Του Σωκράτη Μαντζουράνη. Eνας καταιγισμός «μέτρων» που ο κοινός εγκέφαλος δεν μπορεί όχι να τα κατανοήσει, αλλά ούτε να τα προσλάβει ως γεγονότα.
Ένα κουβάρι από μέτρα, από νούμερα, από αποφάσεις που μπλέκονται με «μάχες» και «κόκκινες γραμμές» και πολιτικούς μαφιόζους, ξετσίπωτους και άβουλα υπαλληλάκια.
Ανθρωπάκια που πυροβολούν έναν λαό, που με μια «συμφωνία» κλείνουν σχολειά, που ορίζουν να δουλεύουμε από νύχτα σε νύχτα, που αποφασίζουν να πεθαίνουμε όταν δεν έχουμε να πληρώνουμε, που μας λένε πως θα ξεπαγιάσουμε, πως θα τρώμε ληγμένα, πως θα αυτοκτονούμε όταν χρωστάμε, γιατί μόνον έτσι θα σωθούμε.
Ανθρωπάκια του συστήματος, που βάζουν τους αριθμούς να ξεκληρίζουν ανθρώπους για να βγουν τα «ισοδύναμα», ανθρωπάκια που αντικαθιστούν ψυχές με την ανταγωνιστικότητα, ανθρωπάκια που θυσιάζουν έναν λαό για ένα καλό λόγο της Μέρκελ, για ένα χαμόγελο των αγορών.
Έχουν έρθει τα πάνω-κάτω και ένας λαός πάει ολοταχώς έναν αιώνα πίσω.
Η συζήτηση της παρέας ήταν ζωηρή:
Μια συντροφιά μεσήλικων αριστερών, συζητούσε στην πλατεία για την πολιτική κατάσταση, πίνοντας το ποτάκι τους.
Έδειχναν άνθρωποι ενημερωμένοι και διαβασμένοι και μιλούσαν με άνεση για όλα.
Για την κρίση, την Ε.Ε., για την Αριστερά, για στρατηγικές και προγράμματα, για μέτωπα, ακόμα και μέχρι το σοσιαλισμό έφτασαν.
Μιλούσαν για παλλαϊκό μέτωπο, για απεργίες διαρκείας και ανένδοτο πολιτικό αγώνα, αναφέρονταν στον Λένιν, καταριόνταν τον Στάλιν και με εντυπωσιακό τρόπο φαινόταν πως είχαν έτοιμες και επεξεργασμένες λύσεις για όλα σχεδόν τα προβλήματα.
Συχνά-πυκνά πετούσαν ένα «πρέπει αυτοί…» και κατάλαβα πως ανέθεταν την επανάσταση σε κάποιον που είχαν υπ΄ όψιν τους.
Το διαλύσανε αργούτσικα, εκφράζοντας τη βεβαιότητα πως σύντομα ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κυβέρνηση.
Η συζήτηση τριών γυναικών έξω από το φούρνο της γειτονιάς χθες το μεσημέρι, δεν ήταν καθόλου ζωηρή.
Και τούτη η παρέα για την πολιτική κατάσταση μιλούσε, όμως κάπως διαφορετικά.
Η κυρία Καίτη από απέναντι έχει τον κυρ- Γιάννη χρόνια κατάκοιτο με μόνη παρέα μια τηλεόραση. Όμως, με τις αλλαγές στις συχνότητες, πάει η παρέα του κυρ- Γιάννη και κείνη πάει να τρελαθεί.
-Πού λεφτά για αυτό το μηχάνημα, εδώ κόψαμε τα φάρμακα και η ΔΕΗ είναι απλήρωτη απ’ το καλοκαίρι. Είναι κι ο γιος νιόπαντρος και απολυμένος…
Η κυρά Βούλα έχει άλλο πρόβλημα. Της έσπασε η μασέλα και για καινούρια ούτε κουβέντα.
-Τρία νοίκια χρωστώ και πέντε κοινόχρηστα. Δε βαριέσαι, χωρίς φαΐ τι να τα κάνεις τα δόντια;
Η τρίτη της παρέας αμίλητη, κούναγε το κεφάλι και έφυγε.
-Τι έχει η Άννα;
-Πάει στον μπακάλη γιατί της μήνυσε πως πρέπει πια να τον πληρώσει.
Δυο συζητήσεις, δυο διαφορετικοί κόσμοι, μια εφιαλτική πραγματικότητα.
Ειπώθηκε με κάθε σοβαρότητα:
«Θα νικήσουμε γιατί έχουμε δίκιο και είμαστε περισσότεροι».
Σύντροφε είσαι λάθος. Πάντα δίκιο είχαμε και πάντα είμαστε οι περισσότεροι, μα νίκη δεν είδαμε.
Θα έλεγα πως μπορεί να νικήσουμε, αν η «παρέα» της πλατείας καταφέρει να «ακούσει» τη συζήτηση των γυναικών, έξω από το φούρνο.
Θα τα καταφέρει;
Ανθρωπάκια που πυροβολούν έναν λαό, που με μια «συμφωνία» κλείνουν σχολειά, που ορίζουν να δουλεύουμε από νύχτα σε νύχτα, που αποφασίζουν να πεθαίνουμε όταν δεν έχουμε να πληρώνουμε, που μας λένε πως θα ξεπαγιάσουμε, πως θα τρώμε ληγμένα, πως θα αυτοκτονούμε όταν χρωστάμε, γιατί μόνον έτσι θα σωθούμε.
Ανθρωπάκια του συστήματος, που βάζουν τους αριθμούς να ξεκληρίζουν ανθρώπους για να βγουν τα «ισοδύναμα», ανθρωπάκια που αντικαθιστούν ψυχές με την ανταγωνιστικότητα, ανθρωπάκια που θυσιάζουν έναν λαό για ένα καλό λόγο της Μέρκελ, για ένα χαμόγελο των αγορών.
Έχουν έρθει τα πάνω-κάτω και ένας λαός πάει ολοταχώς έναν αιώνα πίσω.
Η συζήτηση της παρέας ήταν ζωηρή:
Μια συντροφιά μεσήλικων αριστερών, συζητούσε στην πλατεία για την πολιτική κατάσταση, πίνοντας το ποτάκι τους.
Έδειχναν άνθρωποι ενημερωμένοι και διαβασμένοι και μιλούσαν με άνεση για όλα.
Για την κρίση, την Ε.Ε., για την Αριστερά, για στρατηγικές και προγράμματα, για μέτωπα, ακόμα και μέχρι το σοσιαλισμό έφτασαν.
Μιλούσαν για παλλαϊκό μέτωπο, για απεργίες διαρκείας και ανένδοτο πολιτικό αγώνα, αναφέρονταν στον Λένιν, καταριόνταν τον Στάλιν και με εντυπωσιακό τρόπο φαινόταν πως είχαν έτοιμες και επεξεργασμένες λύσεις για όλα σχεδόν τα προβλήματα.
Συχνά-πυκνά πετούσαν ένα «πρέπει αυτοί…» και κατάλαβα πως ανέθεταν την επανάσταση σε κάποιον που είχαν υπ΄ όψιν τους.
Το διαλύσανε αργούτσικα, εκφράζοντας τη βεβαιότητα πως σύντομα ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι κυβέρνηση.
Η συζήτηση τριών γυναικών έξω από το φούρνο της γειτονιάς χθες το μεσημέρι, δεν ήταν καθόλου ζωηρή.
Και τούτη η παρέα για την πολιτική κατάσταση μιλούσε, όμως κάπως διαφορετικά.
Η κυρία Καίτη από απέναντι έχει τον κυρ- Γιάννη χρόνια κατάκοιτο με μόνη παρέα μια τηλεόραση. Όμως, με τις αλλαγές στις συχνότητες, πάει η παρέα του κυρ- Γιάννη και κείνη πάει να τρελαθεί.
-Πού λεφτά για αυτό το μηχάνημα, εδώ κόψαμε τα φάρμακα και η ΔΕΗ είναι απλήρωτη απ’ το καλοκαίρι. Είναι κι ο γιος νιόπαντρος και απολυμένος…
Η κυρά Βούλα έχει άλλο πρόβλημα. Της έσπασε η μασέλα και για καινούρια ούτε κουβέντα.
-Τρία νοίκια χρωστώ και πέντε κοινόχρηστα. Δε βαριέσαι, χωρίς φαΐ τι να τα κάνεις τα δόντια;
Η τρίτη της παρέας αμίλητη, κούναγε το κεφάλι και έφυγε.
-Τι έχει η Άννα;
-Πάει στον μπακάλη γιατί της μήνυσε πως πρέπει πια να τον πληρώσει.
Δυο συζητήσεις, δυο διαφορετικοί κόσμοι, μια εφιαλτική πραγματικότητα.
Ειπώθηκε με κάθε σοβαρότητα:
«Θα νικήσουμε γιατί έχουμε δίκιο και είμαστε περισσότεροι».
Σύντροφε είσαι λάθος. Πάντα δίκιο είχαμε και πάντα είμαστε οι περισσότεροι, μα νίκη δεν είδαμε.
Θα έλεγα πως μπορεί να νικήσουμε, αν η «παρέα» της πλατείας καταφέρει να «ακούσει» τη συζήτηση των γυναικών, έξω από το φούρνο.
Θα τα καταφέρει;
Σχόλια