Υπογράφτηκε η επίσημη συμφωνία μεταξύ Συντηρητικών και DUP
του Γιώργου Αναστασίου
Μετά τις πρόωρες εκλογές της 8ης Ιουνίου, στις οποίες οι Συντηρητικοί αύξησαν το ποσοστό τους αλλά έχασαν έδρες και την αυτοδυναμία στο κοινοβούλιο (*), η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι χρειάστηκε δύο εβδομάδες για να υλοποιήσει αυτό που εξήγγειλε την επομένη της μάλλον πικρής επικράτησής της: τη συνεργασία δηλαδή με τους φιλοβρετανούς «ενωτικούς» του βορειοϊρλανδικού DUP (Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα). Τελικά η συμφωνία υπογράφτηκε αυτήν την εβδομάδα στην πρωθυπουργική κατοικία της Ντάουνινγκ Στριτ, και οι χαιρέκακοι υπογραμμίζουν ότι οι 10 βουλευτές του DUP αγοράστηκαν μάλλον ακριβά από τους Συντηρητικούς. Συγκεκριμένα μέσα στα επόμενα δύο χρόνια, πέραν του μισού δισεκατομμυρίου στερλινών που είχαν ήδη εγκριθεί για τη Βόρεια Ιρλανδία, η βρετανική κυβέρνηση δεσμεύτηκε να χορηγήσει ένα επιπλέον δισεκατομμύριο – ή 100 εκατομμύρια λίρες στερλίνες ανά βουλευτή του DUP…
Άλλο ένα παράδοξο ήταν ότι η ίδια η Μέι δεν υπέγραψε τη συμφωνία. Εκ μέρους των Συντηρητικών την υπέγραψε ο Γκάβιν Γουίλιαμσον, εκπρόσωπος της κοινοβουλευτικής τους ομάδας. Αυτό σημαίνει ότι εάν, για οποιονδήποτε λόγο, η Τερέζα Μέι πάψει να είναι πρωθυπουργός, η συμφωνία θα εξακολουθήσει να ισχύει, εξασφαλίζοντας θεωρητικά στους Συντηρητικούς μια διακυβέρνηση πενταετίας. Βάσει των όσων υπογράφτηκαν, οι 10 βουλευτές του DUP θα στηρίζουν την πολιτική της κυβέρνησης των Συντηρητικών σε όλα τα βασικά επίδικα, τουλάχιστον: από την υλοποίηση του Brexit και την υπερψήφιση του προϋπολογισμού ως τη νομοθεσία σε θέματα ασφάλειας και δαπανών για τις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις και το ΝΑΤΟ. Έτσι, αν και με μάλλον βαριά ανταλλάγματα, η Τερέζα Μέι λύνει το άμεσο πρόβλημά της: το σχηματισμό μιας κυβερνητικής πλειοψηφίας στο βρετανικό κοινοβούλιο.
Αντιδράσεις για το «πριμ» του 1 δισεκατομμυρίου
Φυσικά η γαλαντομία προς τους φιλοβρετανούς βορειοϊρλανδούς προκαλεί παράπλευρους τριγμούς ακόμη και εντός του Συντηρητικού Κόμματος, οι κομματάρχες και βουλευτές του οποίου ήδη αντιμετωπίζουν την πίεση των ψηφοφόρων τους στο υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο: «Γιατί 1 επιπλέον δισεκατομμύριο στη Βόρεια Ιρλανδία κι όχι και σ’ εμάς;». Η προφανής απάντηση, που όμως δεν ικανοποιεί τους διαμαρτυρόμενους, είναι ότι δεν περισσεύει για όλους… Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι Εργατικοί του Κόρμπιν κατήγγειλαν ότι η συμφωνία Συντηρητικών-DUP «δεν εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον, όπως ισχυρίζεται η κυρία Μέι, αλλά την απόπειρα του κόμματός της να αγκιστρωθεί στην εξουσία». Ο ίδιος ο Κόρμπιν αναρωτήθηκε από πού θα εξοικονομηθεί το επιπλέον 1 δισεκατομμύριο, ενώ ταυτόχρονα τόνισε ότι «οι περικοπές στις δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να σταματήσουν όχι μόνο στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο».
Ο επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης της Ουαλίας Κάργουιν Τζόουνς (επίσης Εργατικός, που συγκυβερνά με το ουαλικό Plaid Cymru) δήλωσε ότι «η κυρία Μέι σκορπά λεφτά στη Βόρεια Ιρλανδία αγνοώντας τις υπόλοιπες περιφέρειες», χαρακτηρίζοντάς την «αδύναμη πρωθυπουργό» και την κυβέρνησή της «παραπαίουσα». Παρόμοιες ήταν και οι αντιδράσεις του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος (SNP), που όμως έχει υποστεί σημαντικό πλήγμα στις τελευταίες εκλογές, χάνοντας 21 από τις 56 εκλογικές περιφέρειες τις οποίες έλεγχε στη Σκωτία. Εκεί οι Συντηρητικοί της Μέι κατάφεραν, ως «εκπρόσωποι» του Brexit, να εκλέξουν για πρώτη φορά από την εποχή της Θάτσερ διψήφιο αριθμό βουλευτών – δίνοντας μια ακόμη ένδειξη ότι το Brexit διατέμνει και αναταράσσει παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές σε εθνικό και κοινωνικό επίπεδο. Όπως επισημαίνει σε σχετικό σχόλιό του ο Ταρίκ Αλί, «η επικεφαλής του SNP και της τοπικής σκωτσέζικης κυβέρνησης Νίκολα Στάρτζεον νόμισε ότι η γραμμή της ανεξαρτησίας της Σκωτίας εντός της Ε.Ε. ήταν συνταγή επιτυχίας – αλλά υποτίμησε τα αισθήματα εχθρότητας προς τις ελίτ της Ε.Ε. που τρέφουν πολλοί υποστηρικτές της»…
Το ποιόν του DUP προκαλεί τριβές
Ακόμη περισσότερες είναι βέβαια οι αντιδράσεις για τη συμφωνία Συντηρητικών-DUP στην ίδια τη Βόρεια Ιρλανδία, παρά την ευνοϊκή οικονομική αντιμετώπισή της από το Λονδίνο. Το ιρλανδικό ρεπουμπλικανικό κόμμα Σιν Φέιν χαιρέτισε βέβαια την παροχή της συμπληρωματικής χρηματοδότησης ύψους 1 δισεκατομμυρίου στερλινών «που θα ανακουφίσει την τεράστια πίεση στις δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες μετά τις αλλεπάλληλες περικοπές των τελευταίων 7 χρόνων». Όμως ο Τζέρι Άνταμς, πρόεδρος του Σιν Φέιν, επανέλαβε τους φόβους του ότι η αυξημένη επιρροή του DUP θα δυναμιτίσει εντελώς την ειρηνευτική συμφωνία του 1998, βάσει της οποίας τερματίστηκε η ένοπλη σύγκρουση στη Βόρεια Ιρλανδία. Παρόμοιους φόβους δεν δίστασε να εκφράσει και ένα άλλο πρόσωπο, «υπεράνω υποψίας»: ο πρώην Βρετανός Συντηρητικός πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ δήλωσε την παραμονή της ανακοίνωσης της συμφωνίας ότι «θα προκαλέσει ένταση σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο, και θα θέσει σε κίνδυνο την ειρηνευτική διαδικασία στη Βόρεια Ιρλανδία». Συνέστησε μάλιστα στην Τερέζα Μέι, χωρίς να εισακουστεί, να κυβερνήσει χωρίς την επίσημη στήριξη του DUP.
Δεδομένης του «ποιόντος» του εν λόγω κόμματος (**), οι φόβοι του Τζέρι Άνταμς, του Τζον Μέιτζορ κ.ά. είναι βάσιμοι. Εν πολλοίς άγνωστο και στην ίδια τη Βρετανία, πόσο μάλλον στην υπόλοιπη Ευρώπη, το DUP εκπροσωπεί την πιο σκληρή πτέρυγα των φιλοβρετανών «ενωτικών», μεταξύ των οποίων και πολλά στελέχη παραστρατιωτικών συμμοριών. Ο ιδρυτής του, Ίαν Πέισλι, ήταν ο πλέον σκληροπυρηνικός ακροδεξιός θρησκευτικός φονταμενταλιστής αυτής της βρετανικής «επαρχίας». Έτσι, το βασικό χαρακτηριστικό του DUP δεν είναι (όπως έγραφαν όλα σχεδόν τα ΜΜΕ) η ομοφοβία του ή η εχθρότητά του προς τις πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά η σεχταριστική αδιαλλαξία του σε οποιαδήποτε λύση που θα άνοιγε το δρόμο σε μια πιθανή επανένωση ολόκληρης της Ιρλανδίας. Γι’ αυτό και ήταν το μόνο κόμμα που είχε καταδικάσει τη συμφωνία του 1998, ερχόμενο σε αντίθεση ακόμη και με τη «μητέρα Βρετανία».
«Βρώμικη συμφωνία» και… μυστική αλληλογραφία
Φυσικά, ιδίως μετά το θάνατο του Πέισλι, το DUP έβαλε νερό στο κρασί του, φτάνοντας να «συγκυβερνά» τη Βόρεια Ιρλανδία, τυπικά τουλάχιστον, με το Σιν Φέιν. Όμως η συνεχιζόμενη επιμονή του να αποκλειστεί οποιαδήποτε δυνατότητα απόσπασης της Βόρειας Ιρλανδίας από τη βρετανική κυριαρχία οδήγησε σε αδιέξοδο, με αποτέλεσμα εδώ και καιρό να μην λειτουργεί ουσιαστικά η τοπική βουλή και η τοπική κυβέρνηση. Οι ακραίες θέσεις του DUP το κατέστησαν εύκολο στόχο για τους Εργατικούς και τους Σκωτσέζους του SNP, που μίλησαν για «συμμαχία του χάους» και «βρώμικη συμφωνία» αντίστοιχα. Όμως ο εκπρόσωπος του DUP Νίγκελ Ντοτζ, που δεν διακρίνεται για τη διπλωματικότητά του, τους αποκάλεσε «ύψιστους υποκριτές» και τους απείλησε ότι θα δημοσιοποιήσει τη μυστική αλληλογραφία(!) μεταξύ DUP, Εργατικών και SNP μετά από προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, όταν τα δύο τελευταία κόμματα διερευνούσαν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης χωρίς τους Συντηρητικούς…
Με τέτοιους δύσκολους συμμάχους, αν και για την ώρα κατευνασμένους από την αναγκαστική γενναιοδωρία του Λονδίνου, η Τερέζα Μέι στρέφει τώρα και πάλι την προσοχή της στη δύσκολη διαδικασία των διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο για την υλοποίηση του Brexit. Το οποίο, κατά τα άλλα, δεν σταματά να παίρνει στο λαιμό του τους Βρετανούς πολιτικούς: τελευταίο θύμα του ήταν ο επικεφαλής των Φιλελεύθερων Δημοκρατών Τιμ Φάρον, που αυτήν την εβδομάδα ανακοίνωσε την παραίτησή του από την ηγεσία του «ευρωπαϊστικού» κόμματός του. Κι αυτό παρά την υποτιθέμενη επιτυχία του στις τελευταίες εκλογές, όπου οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες εξέλεξαν 12 βουλευτές έναντι των 8 που διέθεταν στην προηγούμενη βουλή, αν και μειώθηκε το ποσοστό τους.
* Βλ. φύλλο 363, σελ. 29.
** Βλ. φύλλο 364, σελ. 18.