Το αντιεξουσιαστικό κίνημα είναι εξακολουθητικά παρόν στις κοινωνικές διεργασίες και μετά την ιστορική έκλειψη του αναρχισμού, από τον οποίον κατάγεται. Πολλά ρεύματα κοινωνικής οικολογίας, το λεγόμενο κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση (ή «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης») στη μετάβαση του αιώνα, ένοπλα αντιστεκόμενες κοινότητες από τους μεξικανούς Ζαπατίστας μέχρι τη Ροζάβα της Συρίας, χιλιάδες πειράματα λαϊκής αυτοδιαχείρισης, συναλλακτικής οικονομίας, αυτοοργάνωσης και αυτοπαραγωγής παντού στον κόσμο –για να μην αναφέρω εδώ αντιθεσμικά κινήματα όπως γυναικεία, ομοφυλόφιλα, αντιψυχιατρικά κλπ., ή τουλάχιστον τα ριζοσπαστικότερα μεταξύ τους– δίνουν το μέτρο της συνεχούς καρποφορίας στάσεων και ιδεών οι οποίες, ιστορικά, διαφυλάχθηκαν και μεταβιβάστηκαν μέσ’ από την κιβωτό του αναρχισμού. Πολλαπλασιάζονται μάλιστα όσο οι παραδοσιακές πολιτικές λύσεις αποτυγχάνουν να ανακόψουν την κεφαλαιοκρατική βαρβαρότητα που αυξάνει την κοινωνική εξαθλίωση και την περιβαλλοντική εξουθένωση μέσα σε συνθήκες πρωτοφανούς τεχνολογικής ισχύος και υλικής αφθονίας.
Ως «παραδοσιακές πολιτικές λύσεις» σκεφτόμαστε βεβαίως τα κόμματα της αριστεράς, κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά, τα οποία απέτυχαν παταγωδώς, οποτεδήποτε κατέλαβαν ή εκλήθησαν να διαχειριστούν την εξουσία, να θεσμοθετήσουν πραγματικότητες οι οποίες δεν θα ήταν συνέχεια και αντιγραφή της πρακτικής των αντιπάλων τους. Δεν θέλω καθόλου αυτή τη στιγμή να ξύσω παλιές πληγές, να ξανανοίξω φακέλους προδοσιών, πικριών και μνησικακιών από τις οποίες βρίθει η επαναστατική ιστορία του προηγούμενου αιώνα. Είναι όμως τεράστια η ευθύνη αυτής της «αριστεράς», σε όλες της τις παραλλαγές, για το αίσθημα εγκατάλειψης και απόγνωσης που πλήττει αυτή τη στιγμή τις στερημένες μάζες ολόκληρου του πλανήτη, για την αίσθησή τους πως δεν υπάρχει εναλλακτική και πως όλοι οι δρόμοι οδηγούν αναγκαστικά στο ίδιο σημείο: στην κτηνωδία των ίδιων εκείνων κεφαλαιοκρατικών ελίτ που, κάτω από οιαδήποτε ιδεολογική αμφίεση, θριαμβεύουν σαδιστικά στην πλάτη των θυμάτων τους.
Στο φως του ιστορικού εφιάλτη που ζούμε σήμερα, μικρή σημασία έχουν παλιές θεωρητικές διαμάχες όπως η «κλασική» εκείνη μεταξύ της αναρχικής και της κομμουνιστικής ανάλυσης, του τύπου: είναι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής που γέννησε το νεωτερικό κράτος ή ό εξουσιαστικός σχηματισμός «κράτος» που παράγει, όταν οι υλικές συνθήκες το επιτρέψουν, κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής; Μια ελάχιστη γνώση (για να μην πω: διαλεκτική αίσθηση) της ιστορίας δείχνει πειστικά ότι τρόποι παραγωγής και μορφές κράτους κατά κανόνα συμβαδίζουν και αλληλοστηρίζονται, γεννιούνται μαζί (οσοδήποτε κι αν παραλλάσσουν από παράδειγμα σε παράδειγμα οι ρυθμικές αλληλουχίες) και, άρα, προορίζονται να πεθάνουν μαζί. Από τη στιγμή που ο καπιταλισμός δεν έπαψε πουθενά να είναι ο θεμελιώδης τρόπος παραγωγής στον κόσμο μας, η μορφή «κράτος» παραμένει μη υπερβάσιμος πολιτικός ορίζοντας και καμία από τις παραλλαγές της δεν διαφέρει κατά το ουσιώδες περιεχόμενό της (που είναι οι ίδιες οι ταξικές σχέσεις τις οποίες υπερκαθορίζει)· μόνο μια έμπρακτη άρση τού καπιταλισμού θα έδειχνε ποιες μορφές εξουσίας έχουν την ικανότητα να διατηρούνται και να αναπαράγονται πέραν αυτού (ένδειξη επίσης ότι είναι ιστορικά προγενέστερές του), οπότε θα ήταν ενδεχόμενος προσεχής στόχος της απελευθερωτικής δράσης των ανθρώπων. Το αν όμως οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής μπορούν να αδρανοποιηθούν και ν’ αναστραφούν μέσα στο ασφυκτικό ελεγκτικό πλαίσιο που ενσαρκώνουν τα σύγχρονα κράτη, μεγαμηχανές μαζικής τρομοκρατίας (νομικής, αστυνομικής, φορολογικής, στρατιωτικής) δημιουργημένες ακριβώς για τη διασφάλιση αυτών των σχέσεων, είναι πράγματι φλέγον και, ταυτόχρονα, ο κόμβος στον οποίον συμπλέκονται δυο επόμενα ερωτήματα: ποια η μεσοπρόθεσμη αποτελεσματικότητα των αντιεξουσιαστικών, κινηματικών, δηλαδή «εκ των κάτω» μορφών δράσης, και ποια αναπότρεπτη διαλεκτική συνδέει αυτές τις δράσεις με τη δυνατότητα (ή αναγκαιότητα) «εκ των άνω» παρεμβάσεων στην πολιτειακή δομή.
Με απλούστερα λόγια: μπορούν τέτοιου είδους κινήματα τα οποία βλέπουμε ν’ αναπτύσσονται παντού στον κόσμο να οδηγήσουν σε πάγιες και εκτεταμένες κοινωνικές αλλαγές τού είδους που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως (αρχόμενη έστω) ρήξη με τον καπιταλισμό; Ή μήπως έχουν ανάγκη ταυτόχρονη, μολονότι όχι ταυτόσημη, μετασχηματιστική δράση στο πεδίο της πολιτικής εξουσίας – πεδίο το οποίο μοιραία άπτεται εκείνου που εξακολουθητικά λέμε (ελλείψει ακριβέστερου όρου) «αριστερή διακυβέρνηση»; Και αν ναι, ποιος μας προφυλάσσει από την επανάληψη του ίδιου τραγικού σεναρίου που έχει οδηγήσει σε τέτοια –δικαιολογημένη– ιστορική αναξιοπιστία την έννοια της «αριστεράς»; Η αναρχική απάντηση, δεν χρειάζεται να το πω, λέει κατηγορηματικά ότι τέτοιου είδους προφύλαξη δεν υπάρχει, ότι μάλιστα είναι αναπότρεπτο οιαδήποτε μορφή διακυβέρνησης να αυτονομείται εν πρώτοις, κι εν συνεχεία να στρέφεται ανοιχτά εναντίον των λαϊκών συμφερόντων. Η ιστορική πείρα τη δικαιώνει, βέβαια… Παραμένει ωστόσο το ερώτημα της αποτελεσματικότητας – εργαλειακό μεν, ως ένα σημείο, αλλά αιματηρά κρίσιμο στη θέση πολιορκίας που βρισκόμαστε.
Πίσω όμως από το αγωνιώδες ερώτημα της αποτελεσματικότητας κρύβονται προβλήματα πιο δομικά, που όντως απαιτούν θεωρητική επανεξέταση. Το ένα –ήδη πολυσυζητημένο, άλλωστε– είναι ότι η μορφή που έχει πάρει προσφάτως ο καπιταλισμός, ο λεγόμενος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, αναπόδραστη συνέπεια του οποίου είναι η κεφαλαιοκρατική «παγκοσμιοποίηση», έχει υπερφαλαγγίσει την κλασική αναρχική εναντίωση στο κράτος (1) κατά το ότι διαλύει μεθοδικά τις παραδοσιακές κρατικές οντότητες προκειμένου να τις εντάξει σε μια παγκόσμια ιεραρχία άκαμπτων εντολών που λειτουργεί κυρίως μέσ’ από τον έλεγχο των ροών του κεφαλαίου (αλλά και με στρατιωτικά μέσα, όταν χρειαστεί). Με τον τρόπο αυτό, το εθνικό κράτος στη μορφή που το γνωρίζαμε, παύει να ενσαρκώνει συμπυκνωμένα τον ταξικό αντίπαλο και εκπίπτει στη λειτουργία απλού τοποτηρητή μιας αόρατης εξουσίας που βρίσκεται πολύ ψηλότερα από την ακτίνα δράσης οιουδήποτε επαναστατικού κινήματος στον κόσμο. Το γεγονός αυτό έχει δώσει νέο περιεχόμενο στους παλιούς «εθνικοαπελευθερωτικούς» αγώνες (και η πρώτη που το κατανόησε πλήρως φαίνεται πως είναι η πολιτική αριστερά πέντε χωρών της Λατινικής Αμερικής).
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν νοείται αναρχική, ή αντιεξουσιαστική εν γένει, πολιτική στάση η οποία δεν διαπνέεται από θερμή και ειλικρινή εμπιστοσύνη στον αυθορμητισμό των μαζών. Οι μάζες που έχουμε όμως απέναντί μας στο μεγαλύτερο μέρος της οικουμένης, και ειδικά στον λεγόμενο «πρώτο κόσμο», είναι τόσο βαθιά ναρκωμένες από τις δηλητηριώδεις αξίες ενός καταναλωτικού πολιτισμού, τόσο απελπιστικά προγραμματισμένες από τις καινοφανείς τεχνικές και την τερατώδη ισχύ των Μαζικών Μέσων, τόσο αποπροσωποποιημένες και παραπλανημένες που δεν παρουσιάζονται άξιες καμίας εμπιστοσύνης: ανίκανες να συνειδητοποιήσουν τα ίδια τους τα συμφέροντα, τις ίδιες τους τις ανάγκες, γίνονται οι αποτελεσματικότεροι σύμμαχοι των δυναστών τους, οι πειστικότεροι φορείς και ενσαρκωτές της θέλησης των κυρίων τους. Αν ο «αυθορμητισμός των μαζών» οδηγεί πλέον μόνο στην καταναλωτική βουλιμία, στη μίμηση τηλεοπτικών προτύπων και στα ρατσιστικά ανακλαστικά προς τους πιο αδύναμους, πού μπορεί μια αντιεξουσιαστική πολιτική να βρει έρεισμα – έξω από απελπιστικές μειοψηφίες που εξουδετερώνονται εύκολα από τον πάνοπλο σύγχρονο Λεβιάθαν;
Δεν έχει νόημα να καταλήξω εδώ με ένα εγκώμιο του αντιεξουσιαστικού κινήματος για τη συγκινητική του προσήλωση στους στόχους του, ούτε να επαναλάβω την ακράδαντη πεποίθησή μου ότι ο αναρχισμός έχει διαφυλάξει καλύτερα από τους αυτοδιορισμένους «εκπροσώπους» του την ιστορική ουσία τού κομμουνισμού. Οι απορίες και τα αδιέξοδα βαραίνουν πολύ περισσότερο αυτή τη στιγμή στη ζυγαριά της πραγματικότητας. Είναι προϊόν της ανείπωτα ζοφερής ιστορικής στιγμής που βιώνουμε, αναμφίβολα, και η πείρα του παρελθόντος δεν αρκεί για να την αντιμετωπίσει. Πρέπει να επινοήσουμε από την αρχή τις στρατηγικές μας, μέσα σε συνθήκες συντριπτικών συσχετισμών δύναμης εις βάρος μας – κι εδώ, θα το ξαναπώ, η ενότητα και η σύγκλιση όλων των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, εάν και στον βαθμό που εννοούν πλήρως τη δέσμευσή τους, είναι ο ελάχιστον αναγκαίος όρος για να διατρήσουμε το πηχτό σκοτάδι.
(1) Και από αυτή ακριβώς τη συνθήκη έχει προκύψει ένας ιδιόμορφος κίνδυνος, απέναντι στον οποίον το αντιεξουσιαστικό κίνημα δεν είναι προφυλαγμένο: την καλλιεργούμενη σύγχυση ορίων ανάμεσα στον αναρχισμό και τον φιλελευθερισμό που με μαεστρία αξιοποιούν σήμερα οι πιο υποψιασμένοι ιδεολόγοι της αγοράς (εμφανής, για παράδειγμα, στο τρόπο που ειδικά στην ΗΠΑ χρησιμοποιείται ο όρος libertarian, «ελευθεριακό/ός».