Η άγρια καταστολή και ο στρατιωτικός νόμος εντείνουν τις αντιθέσεις. Του Γιώργου Τσίπρα.
Αυτή τη φορά ίσως οι συστημικές συνέπειες μακροπρόθεσμα να είναι πολύ σοβαρότερες για το καθεστώς. Άλλωστε, όταν στις 10 Απρίλη ο στρατός επιτέθηκε για πρώτη φορά σε ρυθμούς πογκρόμ στην Μπανγκόκ, αφήνοντας πίσω του 21 νεκρούς και πάνω από 800 τραυματίες, πιστεύοντας πως η παλιά και πολυδοκιμασμένη συνταγή της κτηνωδίας θα τερμάτιζε έτσι απλά το κίνημα των Κόκκινων Πουκάμισων, είχε πέσει τελείως έξω. Την επόμενη κιόλας μέρα, οι διαδηλωτές ήταν και πάλι στις θέσεις τους, πιο αποφασισμένοι, πιο πολλοί.
Το νέο κύμα καταστολής, πριν από λίγες μέρες, σε όλη τη χώρα, με τους δεκάδες νεκρούς, τη δράση τεθωρακισμένων, την απαγόρευση κυκλοφορίας, τον έλεγχο του Τύπου και άλλα πολλά ίσως ελέγξει πρόσκαιρα την κατάσταση, αλλά μακροπρόθεσμα «φιτιλιάζει» ένα σκηνικό φορτωμένο με ισχυρότατες αντιθέσεις. Λίγο πριν από τη νέα καταστολή, ακόμη και οι New York Times εκτιμούσαν ότι «η Ταϊλάνδη συνταράσσεται από μια άγρια διαπάλη ανάμεσα στην εθνική ελίτ και στους φτωχότερους μη προνομιούχους, που εξελίσσεται με διαμαρτυρίες που έχουν παραλύσει την Μπανγκόκ για εβδομάδες και απειλούν να επεκταθούν» (ΝΥΤ, 15/5).
Η Ταϊλάνδη ανήκει στο μακρύ κατάλογο των χωρών που η «προφύλαξή» τους πάση θυσία από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» μεταπολεμικά οδήγησε σε τερατογενέσεις σε διάφορα επίπεδα της εθνικής τους ζωής. Ο σεξοτουρισμός (και ανηλίκων) είναι η πιο γνωστή τερατογένεση στην Ταϊλάνδη, αλλά δεν είναι η μόνη. Η ίδια η πολιτική ζωή έχει επίσης στοιχεία που προσιδιάζουν σε μπανανίες της Λατινικής Αμερικής. Η τελευταία σφαγή θα προστεθεί στον επίσης μακρύ κατάλογο των σφαγών και των θυμάτων του στρατού, όταν τα πράγματα… δεν βαίνουν καλώς, είτε είχαμε αυθεντικά λαϊκά ή φοιτητικά κινήματα είτε διαπάλη στο εσωτερικό των αρχουσών τάξεων είτε εξέγερση μουσουλμάνων κ.λπ.
Η μαχητικότητα των Κόκκινων Πουκάμισων είναι εν μέρει ακατανόητη στη Δύση. Στις 7 Απρίλη, είχαν εισβάλει στο Κοινοβούλιο, αναγκάζοντας τον αναπληρωτή πρωθυπουργό να διαφύγει με ελικόπτερο. Εδώ και ένα μήνα, είχαν καταλάβει ολόκληρα (εμπορικά) οικοδομικά τετράγωνα ως «απελευθερωμένες περιοχές», όπως τις αποκαλούν, ζητώντας διάλυση του Κοινοβουλίου και εκλογές. Απέρριψαν ακόμη και την πρόταση του πρωθυπουργού για εκλογές το Νοέμβρη, ένα χρόνο πριν από τις προγραμματισμένες. Στην επαρχία, υπήρξαν κινήσεις για κατάληψη κρατικών κτιρίων και ένοπλες συγκρούσεις. Κι όμως, όλα αυτά δεν είναι «πολλά» έπειτα απ’ όσα έχουν γίνει και, επιπλέον, το «δικαίωμα» έδωσαν οι ίδιες οι πρακτικές του καθεστώτος.
Το 2006, ο εξόριστος σήμερα ηγέτης της αντιπολίτευσης Τακσίν είχε ανατραπεί με στρατιωτικό πραξικόπημα. Αυτό δεν αποτελούσε μεγάλη έκπληξη για την πολιτική ιστορία και κατάσταση στην Ταϊλάνδη. Ο στρατός διόρισε τη μισή γερουσία και προχώρησε σε νέες εκλογές, σε συνθήκες στρατιωτικού νόμου. Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα του Τακσίν ξανακέρδισε τις εκλογές. Τότε η χούντα προχώρησε, από τη μια, στη διά νόμου διάλυση του κόμματός του, ενώ σε όλη εκείνη την περίοδο το κίνημα των φιλοβασιλικών Κίτρινων Πουκάμισων, που μεταχειριζόταν ο στρατός, είχε παραλύσει την οικονομική ζωή της χώρας πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τώρα τα Κόκκινα Πουκάμισα.
Σύμφωνα με δήλωση του Τακσίν στο Ρόιτερ, «αρχικά ο λαός αγωνιζόταν για μένα λόγω της άδικης μεταχείρισής μου, αλλά τώρα όλο και περισσότεροι αγωνίζονται για δικαιοσύνη και δημοκρατία. Δεν θέλουν την ελίτ να ανακατεύεται στη δημοκρατία». Ο ίδιος ο Τακσίν ήταν ένας μεγαλοεπιχειρηματίας, και δεν ήταν ο μόνος. Το κίνημα των Κόκκινων Πουκάμισων δεν είναι μόνο των φτωχών ούτε μόνο της υπαίθρου, αν και οι μήνες που ξέσπασε το κίνημα είναι μήνες σχετικής αδράνειας για τους Ταϊλανδούς αγρότες. Η βίαιη ένταξη της Ταϊλάνδης στις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης έχει, από τη μια, μεγαλώσει τη φτώχεια, κυρίως στην ύπαιθρο, και, από την άλλη, έχει διαφοροποιήσει την κοινωνική σύνθεση και διαστρωμάτωση, φέρνοντας νέα ανερχόμενα στρώματα σε σύγκρουση με μια φιλοβασιλική ελίτ και γραφειοκρατία, που κυβερνά εδώ και μισό αιώνα ελέω ΗΠΑ.
Πριν τον ρίξει ο στρατός, ο Τακσίν είχε προχωρήσει -ανάμεσα σε άλλα- σε μέτρα προσεταιρισμού φτωχών και μη προνομιούχων στρωμάτων κυρίως με τις πολιτικές του στο χώρο της υγείας και της τραπεζικής πίστης. Εξωτερικά, είχε προχωρήσει για πρώτη φορά σε χαλάρωση του παραδοσιακού εναγκαλισμού με τις ΗΠΑ και πλησίασμα της Κίνας σε οικονομικό αλλά και στρατιωτικό (εδώ το «έγκλημα») επίπεδο. Σύμφωνα με τους Asian Times, «πολλοί από τους πραξικοπηματίες του του 2006 ήταν γνωστοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και εκπαιδευμένων από τη CIA πρακτόρων, όπως ο Prasong».
Η επικράτηση της αντιπολίτευσης στο μέλλον ίσως δεν σημάνει μεγάλη ρήξη των δεσμών με τις ΗΠΑ, που απλώς επιθυμούν να κρατούν σε δεύτερη μοίρα τον κινέζικο παράγοντα. Αλλά ακόμη και μια δήλωση του Ομπάμα θα είχε αποτρέψει το νέο μακελειό που εξελίσσεται στη χώρα, της οποίας οι ΗΠΑ είναι ακόμη ο μεγαλύτερος εισαγωγέας των προϊόντων της…