Ο Δρόμος συζητά με τον Τάκη Γατσόπουλο, δικηγόρο, συμπολίτη και φίλο του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη με την πότε βιβλική, πότε αρχαιοελληνική, πότε ήρωα του’21, αλλά πάντα αγέρωχη και ωραία μορφή που ακριβώς ως τέτοια διαχεόταν στο έργο του.
Ο συνομιλητής μας δέχτηκε την πρόσκλησή μας για τη συζήτηση αυτή, αποτίοντας τιμή στο δημιουργό και άνθρωπο Δημήτρη Ταλαγάνη, ανεκτίμητο όπως θεωρεί κεφάλαιο ιδιαίτερα για την Αρκαδία και την Τρίπολη.
Ο Δημήτρης Ταλαγάνης γεννημένος στην Τρίπολη το 1945, παίρνει το όνομα του δολοφονημένου από τους Γερμανούς αδελφού του, ενώ στα δύο του χρόνια ο πατέρας του εκτελέστηκε, καταδικασμένος από το Έκτακτο Στρατοδικείο-“Θανατοδικείο” της Τρίπολης. Ήταν ανιψιός του ιστορικού, δασκάλου και στελέχους του ΚΚΕ, υπουργού Γεωργίας στην πρώτη μετακατοχική κυβέρνηση Γιάννη Ζέβγου που δολοφονήθηκε το 1947 στη Θεσσαλονίκη.
Παρά το γεγονός ότι η οικογένεια του και συνακόλουθα μεγάλο μέρος της ζωής του καθορίστηκε από την περίοδο του εμφυλίου αλλά του μετεμφυλιακού καθεστώτος, ο ίδιος επέλεξε να μην προκρίνει η να προβάλλει αυτή την πτυχή της ζωής του. Αντίθετα με ειλικρινή διάθεση και ανεπιτήδευτη πραότητα επέμεινε στην Εθνική συμφιλίωση, την οποία υπηρέτησε αταλάντευτα μέχρι το τέλος της ζωής του, με την τέχνη να υπερβαίνει, να παιδαγωγεί και να ενώνει τον Άνθρωπο με τον Άνθρωπο.
Ο Δημήτρης Ταλαγάνης “ του κόσμου”.
Πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη γενέτειρα του Τρίπολη. Το 1964 εισάγεται στο Αρχιτεκτονικό Ινστιτούτο της Μόσχας, από το οποίο αποφοίτησε το 1971, με μάστερ αρχιτεκτονικής, εποχή κατά την οποία αρχίζει να ασχολείται και με τη ζωγραφική. Την περίοδο των σπουδών του θα εκπονήσει μελέτη για το σχεδιασμό του Νέου Μουσείου Λένιν, η οποία έλαβε το πρώτο βραβείο και συμπεριλήφθηκε στην έκθεση των επιτευγμάτων της Σοβιετικής Τεχνολογίας και Επιστήμης, όπου κέρδισε το χρυσό μετάλλιο. Διακρίθηκε επίσης το 1970 στην παγκόσμια έκθεση OSAKA EXPO για τον σχεδιασμό μιας πόλης 40.000 κατοίκων. Μετά τις σπουδές του έζησε στη Γαλλία και Ιταλία και το 1974 επέστρεψε στην Ελλάδα.. Από την αρχή της καλλιτεχνικής του πορείας αν και βρισκόταν στο εξωτερικό το ταλέντο του συνυφαίνεται με την Ελληνικότητα στο έργο του. Έτσι η πρώτη του έκθεση πραγματοποιείται το 1973 στο Παρίσι και περιλαμβάνει έργα εμπνευσμένα από τον Γιώργο Σεφέρη, ενώ σχεδιάζει τα κοστούμια και τα σκηνικά για τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου, που ανεβάζει ο Ζακ Λακαριέρ. Παράλληλα με το βλέμμα στην Ελλάδα συντάσσει το 1970 μεγαλόπνοη μελέτη ανάπλασης του Φαληρικού όρμου, από τον Άλιμο στην Καστέλα η οποία συμπεριλάμβανε και την κατασκευή Κέντρου Πολιτισμού, εκεί που κτίστηκε αργότερα το συγκρότημα του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος».
Ο Δημήτρης Ταλαγάνης με το έργο του και τους συμβολισμούς του κατέκτησε ξεχωριστή θέση στον κόσμο της τέχνης με δεκάδες εκθέσεις του στο εξωτερικό. Είναι ενδεικτικά ότι την έκθεσή του στην Κούβα εγκαινιάζει ο Φιντέλ Κάστρο, ότι το 1987 εκθέτει τα έργα του στο Μητροπολιτικό Μουσείο του Τόκιο, ότι φιλοτέχνησε το αναμνηστικό μετάλλιο στη συνάντηση Ρέιγκαν – Γκορμπατσόφ, την ποιμαντική ράβδο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, το μετάλλιο του Ευρωπαϊκού Πολιτιστικού Κέντρου Δελφών, τα αναμνηστικά της Επιτροπής Διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων 2004, το δίσκο της παγκόσμιας εκεχειρίας, το αναμνηστικό Παπανδρέου προς Κλίντον με το έργο «το κουτί της Πανδώρας», ότι σχεδίασε το Άλσος των μελών της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, τους κότινους ελιάς για τους νικητές του Μαραθωνίου δρόμου και τα βάθρα των νικητών στους Πανευρωπαϊκούς αγώνες στίβου, ότι τέλος με εντολή της Ελληνικής Κυβέρνησης εκπροσώπησε την Ελλάδα σε εκθέσεις για την επέτειο μνήμης των Χιροσίμα-Ναγκασάκι.
Ο Δημήτρης Ταλαγάνης «της Ελλάδας, της Αρκαδίας, της Τρίπολης»
Ο Δημήτρης Ταλαγάνης απέδειξε με τη συνεπή συνεχή Ελληνοκεντρική και Αρκαδοκεντρική πράξη του, τη μεγάλη πίστη και αγάπη του τόσο για την Ελλάδα, όσο και για την Αρκαδία, αναδεικνύοντας την υπεραξία τους.
Ο Ταλαγάνης ανάτρεχε στην Ελληνική μυθολογία και τον πλούτο της, αναφερόταν στον Όμηρο και στην ποίηση, υμνούσε την αρχαία Ελλάδα τη χώρα που γέννησε όπως έλεγε τη φιλοσοφία το κάλλος και ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική και υποστήριζε τη συνέχεια του Ελληνισμού μέσα από το σμίξιμό του με την Ορθοδοξία και τη μοναδική Ελληνική γλώσσα. Παράλληλα όμως πίστευε στην οικουμενικότητα των αρχών του Ελληνισμού. Ο ίδιος μιλούσε για την αυτοκρατορία του Ελληνικού πνεύματος, φαινόμενο παγκόσμιου πολιτισμού, η οποία γαλούχησε ολόκληρο τον κόσμο με την αισθητική του. Αυτή η άποψη και κάθε σχετική αναφορά δε συνδεόταν επ΄ουδενί βέβαια με κάποια ανωτερότητα των Ελλήνων, αλλά με την ευθύνη μας απέναντι σε αυτή την οικουμενικότητα.
Αυτή η Ελληνικότητα, στο πλαίσιο ενός λυρικού ρεαλισμού, είναι παρούσα σε όλο του έργο.
Παρούσα όμως είναι και η Αρκαδία, της οποίας η “ανόθευτη φύση” συγκινούσε την Ευρώπη από το Βιργίλιο μέχρι το 19ο αιώνα και γέννησε το “et in Arcadia ego” που ο Δημήτρης Ταλαγάνης επέβαλε ως εμβληματική αναφορά της. Προσπάθησε αυτός πρώτος να αναδείξει ως παγκόσμιο στίγμα μιας σύγχρονης πρωτοπορούσας Αρκαδίας όπως προεκτέθηκε το ρεύμα του Αρκαδισμού με την αναγέννηση του Αρκαδικού Ιδεώδους αλλά και την ύστερη Αρκαδία, την Αρκαδία της Επανάστασης του 1821.
Με μια βαθειά συγκινησιακή σχέση πάθους επιστρέφει διαρκώς στην πατρίδα του την Τρίπολη και την Αρκαδία, στοχεύοντας ψηλά πέρα από μικρότητες και πικρίες.. Επινοεί ρηξικέλευθες μακρόπνοες ιδέες, εκπονεί πρωτοποριακές μελέτες και συντάσσει συγκεκριμένες υλοποιήσιμες προτάσεις. Αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, πάντα επώνυμα, πάντα θαρραλέα.
Θλίβεται για τα σημαντικά κτίρια της πόλης που καταρρέουν, για την αντιπαροχή που την τσιμεντοποιεί. Δυστυχώς η εποχή δε βοηθά να δώσει παρά ελάχιστα δείγματα της αρχιτεκτονικής του άποψης στην πόλη. Σε αυτά που πραγματοποιεί συνεργάζεται αρμονικά με διαλεχτούς ντόπιους μαστόρους και κυριαρχούν το φως, τα τόξα, τα μεγάλα ανοίγματα, οι μεγάλοι εξώστες οι ενιαίοι χώροι. Σε μια ιδίως πολυκατοικία που σε πείσμα των καιρών φτιάχτηκε με τα σχέδιά του, το φως και το λευκό χρώμα συνδυάζονται με την ελαφρότητα των όγκων, η αυτοτέλεια των κατοικιών αναδεικνύεται ενώ συνάμα εκπλήσσουν οι μεγάλοι κοινόχρηστοι χώροι και το αίθριό της χώροι επικοινωνίας των ενοίκων, ως μια άλλου είδους αυλή και γειτονιά, όπως έλεγε.
Ως πολίτης ανησυχεί όταν «η πόλη αργεί», όταν «η πόλη κωφεύει» και πρωτοστατεί κάθε φορά με γνώση, αισθητική, ψυχή, και βαθειά τελικά πολιτική άποψη στην αφύπνισή της, καλώντας με ενθουσιασμό τους συμπολίτες του σε αυτενέργεια, εξωστρέφεια και δημιουργία. Πιστεύει βαθειά στην αποκέντρωση, στην κυβέρνηση του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας και μάλιστα συμμετέχει και ο ίδιος στην τοπική αυτοδιοίκηση, ως υποψήφιος δήμαρχος Τρίπολης το 1998 και στη συνέχεια ως αντιδήμαρχός της πολιτισμού. Δραστηριοποιείται από το 1975 για την αποκατάσταση του Μαλλιαροπούλειου Θεάτρου της Πόλης. Καταθέτει προτάσεις από το 1977 για αναπλάσεις σημείων της πόλης. Το 1982 με υπουργό Πολιτισμού τη Μελίνα Μερκούρη συντάσσει σχέδια για συνολικά δέκα ανοιχτά αμφιθέατρα σε επιλεγμένες ξεχωριστές θέσεις της Αρκαδίας, από τα οποία τα τρία ολοκληρώθηκαν, ενώ τα δύο λειτουργούν υποδειγματικά ακόμη και σήμερα. Διοργανώνει το Αρκαδικό Φεστιβάλ, θεσμό που χαρακτηρίστηκε από έντονη τοπική καλλιτεχνική παραγωγή και πρωτοπορία κινητοποιώντας και αναδεικνύοντας ντόπιες πνευματικές δυνάμεις.
Συνδράμει το Φιλοτεχνικό Όμιλο Τρίπολης, ζωντανό κύτταρο της πόλης. Είναι ιστορικές οι εικαστικές παρεμβάσεις του τα Χριστούγεννα στην Πλατεία Αγίου Βασιλείου και τη Μεγάλη Εβδομάδα στο Μητροπολιτικό Ναό της Πόλης, όπως οι εμφανίσεις του ως φουστανελάς δε δημόσιες ιστορικές εκδηλώσεις. Παράλληλα βρίσκεται απλόχερα δίπλα στις νεολαιίστικες οργανώσεις και στις γιορτές τους και σε κόμματα όλου σχεδόν του δημοκρατικού τόξου. Από το 1987 ξεκινά τη γκαλερί «Κύκλος» φύτρα δημιουργών και το 1994 σχεδιάζει την “Αίθουσα Τέχνης Κούρος” του πιστού φίλου του Τάκη Κούρου στο πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης. Αυτή λειτούργησε μέχρι το 2019 που τη λύγισε η κρίση και τη στηρίζει πιστά με όλες του τις δυνάμεις ως οπισθοφυλακή της τέχνης για τη πόλη. Στην αίθουσα αυτή, μοναδική στην Πελοπόννησο αλλά και σε όλη πλην των μεγαλουπόλεων Ελλάδα πραγματοποιήθηκαν πάνω από 200 εκδηλώσεις τέχνης, γραμμάτων και πολιτισμού, με παρόντες όλους τους πιο σημαντικούς δημιουργούς του κόσμου Pablo Picasso, Matisse, Braque, Γαλάνη, Γουναρόπουλου, Μπουζιάννη, Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, Τσαρούχη, Φασιανού, Μυταρά, Ταλαγάνη, Κούρου, Γιαγιάννου και πολλών άλλων, αφιερώματα όπως στο Μίκη Θεοδωράκη κ.λ.π. που εγκαινίασαν Πρόεδροι Δημοκρατίας, Πρωθυπουργοί κ.λ.π.. Συνάμα μέσα από τη τέχνη έδινε πάντα την «άλλη» ευαίσθητη ματιά του, όπως παραδειγματική ήταν η δουλειά του με ανήλικους κρατούμενους των Φυλακών Κορυδαλλού και η έκθεση στην πιο πάνω Αίθουσα έργων τους. Ακόμη σημαντική ήταν η προβολή πλήθους Αρκάδων Εικαστικών. Τέλος με το Δημήτρη Ταλαγάνη συνεργάσθηκαν σημαντικοί Αρκάδες δημιουργοί με δικό τους μεγάλο διακριτό έργο όπως ο Δημήτρης Κούρος ο Νίκος Φλώρος και πολλοί άλλοι.
Για την ιστορία και τη μνήμη
Θεωρούσε το μύθο ως εργαλείο της ιστορίας αλλά και την ιστορία ως ακαταμάχητο όπλο του λαού μας. Ο τελευταίος μεγάλος στόχος που είχε θέσει για την Τρίπολη ήταν η δημιουργία ενός Μνημείου της Ιστορίας του Ελληνικού ΄Εθνους στην πλατεία Άρεως για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Θεωρούσε πως η Τρίπολη ως σημαντικό σημείο αναφοράς για την Επανάσταση δικαιούται να έχει ένα μεγάλο μνημείο για την εθνεγερσία που ήδη είχε σχεδιάσει και στο οποίο συμπεριλάμβανε από τη λάρνακα των οστών του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη μέχρι οβελίσκους με 400 προσωπικότητες που πρωταγωνίστησαν πολυεπίπεδα στην εξέλιξη της Ελλάδας. Σε αυτό το μνημείο θα αναδεικνύονταν ακόμη και άγνωστες -ή λιγότερο γνωστές- πτυχές της Επανάστασης όπως η έμπρακτη συνδρομή της Αϊτής, τους Αμερικανούς και Ρώσους Φιλέλληνες ή τον αφροαμερικανό νεκρό εθελοντή Τζέιμς Γουίλιαμς. Όλα αυτά ήταν ενταγμένα στην έννοια του ότι έχουμε ανάγκη από ένα χώρο αναφοράς και περισυλλογής για τα 200 χρόνια της σύγχρονης ιστορίας μας Το μνημείο όμως αυτό βλέπει όμως και νωρίτερα με κυρίαρχη αναφορά στον Όμηρο και το Ελληνικό Αλφάβητο σκοπεύοντας μέσω των αρχών του Ελληνισμού στο άχρονο μέλλον μας της αυτοδιάθεσης, της αλληλεγγύης και της παγκόσμιας δικαιοσύνης.
Μάλιστα η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα γινόταν στη μεγάλη πλατεία ΄Αρεως της Τρίπολης εκεί που ήταν το Σεράγι επί Τουρκοκρατίας, απέναντι από το Δικαστικό Μέγαρο Τρίπολης όπου καταδικάστηκε σε θάνατο ο πατέρας του και πλήθος άλλων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου. Εκεί όπου στο υπόγειό του που χρησιμοποιήθηκε ως χώρος κράτησης αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου υπάρχουν μοναδικά επιτοίχια συγκλονιστικά μηνύματα και άθικτες μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας τοιχογραφίες τους.
Είναι σημαντικό ότι το σχέδιό του εγκρίθηκε ομόφωνα από το Δημοτικό Συμβούλιο Τρίπολης και η δημοτική αρχή υποσχέθηκε να το πραγματοποιήσει μαζί με ένα δεύτερο σημαντικό σχέδιό του ανάπλασης της Πλατείας του ναού της Μεταμόρφωσης που αποτελούσε παλιότερα την πύλη της πόλης από την οποία απελευθερώθηκε και στο παρακείμενο κοιμητήριο υπάρχουν πλήθος επιτάφιων γλυπτών Τηνίων καλλιτεχνών.
Η διατήρηση της μνήμης ήταν και η αφετηρία του τελευταίου του σχεδίου. Ήθελε το μνημείο Επανάστασης να είναι η μνήμη του μέλλοντός μας, να είναι ο τρόπος για “να τροφοδοτήσουμε τη νέα γενιά” και “να συνομιλούμε με τις μνήμες που έρχονται από το μέλλον”.
Δεν αποχαιρετάμε το Δημήτρη Ταλαγάνη.
Ο Δημήτρης Ταλαγάνης θα επιστρέφει και θα φωτίζει τις ψυχές, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον μας.
Για την Τέχνη, τη γλώσσα και τον άνθρωπο
Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο iatro.gr, λίγες μέρες πριν φύγει νικημένος από τον κορωνοϊό, ο Δημήτρης Ταλαγάνης μίλησε για την τέχνη και τη σχέση του με αυτή, για την γλώσσα και την παιδεία, για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Παραθέτουμε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα:
«Αναρωτιέμαι μήπως θα είχαμε ανάγκη από μια επαναστατική, εκ θεμελίων μεταρρύθμιση, που να συμπαρασύρει σε καινούργια νοηματοδότηση του κοινωνικού μας βίου. (…) Να έχουμε Παιδεία, να έχουμε γράμματα και το κυριότερο, να έχουμε τη γλώσσα, διότι χωρίς τη γλώσσα δεν υπάρχει νόηση, δεν υπάρχει παραγωγή σκέψης, δεν υπάρχει παραγωγή έργου, πνευματικού, πολιτιστικού, με την έννοια όπως ερμηνεύεται η έννοια του πολιτιστικού.(…)
Η Τέχνη, η δυνατότητα να αφηγηθεί κανείς αυτή την μεγάλη δωρεά που έχει ο άνθρωπος να μπορεί να επικοινωνήσει ο άνθρωπος με ότι τον περιβάλλει, εξωτερικά και εσωτερικά, με το θεό με τη φύση, όλα αυτά τα οποία τα έχει οδηγήσει το σύστημα στην αέναη πρόκληση που συντελείται η ύβρις. Και βέβαια σε αυτή την ύβρη είναι συμμέτοχος και ο άνθρωπος. Τα επίχειρα τα εισπράττει καθημερινά ο άνθρωπος. Δηλαδή ακόμη οι μέρες του κορωνοϊού είναι αποτέλεσμα της κατ’ εξακολούθηση ύβρεος του ανθρώπου απέναντι στη φύση, διότι η φύση εντός φέρει τα πάντα και τα φανερώνει όταν θέλει, όταν θέλει να μας νουθετήσει.»