουδετερότητας», το πολιτικό το «αρχηγοκεντρικό» που πάντα κρινόταν στο αν μπορούσε «να καθαρίσει» την κρίσιμη ώρα. Το πολιτικό της ανάθεσης, που μέσω αυτής αποποιούνταν κάθε ευθύνη και ανανεώνοντας τον πτωχοπροδρομισμό κατέφευγε σε νέο «πατερούλη». Μπορούμε να χαμογελάσουμε, ίσως, καθώς πλέον εισάγεται στα εγχώρια «κοινά» η αμεσότητα του θανάτου, κάτι που αποτελεί κανονικά ένα κρίσιμο σοκ για συνηθισμένους στον χαχανούλικο ψευδοδιονυσιασμό.

***

Ο κορωνοϊός αλώνει μια ήδη διαβρωμένη πόλη – συνείδηση, όπου η ύπαρξη εννοείται ως «βιολογικός κύκλος» και η μοναξιά μεσολαβείται από αντικείμενα και πραγμοποιημένους ανθρώπους.

Ο κορωνοϊός είναι σπουδαία ευκαιρία να δούμε την τραγική μας έκπτωση μέσω της τερατώδους γητειάς του εμπορευματικού εκμεταλλευτικού συστήματος, και να οραματιστούμε μια αναγέννηση βαθιά, πέραν των τυπικών της «κοινωνικής αλλαγής».

Να μην υποταχθούμε στη «χαμοζωή της ιδιωτικής καραντίνας» και να συντηρήσουμε το μέλλον ως βεβαιότητα μιας νέας αίσθησης του κόσμου.

Να ξεφύγουμε από το στενά ατομικό, και να κάνουμε μια αθόρυβη επανάσταση της συλλογικής αγωνίας και μέριμνας, συστοιχιζόμενοι, έτσι, με τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό που «τα δίνουν όλα» για την υγεία των πολλών, ενώ ο μνημονιακός Αρμαγεδδώνας ήδη έχει εκδώσει ετυμηγορία θανάτου για τους μη έχοντες «κατώτερους».

Την ώρα που η πιο απτή πραγματικότητα ρίχνει στα σκουπίδια τις παγκοσμιοποιητικές μετανεωτερικές μούφες, είναι ατιμωτική αυτολύπηση να ενδίδεις στον «μετεξελιγμένο» μαλθουσιανισμό που σταδιακά ενσωματώνει στις πλανητικές στρατηγικές του την «πολιτική των πληθυσμών».

Δεν είμαστε «πληθυσμός» αλλά σύνολα και συνάφειες ανθρώπων που αυτοβιώνονται ως κοινότητες με ταυτότητα και συλλογική ψυχή και ονειρικές προβολές στο μέλλον.

Δεν είμαστε αριθμημένες αγέλες που πότε θα τις σκοτώνουν πότε θα τους επιβάλλουν γη κατοικίας πότε θα τις ρίχνουν στα αζήτητα των κοινωνικών αποκλεισμών.

Και ενώ αυξάνουν με ταχύτατους ρυθμούς οι νεκροί, ερίζει ο τάλας «σύγχρονος άνθρωπος» περί «καύσης» ή «ταφής», προσπερνώντας «τεχνοκρατικώς» την μαύρη ουσία του θανάτου, σα να λέμε ένα «της προόδου» άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Ερίζει και καταπτοημένος, μπλεγμένος σε μύριες ιδεολογίες, τρέχει να «σωθεί» στο κέλυφος του «ιδιωτικού χώρου», σπρωγμένος εκεί από τη φοβική του φύση και από τον (υστερόβουλο, σε σημαντικό βαθμό) κρατικό πατερναλισμό. Και ο φόβος, βέβαια, δεν είναι «ελάττωμα», αρκεί να μη γίνεται ηττοπάθεια και ενδοτικός πανικός και εκμηδένιση της ανθρώπινης αξίας. Κάτι που τόσο ορέγονται οι «έμποροι των εθνών» για να δώσουν απόλυτη ρίζα στην κυριαρχία τους. Η τρομολαγνία των ΜΜΕ είναι υποχρεωτική αποκάλυψη της βούλησης των ελίτ να ζούμε στον τρόμο, να τρεφόμαστε με τρόμο, να «αδράχνουμε τη μέρα» σα να είναι η στερνή της πλάσης, δηλαδή ματαιωμένοι και χωρίς ορίζοντα ονείρων.

Μπορεί άραγε, μπορούμε, όλοι μας, να είμαστε αισιόδοξοι μέσα σε τόση δυσοίωνη υπερπληροφόρηση, μέσα σε τόσο βάσιμο (;) πανικό, μέσα σε τόση υπονοούμενη πιθανότητα να εκλείψει ένα μεγάλο ποσοστό του ανθρώπινου γένους; Μπορούμε να αντέξουμε τόση «πανάκεια» στην ανά λεπτό μεταβαλλόμενη «αυθεντία των ειδικών», τόση «εγγύηση συνέχειας» από τα μεγάφωνα ενός κράτους που κάνει πρωταθλητισμό σε αντιλαϊκότητα και αντικοινωνικότητα, τόση «σοφή ποσόστωση ελπιδολογίας» από «διανοούμενους» που ψυχή τε και σώματι στηρίζουν την απάνθρωπη ταξική μονομέρεια των οιονεί κοινωνικών εργοδοτών τους;

***

Η αισιοδοξία είναι μια διανοητική προβολή πεποιθήσεων, μια «συλλογιστική προσέγγιση» με μόνο περιεχόμενο την υποκειμενική κρίση σε ένα πεδίο θεωρητικών ενδεχομένων. Η αισιοδοξία είναι διαψεύσιμη από τον σκεπτικισμό και τον πραγματισμό, είναι δηλαδή απλή όψη των ιδεολογικοποιημένων αντιφάσεων δια των οποίων εμπεδώνεται το στάτους κυριαρχίας. Δεν είναι μια («αντιεπιστημονική» και ανυπάκουη και «ανορθολογική») ψυχική ορμή που τροφοδοτεί με πάθος δημιουργίας την αρμονία του νου, του χεριού και της καρδιάς. Αυτό είναι η ελπίδα, δηλαδή η πίστη στη δυνατότητα χωρίς αλγόριθμους αλλά με ενεργητική επίκληση κάθε «ενεργειακής εστίας» της ανθρώπινης ύπαρξης. Μπορούμε μόνο να ελπίζουμε!

Η ελπίδα προϋποτίθεται σε κάθε αναμέτρηση του ανθρώπου με τη μοίρα του, σε κάθε εγχείρημα ανατροπής της μιζέριας και της στασιμότητας. Καμιά εγγύηση δεν περιέχεται στα αγωνιζόμενα οράματα, καμιά «επιστήμη» δεν «τεκμηριώνει» τους πόθους ως (τάχα) «αναγκαιότητες». Ο μόνος λόγος για τον οποίο η φθαρτότητα αποκτά την αντοχή της θεϊκής ουσίας, δηλαδή νικά τον φόβο και ανανεώνει το υπάρχειν ως κοσμογονία, έχει αποδοθεί από τον Φώτη Αγγουλέ «έχουμε τη ζωή πολύ / πάρα πολύ αγαπήσει». Η αγάπη της ζωής, όχι με την ευτέλεια του «εαυτούλη» αλλά με την παλικαριά του δημιουργικού ερωτικού δέους, είναι το μέγα κίνητρο, αφού αγαπώ τη ζωή σημαίνει αγαπώ τον συνάνθρωπο και τις σχέσεις μας, αγαπώ τις πρακτικές σημασίες της οικοδομητικής συνύπαρξης, αγαπώ το γεγονός που δίνει στην ατομικότητα το μεγαλείο του Προσώπου.

Η «αντικειμενικότητα» της άγριας λοίμωξης, των συστημικών «εξαργυρώσεων» του διάχυτου φόβου, και των εθισμών «αυτοματικής επιβίωσης», ορίζει ένα δυσοίωνο ρεαλισμό, που συνέχεται από την παθητικότητα της ηρωικής κακομοιριάς τού τύπου «Χαίρε Καίσαρ, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν». Και είναι αυτή η στάση εχθρική στη ζωή, και είναι αβανταδόρος της δυστοπικής παθολογίας που απελευθερώνει η «παγκοσμιοποίηση των εκφυλισμών». Μάς εκπαιδεύουν για «ευπειθείς υπηκόους», μάς «γυμνάζουν» για «αποτελεσματικούς καταναλωτές», και, σε κάθε κρίσιμη συγκυρία, μάς αξιώνουν τη ριζική παθητικότητα, τώρα έναν «ασφαλή ιδρυματισμό».

Από κτίσεως κόσμου, πάμπολλες υπήρξαν οι στιγμές γενικευμένης απειλής, απειλής κατά της σύνολης ανθρώπινης κατάστασης. Αρρώστιες, φυσικές καταστροφές, ανθρώπινη βαρβαρότητα. Και κάθε φορά, με το αυθόρμητο της «ζωικής ορμής», και με τα «συνήθεια» της συλλογικής αναπαραγωγής της ζωής, και με τα «κεντρίσματα-ντοπαρίσματα» της αληθινής τέχνης, και με τον υπερδιεγερτικό μυστικισμό της τελετουργικής ομαδικής μεταφυσικής: το Κακό χανόταν, η ζωή αποκαθιστούσε το προνόμιο αιωνιότητας του ανθρώπινου συνεχούς, ο άνθρωπος ξανακοίταγε με χαρά και προοπτική τον καινούργιο ήλιο. Κάθε φορά, η νίκη της ανθρώπινης ελπίδας συνοδευόταν από ουσιαστικές προόδους στη σκέψη και τις ιδέες, στα αιτήματα και τις διεκδικήσεις, στις ουτοπίες και τα ανατρεπτικά πάθη. Αυτή πρέπει να είναι και σήμερα η κινητήρια ιδέα. 

***

Η ζωή, είτε ως κατάφαση της απελευθερωτικής πνευματικότητας, είτε ως ένθεη εξερεύνηση του βάθους της ύπαρξης, είτε ως συνείδηση των «κακών» της ιστορίας σε μια πολιτική βούληση να επιβληθεί η κοσμική Εδέμ της δικαιοσύνης: αυτή η ζωή θα νικήσει, όπως νικάει πάντα! Αρκεί, μέσα στο κρεσέντο αποσύνθεσης που σταδιακά κορυφώνει ο απάνθρωπος πλανητικός πολιτισμός των «Εταιρειών χωρίς σύνορα», να αντιτάξουμε την «κοινοτική αρχή», τον «ανθρωπισμό της ενεργητικής συμπόνιας» και την «ηθική του δώρου». Μάς ζητούν να πεθάνουμε μόνοι και έγκλειστοι, σαν «λεπροί» μιας ακατανόητης «μοίρας» με διαρκές άγχος «μήπως προσβληθήκαμε». Τηρώντας τις χρήσιμες άμυνες, αναστοχαζόμαστε το διαλυμένο κοινωνικό και το παρακμιακό πνευματικό των νεοφιλελεύθερων κοινωνιών, και ψηλαφούμε ξανά τις παραδόσεις κοινού βίου και ανανεούμενης γιορτής που μάς εξανάγκασαν να ξεχάσουμε. Η πληττόμενη ατομικότητά μας, θα κερδίσει κι αυτή τη μάχη, αναστυλώνοντας στην ερημία των πολιορκούμενων πόλεων την Κοινωνία του Προσώπου…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!