Συνέντευξη στον Χρήστο Πραμαντιώτη
Σε μια κρίσιμη καμπή βρίσκεται το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα, που την προηγούμενη εβδομάδα είδε το θέατρο του παραλόγου να παίζεται στο 35ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, ένα συνέδριο που δεν κατάφερε να συζητήσει για τίποτε άλλο πέρα από το ποιοι θα είναι… σύνεδροι. Για την εικόνα αυτή, αλλά και το νέο συσχετισμό στην ΑΔΕΔΥ, όπως και για την επόμενη μέρα στο δημόσιο τομέα, μιλήσαμε με τον Δημήτρη Μέρκο, που εξελέγη στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΑΔΕΔΥ.
Ενώ η επίθεση της κυβέρνησης κλιμακώνεται σε όλα τα επίπεδα, παρακολουθήσαμε στο 35ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ μια εκφυλιστική διαδικασία που αναλώθηκε στις νομιμοποιήσεις συνέδρων, ενώ και η συζήτηση για τον απολογισμό και το σχέδιο δράσης τελείωσε πριν καν αρχίσει.
Είναι προφανές ότι το 35ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ, κάθε άλλο παρά ανταποκρίθηκε στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των εργαζομένων στο Δημόσιο Τομέα. Μια περίοδο κατά την οποία το Δημόσιο βρίσκεται στο επίκεντρο των επιθέσεων της κυβέρνησης και των μνημονιακών της πολιτικών, που οι υπηρεσίες και οι δομές του κλείνουν η μία μετά την άλλη και που χιλιάδες εργαζόμενοι βρίσκονται με τις διαπιστωτικές πράξεις απόλυσης στα χέρια, οι διαδικασίες του συνεδρίου κάθε άλλο παρά ασχολήθηκαν με τα παραπάνω.
Δυστυχώς, μέσα από πρωτοφανείς διαδικασίες, οι κυρίαρχες μέχρι σήμερα συνδικαλιστικές δυνάμεις, του κυβερνητικού συνδικαλισμού, επέλεξαν να αποτρέψουν οποιαδήποτε διαδικασία συζήτησης για τα προβλήματα των εργαζομένων, με στόχο να αναλωθεί η όλη διαδικασία σε διαδικαστικά ζητήματα. Ακόμα και η παρουσία στο συνέδριο εκατοντάδων απολυμένων εργαζομένων από τα πανεπιστήμια, τους καθηγητές, τους σχολικούς φύλακες, τις καθαρίστριες κ.λπ., δεν στάθηκε ικανή να ανατρέψει τον αρχικό τους σχεδιασμό για τη μη διενέργεια ενός ουσιαστικού συνεδρίου. Ενός συνεδρίου που θα έκανε αποτίμηση της μέχρι τώρα πορείας του συνδικαλιστικού κινήματος του Δημοσίου και του τρόπου με τον οποίο οργάνωσε τους αγώνες και τις αντιστάσεις των εργαζομένων όλο το προηγούμενο διάστημα και που κυρίως θα έθετε ένα νέο πλαίσιο δράσης για αύριο. Θεωρώ αδιανόητο, αλλά όχι τυχαίο, το γεγονός ότι μια κορυφαία διαδικασία, όπως αυτή του συνεδρίου ενός τριτοβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου, ολοκλήρωσε τις διαδικασίες της χωρίς τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης. Το μήνυμα που επιχειρείται να σταλεί προς τους εργαζόμενους είναι αυτό της ήττας και της αποδοχής όλων όσων προωθούνται για το Δημόσιο.
Τι δείχνουν, κατά τη γνώμη σας, τα αποτελέσματα που έβγαλε η κάλπη του συνεδρίου σας;
Τα αποτελέσματα των εκλογικών διαδικασιών είναι βέβαιο ότι δημιουργούν νέα δεδομένα ή για την ακρίβεια καλύτερες προϋποθέσεις για την ανατροπή του μέχρι σήμερα συνδικαλιστικού κατεστημένου. Για πρώτη φορά το μπλοκ των δυνάμεων του κυβερνητικού συνδικαλισμού (ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ), το οποίο αξίζει να σημειώσουμε ότι σε όλη τη διάρκεια του συνεδρίου λειτουργούσε και ψήφιζε ως ενιαία παράταξη, έχασε την πλειοψηφία στο Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση των δυνάμεων της Αριστεράς και όσων αντιστέκονται στην εφαρμογή πολιτικών διάλυσης του δημοσίου, δημιουργεί σίγουρα ένα νέο τοπίο. Θέτει, όμως, ταυτόχρονα επιτακτικά την ανάγκη συνεννόησης και κοινής δράσης των δυνάμεων αυτών. Την ανάγκη απόκτησης ενός κοινού βηματισμού στην κατεύθυνση υπεράσπισης των δομών του δημόσιου τομέα και των εργαζόμενων σε αυτόν. Το μήνυμα της ενότητας και της κοινής δράσης που πρέπει να εκπέμψουν οι δυνάμεις της Αριστεράς στο συνδικαλιστικό κίνημα, θα είναι «οξυγόνο» για όσους βρίσκονται σε μακροχρόνιες κινητοποιήσεις και συνθλίβονται από την οικονομική αιμορραγία αλλά και τη σκληρή κυβερνητική προπαγάνδα. Θα αποτελέσει το «σπίρτο» που θα ανάψει τη φωτιά της αντίστασης και του γενικού ξεσηκωμού όλων των εργαζομένων, ενάντια στις συνθήκες μεσαίωνα που μας οδηγούν.
Οι αριστερές δυνάμεις με τη στάση τους οφείλουν να αντιστρέψουν το κλίμα απαξίωσης που εντέχνως καλλιεργείται για τα συνδικάτα και τη συλλογική δράση. Να αναλάβουν την ευθύνη και να δώσουν οι ίδιες διαφορετικό περιεχόμενο στη λειτουργία των συνδικαλιστικών μας οργάνων και να επιβάλουν πλέον διαδικασίες που θα τα αποκαταστήσουν στα μάτια των εργαζομένων κατ’ αρχήν και της κοινωνίας στη συνέχεια.
Η κυβέρνηση προχωρεί με ρυθμό καταιγίδας τις ρυθμίσεις και αλλαγές που υπαγορεύει η τρόικα στο δημόσιο τομέα. Τι Δημόσιο πάνε να φτιάξουν;
Ο δημόσιος τομέας από την πρώτη στιγμή των μνημονίων αποτέλεσε βασικό πεδίο παρεμβάσεων και άσκησης νέων πολιτικών. Στόχος φυσικά δεν ήταν η αντιμετώπιση των υπαρκτών προβλημάτων του Δημοσίου (όπως με μανία προσπαθούν να μας πείσουν τα συστημικά ΜΜΕ), αλλά η πλήρης διάλυσή του. Πίσω από την απαξίωση και τη διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών βρίσκεται αναμφίβολα η επιλογή μεταφοράς μιας σειράς αντικειμένων του στους ιδιώτες και η κατάργηση όσων δομών κοινωνικού κράτους έχουν απομείνει. Οι τομείς της Υγείας και της Παιδείας αντιμετωπίζονται με παραποιημένα πολλές φορές δημοσιονομικά στοιχεία και με συνοπτικές διαδικασίες εκχωρούνται στους εργολάβους Υγείας και Παιδείας, προοιωνίζοντας ένα εφιαλτικό μέλλον για τα λαϊκά και φτωχά στρώματα της κοινωνίας μας.
Ταυτόχρονα οι χωρίς κανένα δημοσιονομικό όφελος (όπως οι ίδιοι παραδέχονται) απολύσεις στο Δημόσιο και η παραπέρα ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, ακόμα και στον πυρήνα του κρατικού μηχανισμού, κλείνουν το μάτι στους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα και στέλνουν «μήνυμα» στην κοινωνία: Από τη στιγμή που και στο Δημόσιο δεν υπάρχει πλέον η παραμικρή προστασία της εργασίας, στον ιδιωτικό τομέα, εκεί που βρίσκεται και η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων, «νομιμοποιείται» πλέον οποιαδήποτε αυθαιρεσία…
Ποιο ρόλο θα έπρεπε να έχει σήμερα ο δημόσιος τομέας; Σε ποια κατεύθυνση; Με ποια δομή;
Το συνδικαλιστικό κίνημα και ιδιαίτερα οι δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να ακολουθήσουν μια πιο επιθετική πολιτική στην υπεράσπιση του δημόσιου τομέα. Μια πολιτική η οποία θα απευθύνεται κυρίως στην κοινωνία και θα αναδεικνύει το δημόσιο που εμείς θέλουμε. Που θα καταστήσει σαφές ότι δεν υπερασπιζόμαστε μοντέλα λειτουργίας που οικοδομήθηκαν στη βάση κομματικών και πελατειακών συμφερόντων. Δεν υπερασπιζόμαστε ένα δημόσιο που δεν έχει ως προτεραιότητα την κάλυψη κοινωνικών αναγκών και που πολλές φορές λειτουργεί κάτω από ένα καθεστώς συνδιοίκησης πολιτικών, υπηρεσιακών αλλά και συνδικαλιστικών παραγόντων.
Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο το γεγονός ότι η κυβέρνηση, με τη βοήθεια των φιλικών προς αυτήν ΜΜΕ, προσπαθεί να ταυτίσει κάθε φωνή και προσπάθεια αντίστασης που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια, με τις παραπάνω παθογένειες του δημοσίου, αποσιωπώντας τις δικές της ευθύνες και προσπαθώντας να τις χρεώσει στους εργαζόμενους. Στόχος τους, η «νομιμοποίηση» στα μάτια της κοινωνίας όλου αυτού του σαρώματος που λαμβάνει χώρα στο χώρο του Δημοσίου.
Το συνδικαλιστικό κίνημα οφείλει να παλέψει και να αναδείξει την ανάγκη οικοδόμησης ενός Δημοσίου που δεν θα ταλαιπωρεί τον πολίτη, που θα λειτουργεί μέσα σε συνθήκες αξιοκρατίας και διαφάνειας, αυτονομημένο από παρεμβάσεις πολιτικών και οικονομικών παραγόντων και σε συνθήκες που δεν θα επιτρέπουν την ανάδειξη φαινομένων διαφθοράς και κακοδιαχείρισης.
Ενός δημόσιου τομέα που θα εμπιστευτεί και θα εμπνεύσει τους εργαζόμενους και θα τους αναθέσει ουσιαστικά το ρόλο της ανοικοδόμησής του. Ενός Δημοσίου, την ύπαρξη του οποίου θα υπερασπίζεται όλη η κοινωνία και όχι μόνο οι εργαζόμενοι σε αυτό.
Το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα τους τελευταίους μήνες έχει δώσει παραδείγματα αντίστασης. Έχουν, όμως, αναδειχθεί και ανεπάρκειες.
Το δημοσιοϋπαλληλικό κίνημα τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση. Σήμερα που μιλάμε υπάρχουν κλάδοι του δημοσίου, όπως αυτοί των πανεπιστημίων, της Υγείας, της καθαριότητας, των ΟΤΑ κ.λπ. που συνεχίζουν τις μακροχρόνιες κινητοποιήσεις τους, μέσα από τις οποίες αναδεικνύουν και τις επιπτώσεις των ασκούμενων πολιτικών για το σύνολο της κοινωνίας. Το πρόβλημα και η μεγάλη αδυναμία των κινητοποιήσεων αυτών όμως είναι η έλλειψη συντονισμού. Ο κατακερματισμός των αγώνων, όχι μόνο εξαντλεί τους εργαζόμενους που σε πολλές περιπτώσεις συμμετέχουν μαζικά σε αυτούς, αλλά δυστυχώς εδραιώνει την αίσθηση ότι τα πράγματα δύσκολα αλλάζουν και ότι οι αγώνες δεν μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα.
Το συνέδριο της ΑΔΕΔΥ βοήθησε να λυθούν και οι τελευταίες απορίες σχετικά με τους λόγους που δεν επέτρεψαν αυτόν το συντονισμό. Τους λόγους για τους οποίους οι διοικητικοί των πανεπιστημίων παλεύουν μόνοι τους ή γιατί η μεγάλη απεργία των καθηγητών τον Σεπτέμβριο δεν αποτέλεσε την αρχή ενός γενικού ξεσηκωμού. Η απάντηση βρίσκεται στη συνειδητή επιλογή των συνδικαλιστικών δυνάμεων ΠΑΣΚ-ΔΑΚΕ και πιθανά όσων όψιμα σπεύδουν, για τους δικούς τους λόγους, να διαφοροποιηθούν, να μπλοκάρουν οποιαδήποτε διαδικασία οδηγούσε πιθανά σε «ανεξέλεγκτες» γι’ αυτούς κινητοποιήσεις.
Και εδώ επανέρχεται ο ρόλος των δυνάμεων της Αριστεράς μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα που θα πρέπει να είναι καταλυτικός. Η ενίσχυσή τους στο τελευταίο συνέδριο, η αλλαγή των συσχετισμών και η κοινή στάση που κράτησαν στο σύνολο των θεμάτων που τέθηκαν στο συνέδριο, δείχνουν ότι υπάρχουν περιθώρια συνεννόησης στην κατεύθυνση τουλάχιστον του συντονισμού των αγώνων και της δημιουργίας ενός ρεύματος ανατροπής των ασκούμενων πολιτικών. Η περίοδος αυτή αποτελεί πρόκληση για τις δυνάμεις της Αριστεράς και είμαι σίγουρος ότι παρά τις δυσκολίες και τα γνωστά προβλήματα, στο τέλος θα ανταπεξέλθουν στις ανάγκες και τις απαιτήσεις των εργαζομένων.