Ανταπόκριση από το 39o φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους Δράμας (19-24/9/2016)

της Ιφιγένειας Καλαντζή*

 

Οι αναδυόμενοι σκηνοθέτες, στο «εθνικό κινηματογραφικό φυτώριο» της Δράμας, διατηρούν μια παράξενη αποστασιοποίηση, εν μέσω κρίσης, αναμασώντας τετριμμένες θεματικές, μακριά από πολιτικούς στοχασμούς και το ρίσκο πρωτοτυπίας σε μορφή και περιεχόμενο.

Η αυξανόμενη σινεφιλία, με 62 συμμετοχές στο Εθνικό Διαγωνιστικό φέτος, θα μπορούσε να αξιολογηθεί και ως διέξοδος στη διογκούμενη ανεργία, με τη μικρού μήκους ταινία να κυριαρχεί ως εκφραστικό εργαλείο και όχι απαραίτητα ως άποψη σκηνοθεσίας ενός αρχάριου.

Ιστορικές/πολιτικές θεματικές έχουν παραμεριστεί, με εξαίρεση το μεταναστευτικό/ προσφυγικό, εστιασμένο κυρίως στην «κοινωνική» και όχι πολιτική του διάσταση. Σε έκλειψη και η άσκηση ύφους σε ταινίες είδους, καθώς και οι άλλοτε διαδεδομένοι μεταφορικοί συμβολισμοί, με την επικράτηση του μυθοπλαστικού ρεαλισμού, σε διαχρονικά θέματα πασπαρτού, όπως η επιφανειακή προσέγγιση οικογενειακών και διαπροσωπικών προβλημάτων, οικογενειακά δράματα και απώλεια αγαπημένων, αλλά και κατοικίδιων, σημάδι αναζήτησης συγκινησιακής αποφόρτισης, με πιθανό προσανατολισμό επαγγελματικής αποκατάστασης στην τηλεόραση, με δοκιμασμένες σεναριακές συνταγές. Η απουσία, ωστόσο, χιουμοριστικής προσέγγισης μαρτυρά έλλειψη πολιτικής οξυδέρκειας και πολιτικής σκέψης, κάτι που αποφεύγουν οι περισσότεροι νέοι.

Παρ’ όλα αυτά, πάντα ξεπροβάλλουν και κάποιοι αυθεντικοί εκφραστές, μπολιασμένοι με το μικρόβιο των αληθινών εραστών του σινεμά.

Η Αγνή Καλτσίδου, στην τρίτη της ταινία The Refugees, καταφέρνει σε μόλις τρία λεπτά να δώσει το στίγμα του περασμένου καλοκαιριού, εστιάζοντας στα τραγικά «ενθύμια» των ταλαιπωρημένων μεταναστών. Ένα παπούτσι, ένα σωσίβιο, αλουμινοκουβέρτες επιβίωσης μέσα από σταθερό κάδρο, απουσία λόγου και μουσικής, αποτελούν αφαιρετική συμπύκνωση του ουσιαστικού υποκειμένου που παραμένει εκτός κάδρου, καθιστώντας ανυπόφορα σκληρό αυτό το στιγμιότυπο-ντοκουμέντο, χωρίς ωστόσο την ως εξαντλήσεως τετριμμένη και εκβιαστικά συγκινησιακή εικόνα πνιγμένων παιδιών.

Στον αντίποδα, το 15λεπτο Ummi (μητέρα), του νεαρότερου Νίκου Αυγουστίδη, με επεξεργασμένη εναλλαγή κοντινών και πλάνων κάτοψης, αναδεικνύει μια τραγική αντίφαση, σε μια νησιώτικη παραλία που μετατράπηκε σε υγρό τάφο. Ένα χαμογελαστό κορίτσι άλειφε με αντιηλιακό τη μητέρα του, τη στιγμή που ένα σαστισμένο σκουρόχρωμο αγόρι, μοναδικός επιζών, προσπαθεί απεγνωσμένα να συνεφέρει τη δική του νεκρή μητέρα. Μέσα από πλάνα κάτοψης, μια βάρκα με μετανάστες ντυμένους σε αντιθετικά χρώματα διασχίζει την απέραντη θάλασσα, ενώ το βουητό ανθρώπων που πνίγονται παραμένει εκτός κάδρου. Το συγκινησιακό φορτίο συμπληρώνεται με τον σπαρακτικό αραβόφωνο αμανέ της Λάμια Μπεντούι.

Στο πολυσύνθετο επεξεργασμένο 15λεπτο Φιλοκτήτης-ο μύθος ενός ξένου, της νεαρής Κατερίνας Καλκετενίδη, καταγράφονται στιγμιότυπα της μίζερης καθημερινότητας εξαθλιωμένων μεταναστών, στο παρακμιακό κέντρο της Αθήνας, σε αντιπαραβολή με πλάνα επιβλητικών νεοκλασικιστικών κτιρίων, Γερμανών αρχιτεκτόνων, δείγματα ενός κατασκευασμένου λαμπερού αρχαιοελληνικού πνεύματος, όπως το οραματίστηκαν οι Ευρωπαίοι του 19ου αιώνα. Μεταξύ ντοκιμαντέρ και πολιτικού ντοκουμέντου, γίνεται απόπειρα ενός πρωτότυπου παραλληλισμού με το μύθο του Φιλοκτήτη, «ξένου σε ξένη γη», από την τραγωδία του Σοφοκλή, μέσα από τους εκτός κάδρου αγγλόφωνους σχολιασμούς, με αφρικανική προφορά. Ζογκλέρ και μουσικοχορευτικά δρώμενα στο Μοναστηράκι ανακατεύονται με πλάνα συγκεντρώσεων μαυροντυμένων Χρυσαυγιτών, με πυρσούς και ελληνικές σημαίες, αλλά και πλάνα παρελάσεων. Το κλείσιμο με φόντο την Ακρόπολη και μια σκηνή κουκλοθέατρου, υπό τους ήχους της Αχάριστης του Τσιτσάνη, συνδυάζει το αρχαιοελληνικό πνεύμα του Φιλοκτήτη με το ρεμπέτικο μικρασιάτικο στοιχείο και τα βάσανα των σημερινών μεταναστών με τον ρεμπέτικο νταλγκά.

Το φοβερό «καταστασιακό» τρίο της φετινής Δράμας αποτελούν αναμφισβήτητα οι Μάγια Τσαμπρού, Μαρκ Σάρτζεντ και Χάρης Τσαμπάς, με το 13λεπτο Τοίχος, μια απρόσμενα χιουμοριστική ταινία-πολιτικό μανιφέστο, μεταξύ πειραματικού θεατρικού και αιχμηρού σχολιασμού πολιτικής γελοιογραφίας, για όσους επιμένουν να θυμούνται με πίκρα, πως με την «πρώτη φορά αριστερά», μόλις πριν από έναν και κάτι χρόνο, εφαρμόστηκε κάπιταλ κοντρόλ. Κατά τη γνωστοποίηση της απόφασης, πυροδοτείται αναβρασμός μπρος από ένα μηχάνημα ανάληψης. Διά στόματος μιας καθαρίστριας εκφωνείται ένα εμπνευσμένο χιουμοριστικό κείμενο, θυμίζοντας τα λαϊκά αποφθέγματα στις ταινίες του Παναγιωτόπουλου. Ο λαός στην ουρά, με χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες ταξικής διαστρωμάτωσης, ορμάει με πολιορκητικό κριό το καροτσάκι της λαϊκής στην επτασφράγιστη τράπεζα, σωστό καζίνο πολυτελείας από μέσα, όπου η υψηλή κοινωνία ηδονίζεται ανάμεσα σε ράβδους χρυσού, ποντάροντας τα λεφτά του κοσμάκη. Μετά τους Pink Floyd, ο στυλιζαρισμένος ταξικός διαχωρισμός μικροαστικού προλεταριάτου και ασύδοτης πλουτοκρατίας δίνεται από ένα «αξεπέραστο» τοίχο, καταλήγοντας σε ένα αλά Μπόλιγουντ χοροθεατρικό τσιφτετέλι. Η ανατρεπτική κόμικ αισθητική μπλέκει σπέρματα καταστασιακών με τον πολιτικό παραδειγματισμό του μπρεχτικού θεατρικού, υπό τους ήχους ατονικής μουσικής σε μια ατόφια πολιτική ταινία μικρού μήκους.

Τα ηπειρώτικα μοιρολόγια προτίμησαν οι νέοι σκηνοθέτες, ως αυθεντικό στοιχείο ελληνικής παράδοσης. Μια από τις ταινίες που ανοίγει και κλείνει με πωγωνίσιο μοιρολόι είναι η 13λεπτη Νεμέρτσικα, του φωτογράφου Αυρήλιου Καρακώστα. Μετά από μια κηδεία σε ορεινή περιοχή, ένας ηλικιωμένος περιπλανιέται στο βουνίσιο ηπειρώτικο τοπίο, με έντονη την πένθιμη ψυχική ένταση. Με την τοποθέτηση του ορίζοντα ψηλά, διαγράφονται οι φιδίσιοι δρόμοι στα μακρινά πλάνα, ενώ το περίγραμμα της κατάφυτης κορυφογραμμής προσδίδει γραφιστική διάσταση. Μέσα από σταθερό, ήρεμο ρυθμό εναλλαγής πλάνων, το σπαρακτικό ηπειρώτικο μοιρολόι συνδυάζεται μοναδικά με τα βουνά μας, στα χνάρια της Αναπαράστασης του Αγγελόπουλου.

Στο19λεπτο Ι.Χ.Θ.Υ.Σ., τρίτη ταινία μικρού μήκους του Χρύσανθου Μαργώνη, ένας νεαρός πρωτοπαρουσιαζόμενος χωροφύλακας υποκύπτει στο καψώνι των ανωτέρων του, καταλήγει σε μια βάρκα και εγκαταλείπεται σε ένα ανεμοδαρμένο ξερονήσι, με πλάνα γεμάτα άγριους βράχους και φουρτουνιασμένη θάλασσα. Η αυταρχική φωνή από τα μεγάφωνα ενός στρατοπέδου μιλάει για «εθνική περηφάνια ενάντια στον κομμουνισμό», αποκαλύπτοντας πως πρόκειται για νησί εξορίας στη δεκαετία του ’50. Η πρωτότυπη ρεμπέτικη μουσική των Μάρκου και Πανίνου Δαμιανού, γιων του Αλέξη Δαμιανού, συνδυάζεται με τα φανταρίστικα καψώνια του Περράκη και την αισθητική αποστασιοποίησης των εκτός κάδρου ήχων στις Μέρες του ’36, του Αγγελόπουλου, φέρνοντας στο προσκήνιο μια αποσιωπημένη σελίδα της πρόσφατης ιστορίας μας.

 

Η Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!