Η σύμπτωση αυτή της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ με τη Ν.Δ. στα πιο βασικά ζητήματα (σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων και περιουσίας, αντιπαράθεση με το συνδικαλιστικό κίνημα και πλήρης απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, αποδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, μείωσης της φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών κ.λπ.) έχει σοβαρές συνέπειες στους πολιτικούς συσχετισμούς και συγκεκριμένα:
Ακυρώνει την παραδοσιακή λειτουργία του αστικού δικομματισμού. Kι αυτό στο βαθμό που πάντοτε αυτός κατόρθωνε να λειτουργεί μόνο με την ύπαρξη δύο διαφορετικών πολιτικών (αστικών πάντοτε) σχεδίων κυβερνητικής διαχείρισης. Δηλαδή, εξαγγελίες της Ν.Δ. για επανίδρυση του κράτους, οικονομική ανάπτυξη, εξυγίανση κ.λπ. έναντι της διαφθοράς του ΠΑΣΟΚ κατά την κυβερνητική του θητεία 1996-2004, κράτος της σοσιαλδημοκρατικής «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ στην αρχή της 10ετίας του 1980 έναντι του αυταρχικού κράτους της Ν.Δ. στην πρώτη επταετία της μεταπολίτευσης κ.ά.
Αυτή η σύγκλιση των δύο εκδοχών της αστικής πολιτικής σε μία, και μάλιστα στο έδαφος μιας αντιδραστικής επέλασης που προκαλεί καταφανή κοινωνικό όλεθρο (μαζική ανεργία, μείωση εργατικών εισοδημάτων, αποψίλωση ασφαλιστικών παροχών κ.λπ.), έχει οδηγήσει στη ριζική μείωση της εκλογικής εμβέλειας και των δύο πόλων του δικομματισμού, από τα παραδοσιακά ποσοστά του 80-85% στο επίπεδο περίπου αθροιστικά του 60%, και της αντικειμενικής προοπτικής της δικομματικής συγκυβέρνησης.
Είναι τέτοιες οι ανάγκες της σημερινής αστικής διαχείρισης με τα συνεχή μνημόνια και την εφαρμογή των ευρωπαϊκών συνθηκών, που είναι αναγκαία πλέον η δικομματική συγκυβέρνηση (ανεξάρτητα από τις μορφές που προσλαμβάνει, τυπικές ή ντε φάκτο) για τη στήριξη του όλου εγχειρήματος αντιδραστικών μεταλλάξεων. Εκεί πλέον ο παραδοσιακός δικομματισμός θυσιάζεται από την αστική τάξη, προκειμένου να υποστηριχθεί ευθέως και χωρίς προσκόμματα η πολιτική της. Η καταγραφόμενη στις σφυγμομετρήσεις απώλεια της δυνατότητας σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων και η κατάρρευση των ποσοστών του δικομματισμού οδηγούν αναγκαστικά στη συμπαράταξη των δύο πόλων του, προκειμένου να διασφαλίζεται η κοινοβουλευτική τουλάχιστον νομιμοποίηση.
Παράλληλα, αποσταθεροποιούνται οι κοινωνικές συμμαχίες που διασφάλιζε ο κυρίαρχος συνασπισμός εξουσίας, στο μέτρο που με την ασκούμενη μνημονιακή πολιτική: εργατικά στρώματα της παραδοσιακής πολιτικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ έρχονται σε ρήξη με την ακολουθούμενη πολιτική του, ενώ παράλληλα μικροαστικά στρώματα της εκλογικής εμβέλειας της Ν.Δ. της γυρίζουν την πλάτη, λόγω της άμεσης πρόσδεσής της με τον επιχειρηματικό κόσμο. Η απεξάρτηση αυτών των κοινωνικών μερίδων από κοινού με τα αριστερά εργατικά στρώματα και μικροαστικές μερίδες συνιστούν την αντικειμενική βάση της δυσφορίας, οργής, απόρριψης έναντι του αστικού πολιτικού συστήματος.
Τέλος, με τη δικομματική κυβερνητική συναίνεση και την επιμονή στην πολιτική του συνεχούς «δανεισμού για τους δανειστές» με την πρόκληση του ολοκαυτώματος του κόσμου της μισθωτής εργασίας, έχει εκλείψει πλέον από το προσκήνιο η νομιμοποιητική βάση και των δύο εκδοχών της αστικής πολιτικής: Ούτε το ΠΑΣΟΚ ούτε η Ν.Δ. υπόσχονται πλέον ότι με τη «στενωπό» και το «τούνελ» στο οποίο έχουν οδηγήσει τη χώρα θα επέλθει η οποιαδήποτε οικονομική ανάπτυξη (η τρέχουσα ύφεση της οικονομίας δίνει ρυθμούς μείωσης του ΑΕΠ στο -4% ετήσια). Αλλά κι αν αυτή επιτευχθεί σε κάποιο μελλοντικό σημείο, αυτή ουδόλως θα συνοδεύεται από την πρόσληψη ανέργων και τη μείωση της ανεργίας, εφόσον θα πρόκειται για μια ανάπτυξη των κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων, παράλληλα με μια σταθερή ανεργία που θα ξεπερνά το 20% του εργατικού δυναμικού (ισπανική οικονομική περίπτωση). Ο φόβος της χρεοκοπίας και η ιδεολογική χειραγώγηση, που έχουν σπείρει τα αστικά πολιτικά κέντρα, δεν μπορούν μακροχρόνια να αναπληρώσουν το «κενό» μιας οποιασδήποτε λαϊκής επαγγελίας για αύξηση της απασχόλησης και βελτίωση του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης.
Η αναποτελεσματικότητα του εργατικού και αριστερού κινήματος
Αυτές οι πρακτικές δικομματικής κυβερνητικής συναίνεσης και ώθησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στα έσχατα όριά της, προβάλλονται και υλοποιούνται εξαιτίας του γεγονότος ότι από το τέλος του 2009 μέχρι τα μέσα του 2011 δεν έχει αναδειχθεί μια κλιμακωμένη μαζική λαϊκή αντιπολίτευση που να μπορεί να αναχαιτίσει και αποκρούσει αυτή τη σαρωτική επέλαση στα δικαιώματα και στο επίπεδο ζωής των μισθωτών εργαζομένων, νεολαίας και ανέργων. Οι δέκα περίπου πανελλαδικές απεργιακές κινητοποιήσεις (που άλλοτε είχαν μαζικότητα κι άλλοτε περιορίζονταν στη συμμετοχή των αριστερών πολιτικών και εργατικών δυνάμεων σ’ ένα χαμηλό επίπεδο), όντας κάτω από την ποδηγέτηση του συναινετικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού στις τριτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις, δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν την αναγκαία αποτελεσματικότητα έναντι των μέτρων της ολομέτωπης αστικής επίθεσης.
Ταυτόχρονα, οι δυνάμεις του ελληνικού αριστερού κινήματος που, σε επίπεδο διακήρυξης, αναδείκνυαν με συνέπεια την αντιπαλότητα σ’ όλα τα μέτρα κατεδάφισης των εργατικών και κοινωνικών κατακτήσεων δεν κατόρθωσαν να προκαλέσουν την κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα κατά τρόπο μαζικό και κλιμακωμένο, ώστε να δημιουργήσουν προϋποθέσεις ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής, της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και του αστικού δικομματισμού συνολικά.
Το ΚΚΕ κινήθηκε, όλο αυτό το διάστημα, σε πλήρη διαχωρισμό και απομόνωση από τις υπόλοιπες αριστερές όσο και ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις που ανεξαρτητοποιούνται από τη δικομματική πολιτική. Αντί των άμεσων στόχων ανατροπής της ασκούμενης πολιτικής και των φορέων της κατέφυγε συστηματικά στην ιδεοληψία του «άλλου δρόμου ανάπτυξης», ο οποίος θα προέκυπτε «εξ ουρανού» και όχι μέσα από συγκεκριμένα βήματα ανατροπών και ριζικής αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, σ’ ολόκληρη αυτή την κρίσιμη συγκυρία, ανακυκλωνόταν μέσα στη στασιμότητα της υποκειμενικής του κρίσης, της εκφώνησης διαφορετικών πολιτικών γραμμών, των διαχωριστικών πρακτικών μακράν της αναγκαίας συμμαχικής ενότητας και εν τέλει της αποψίλωσής του από τις ριζοσπαστικές δυνάμεις που τον είχαν πλαισιώσει.
Τέλος, οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τις εύστοχες σε ορισμένα ζητήματα και πλευρές τοποθετήσεις τους, συνέχισαν να κινούνται σ’ ένα πεδίο περιορισμένης εμβέλειας, κύρια νεολαιίστικης πλαισίωσης, χωρίς να αποφεύγουν τις «απογειώσεις» σε στρατηγικές στοχεύσεις έναντι της αναγκαίας υλικής τακτικής παρέμβασης.
Αλλά και πέρα από τις καταφανείς ανεπάρκειες των αριστερών πολιτικών σχηματισμών στη συγκυρία της βαθιάς κρίσης (υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και ταξικού δημόσιου χρέους) και ενώ ο αστικός πολιτικός κόσμος συσπειρώνεται ενιαία και συναινετικά, το αριστερό κίνημα συνέχισε τις διαφοροποιημένες του πορείες, αδυνατώντας να αναδείξει ένα πλαίσιο αριστερής ενωτικής συμπαράταξης.
Δεν μπόρεσε να αναδείξει μια μετωπική συμμαχία του συνόλου των αριστερών δυνάμεων, που να μπορεί να διαδραματίσει το ρόλο του «αντίπαλου δέους» απέναντι στο συνασπισμό των αστικών κομμάτων, καλύπτοντας το «κενό» εκπροσώπησης των εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων που αποστασιοποιούνται από τον αστικό δικομματισμό.
Μορφές αριστερής ενότητας και νέα κοινωνικά δεδομένα
Ωστόσο, στο τελευταίο διάστημα της μνημονιακής περιόδου αναπτύχθηκαν κοινωνικές και ιδεολογικές μορφές σύγκλισης και κοινής δράσης δυνάμεων που έχουν αναφορά στη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά. Τέτοιες περιπτώσεις υπήρξαν ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων, που ανέπτυξε μια ανεξάρτητη, ταξική συνδικαλιστική παρέμβαση στο συνολικό απεργιακό κίνημα του τελευταίου ενάμιση χρόνου με ένα γόνιμο τρόπο.
Από την άλλη πλευρά, το εγχείρημα του Αριστερού Βήματος Διαλόγου και Κοινής Δράσης, το οποίο κυρίως κινήθηκε στην κατεύθυνση της διοργάνωσης μαζικών εκδηλώσεων με αντικείμενο τον επιστημονικό διαφωτισμό των ζητημάτων του δημόσιου χρέους, των εναλλακτικών προτάσεων κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, τα δύο αυτά εγχειρήματα, αν και έχουν τη σημασία και το ρόλο τους, παρέμειναν περιορισμένης εμβέλειας στο διανοούμενο και συνδικαλιστικά οργανωμένο αριστερό κόσμο.
Σε κάθε περίπτωση, συνάντησαν την άρνηση συμμετοχής δυνάμεων που προέρχονται από το παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα, τόσο για την ανάδειξη ενός ευρύτερου εργατικού αγωνιστικού μετώπου, όσο και για την προώθηση του διαλόγου και των κοινών παρεμβάσεων στους κόλπους του συνολικού αριστερού κινήματος. Μάλιστα, οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ, προς τις οποίες απευθύνονται και οι συνολικές ενωτικές πολιτικές προτάσεις για την ανάπτυξη της κοινής δράσης και της μετωπικής αριστερής ενότητας, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται, αλλά χλευάζουν την αριστερή λαϊκή ενότητα, όπως στην περίπτωση της συνεργασίας πορτογαλικού Κ.Κ. και Μπλόκου της Αριστεράς, και επιπλέον εξαπολύουν συστηματική επίθεση στις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το χαρακτηρισμό ότι αποτελούν «αριστερές προβιές» και «αναχώματα του συστήματος», για την αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης των λαϊκών στρωμάτων.
Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα με το ΚΚΕ, δηλαδή να αρνείται και να συκοφαντεί την όποια μορφή αριστερής λαϊκής συμμαχίας και τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς να βρίσκουν κοινούς τόπους δράσης -αλλά με περιορισμένη κοινωνική και ιδεολογική εμβέλεια-, προκύπτει η αδυναμία ανάδειξης ενός αριστερού λαϊκού μετώπου, ικανού να αντιπαρατεθεί ενωτικά στον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας και στους πολιτικούς του εκπροσώπους. Κατά συνέπεια, για να αλλάξουν τα πράγματα και να καταγραφούν ριζικοί επαναπροσδιορισμοί στο ελληνικό αριστερό κίνημα, απαιτείται η αυτοτελής προβολή του κοινωνικού κινήματος της οργής και αγανάκτησης, όπως συνέβη με επιτυχή και μαζικό τρόπο από το κίνημα της «15ης Μάη» της Αληθινής Δημοκρατίας Τώρα, στις ισπανικές πόλεις και ιδιαίτερα στη Μαδρίτη, με επίκεντρο την αντίθεση στην πολιτική λιτότητας και μαζικής ανεργίας των σοσιαλφιλελευθέρων και δεξιών πολιτικών κομμάτων.
Φαίνεται ότι αυτός ο δρόμος είναι η μοναδική διέξοδος διαφυγής όλων των κοινωνικών θυμάτων του νεοφιλελευθερισμού «μέχρι τα έσχατα όρια», και αυτή την κατεύθυνση έχουν να υπηρετήσουν οι ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές δυνάμεις.