Με συνεχείς και συντονισμένες παρεμβάσεις, σε ανώτατο επίπεδο, η Ρωσία αμφισβητεί την τήρηση του Διεθνούς Δικαίου στην έως τώρα διαδικασία κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών και διατυπώνει επίσημα τη θέση ότι προτίθεται να την μπλοκάρει όταν θα έρθει για επικύρωση στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η δήλωση της Ρωσίας έχει ιδιαίτερο βάρος και αναμφισβήτητα θα δημιουργήσει σοβαρές διεθνείς εμπλοκές στην κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών καθώς, όπως άλλωστε προβλέπεται όταν αποφασίσθηκε και έγινε αποδεκτό από όλες τις πλευρές η επιδιαιτησία του Οργανισμού, η διαδικασία αλλαγής της ονομασίας της γειτονικής χώρας δεν τελειώνει με τις αποφάσεις των δύο κοινοβουλίων αλλά απαιτεί την τελική επικύρωσή της και από τον ΟΗΕ.

Στην πρώτη του αντίδραση το υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, αμέσως μετά το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας στη Βουλή της ΠΓΔΜ, επεσήμανε: «Είναι προφανής, η συνέχιση της έξωθεν επιβαλλόμενης διαδικασίας της αλλαγής με τεχνητό τρόπο της ονομασίας της χώρας με σκοπό τη βεβιασμένη ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Αυτό πραγματοποιείται κατά παράβαση της νομοθεσίας της ΠΓΔΜ. Η θέση του προέδρου της ΠΓΔΜ και η γνώμη της πλειοψηφίας του λαού της, που απορρίπτουν την Συμφωνία των Πρεσπών, αγνοούνται». Για να καταλήξει ότι «το ζήτημα πρέπει να εξεταστεί στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ψηφίσματος 845 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών».

Σε πιο αυστηρό τόνο κινήθηκαν οι δηλώσεις Λαβρόφ: «Βάζουμε ερωτήματα κατά πόσο ήταν νόμιμη αυτή η διαδικασία και αν ξεκινά από την επιθυμία να βρεθεί συναίνεση μεταξύ Ελλάδας και Σκοπίων ή αν ξεκινά από την επιθυμία των ΗΠΑ να σύρουν τις βαλκανικές χώρες στο ΝΑΤΟ όσο γίνεται πιο γρήγορα ώστε να τερματίσουν κάθε επιρροή της Ρωσίας στην περιοχή». Για να καταλήξει: «για το Μακεδονικό υπάρχει απόφαση του Σ.Α. που απαιτεί να υπάρξει σεβασμός στα Συντάγματα των δυο χωρών και μόνο σε αυτό το πλαίσιο να αναζητηθεί λύση. Αλλά αντί αυτής της προσέγγισης, στη βάση του Διεθνούς Δικαίου εφευρέθηκε ένας… κανόνας που σε αντίθεση με το Σύνταγμα της χώρας, η συμφωνία υπογράφεται σε επίπεδο ΥΠΕΞ και όχι των προέδρων των χωρών κ.λπ. Όσο για το δημοψήφισμα και τα αποτελέσματά του, αυτά μπορούν να μην λαμβάνονται υπ’ όψιν».

Η κυβέρνηση, αντί να κρατήσει μια στάση ουδετερότητας στις αντιπαραθέσεις στην Βαλκανική Χερσόνησο, εντάσσεται πλήρως στους νατοϊκούς σχεδιασμούς και οδηγείται σε ανοικτή σύγκρουση με τη Ρωσία με αποτέλεσμα να την εξωθεί στην υιοθέτηση αρνητικής στάσης για Αιγαίο και Κύπρο

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του ίδιου του προέδρου Πούτιν που σε συνέντευξη που παραχώρησε σε σερβική εφημερίδα, ενόψει της επίσκεψης του στο Βελιγράδι, υπενθύμισε τις προηγούμενες παρεμβάσεις της Δύσης στα Βαλκάνια, τον βομβαρδισμό και διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ το 1999, την μονομερή ανακήρυξης της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου και την ένταξη του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ το 2017 και σημείωσε τους κινδύνους από τη νέα ωμή παρέμβαση της Δύσης με αφορμή τις εξελίξεις στην ΠΓΔΜ.

Με ανάλογο τρόπο παρενέβη στις εξελίξεις και η Βουλγαρία που, δια της υπουργού Εξωτερικών Αικ. Ζαχάριεβα, υποστήριξε ότι η Βουλγαρία βρίσκεται σε σκέψεις για την ένταξη των Σκοπίων σε Ε.Ε. και ΝΑΤΟ και αν αυτό πραγματοποιηθεί, θα γίνει με βάση το βουλγαρικό εθνικό συμφέρον. Μάλιστα έθεσε ως όρους ότι η ΠΓΔΜ θα πρέπει να ανταποκριθεί στα βουλγαρικά αιτήματα, δηλαδή να υπάρχουν σχέσεις καλής γειτονίας κατά τη διάρκεια των ενταξιακών συνομιλιών, να μην ακολουθούνται «απομονωτικές και εθνικιστικές πολιτικές» και να μην υποκλέπτεται η ιστορία γειτονικών χωρών την ώρα που η ΠΓΔΜ αρνείται την δική της πραγματική ιστορία.

«Θιγμένη» η Αθήνα

Θιγμένη η Αθήνα από τις ρωσικές δηλώσεις έσπευσε, με ανακοίνωση του υπ. Εξωτερικών να υποστηρίξει ότι η Συμφωνία των Πρεσπών «συμβάλλει ήδη από την υπογραφή της στην εδραίωση της σταθερότητας και της ειρήνης στα Βαλκάνια. Αποτελεί ένα διεθνώς αναγνωρισμένο πρότυπο επίλυσης διαφορών μεταξύ δυο ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών υπό την αιγίδα του ΟΗΕ χωρίς παρεμβάσεις τρίτων» και ζήτησε από την Ρωσία να «απόσχει από ανάλογες δηλώσεις που αποτελούν παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας».

Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θεωρεί «διεθνές αναγνωρισμένο πρότυπο επίλυσης διαφορών» την παρουσία ολόκληρου του ιερατείου της Ε.Ε., του γ.γ. του ΝΑΤΟ, την ωμή παρέμβαση των ΗΠΑ, το όργιο απειλών, εκβιασμών και εξαγορών βουλευτών της αντιπολίτευσης στη γειτονική χώρα για να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη «πλειοψηφία» .

«Πρότυπο» για την ελληνική κυβέρνηση είναι ακόμα η αγνόηση της θέλησης της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και η εκβιαστική επίσπευση της κύρωσης της συμφωνίας από την ελληνική Βουλή από μια «πλειοψηφία-κουρελού», με μοναδικό γνώμονα να ικανοποιηθούν οι εντολές Ουάσιγκτον – Βερολίνου.

Η ελληνική κυβέρνηση υποτιμά συστηματικά τις συνέπειες από την αντίθεση της Ρωσίας στη Συμφωνία των Πρεσπών ως τμήμα του νατοϊκού σχεδίου περικύκλωσης της. Αντί να κρατήσει μια στάση ουδετερότητας στις αντιπαραθέσεις στην Βαλκανική Χερσόνησο προτιμά να οδηγηθεί σε ανοικτή σύγκρουση με τη Ρωσία με αποτέλεσμα να την εξωθεί στην υιοθέτηση αρνητικής στάσης για Αιγαίο και Κύπρο.

Η Συμφωνία των Πρεσπών απειλεί να αποσταθεροποιήσει ολόκληρα τα Βαλκάνια διαιωνίζοντας τη δυνατότητα να αξιοποιηθούν μικρής κλίμακας εθνικισμοί σε μια τεράστιας σημασίας αντιπαράθεση μεταξύ των υπερδυνάμεων στην περιοχή. Με αυτή την έννοια οι διεθνείς αντιδράσεις από μόνες τους είναι ικανές να συντηρούν το κλίμα έντασης, ανεξάρτητα από την τύχη που θα έχει η Συμφωνία των Πρεσπών στον ΟΗΕ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!