Την περασμένη Κυριακή πραγματοποιήθηκε ο Β΄ γύρος των βραζιλιάνικων προεδρικών εκλογών, την έκβαση των οποίων παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον –ή και αγωνία– σε όλη τη Λατινική Αμερική αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο. Ενδιαφέρον εύλογο, λόγω της μεγάλης πολιτικής, γεωπολιτικής και οικονομικής σημασίας της Βραζιλίας, από την οποία απορρέει το ειδικό βάρος της στην υποήπειρο, αλλά και ο ρόλος της ως περιφερειακής δύναμης στους διεθνείς συσχετισμούς σε μια περίοδο πολύπλευρης παγκόσμιας κρίσης, αστάθειας και πολεμικών συγκρούσεων. Και αγωνία εύλογη, αφού ο πρώην πρόεδρος Λούλα, επικεφαλής ενός ευρέως κεντροαριστερού μετώπου, αντιμετώπιζε έναν απερχόμενο πρόεδρο, τον ακροδεξιό Μπολσονάρου, που αποδεικνυόταν πολύ ανθεκτικός και ικανός να συσπειρώσει ένα εξίσου ευρύ συντηρητικό μπλοκ.
Το αποτέλεσμα ήταν και δεν ήταν το αναμενόμενο: επικράτησε μεν ο Λούλα, αλλά με διαφορά μικρότερη του 2%: έλαβε το 50,9% των έγκυρων ψήφων, έναντι 49,1% του Μπολσονάρου. Στον Α΄ γύρο ο Λούλα είχε λάβει 48,4%, και ο Μπολσονάρου 43,2%. Δηλαδή στην τελική αναμέτρηση πήρε μόλις 2,5% πάνω από το ποσοστό του Α΄ γύρου, παρόλο που στον Β΄ γύρο τον είχαν υποστηρίξει έμμεσα ή άμεσα μια σειρά υποψήφιοι που αποκλείστηκαν. Αντίθετα, ο Μπολσονάρου πήρε 5,9% πάνω από το ποσοστό που είχε αποσπάσει στον Α΄ γύρο. Ίσως το πιο εύστοχο σχόλιο σχετικά με το αποτέλεσμα να το έκανε η Έρικα Μαλουνγκουίνιο, βουλευτίνα του θεωρούμενου ακροαριστερού PSOL (Κόμμα Σοσιαλισμού και Ελευθερίας) στην πολιτειακή βουλή του Σάου Πάουλου: «Ας μην γελιόμαστε. Ο Μπολσονάρου ηττήθηκε, αλλά ο μπολσοναρισμός αναδείχθηκε νικητής. Οι αριθμοί [αναφέρεται στα 58,2 εκατομμύρια ψήφων που απέσπασε ο απερχόμενος πρόεδρος] δεν λένε ψέματα»…
Το ποσοστό συμμετοχής ήταν σχεδόν ίδιο και στους δύο γύρους (άνω του 79%), αν και στον Β΄ γύρο αυξήθηκαν τα άκυρα και τα λευκά: 5,7 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι, ποσοστό 4,6% όσων ψήφισαν, περίμεναν στις ουρές των εκλογικών τμημάτων για να μην ψηφίσουν κανέναν εκ των δύο.
Τι σηματοδοτεί το αποτέλεσμα
Το βασικό συμπέρασμα, που επισημάνθηκε ήδη από τον Α΄ γύρο, είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά στην «παγίωση του συντηρητικού πόλου υπό τον ακροδεξιό Μπολσονάρου, σε βαθμό ώστε να τέμνει σχεδόν στα δύο τη βραζιλιάνικη κοινωνία»*. Αυτός ο διχασμός δεν τροφοδοτείται πια από το λεγόμενο «βορειοανατολικό φαινόμενο», όπου για δεκαετίες τα φτωχά στρώματα των βόρειων και βορειοανατολικών πολιτειών της χώρας, ελεγχόμενα από υπερσυντηρητικούς ευαγγελιστές ή/και εξαγοραζόμενα από την ολιγαρχία, αρνούνταν να στηρίξουν προοδευτικές δυνάμεις – κάτι που έσπασε στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, όταν το Κόμμα Εργατών του Λούλα κατάφερε να ριζώσει και εκεί. Τροφοδοτείται όμως από τη γενικευμένη αναξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού, κυρίως εξαιτίας της διαφθοράς – που πάντα ήταν έντονη στη Βραζιλία, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες πήρε πρωτοφανή έκταση, και στο βούρκο της έπεσαν και πολλοί πάλαι ποτέ ριζοσπάστες και προοδευτικοί. Έτσι ο διχασμός διαπερνά σήμερα όλη τη χώρα και τα περισσότερα κοινωνικά στρώματα.
Σε αντίθεση με το στρατόπεδο του Λούλα, αυτό του Μπολσονάρου φαίνεται στα μάτια πολλών ως λιγότερο εμπλεκόμενο στη γενικευμένη σήψη. Αυτό οφείλεται εν πολλοίς στο ότι ο Μπολσονάρου ήταν στρατιωτικός, κι όταν ασχολήθηκε με την πολιτική απλά αποψίλωσε την επίσης αναξιόπιστη βραζιλιάνικη Κεντροδεξιά και Δεξιά από την κοινωνική βάση της. Έκτοτε οι παραδοσιακές συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις είτε υποτάχθηκαν στον μπολσοναρισμό είτε εξαφανίστηκαν ως αυτόνομη παρουσία. Με άλλα λόγια, ο Μπλοσονάρου θεωρούνταν «άφθαρτος». Και, προφανώς, αυτή η εντύπωση δεν υπέστη καίρια πλήγματα εξαιτίας της καταστροφικής διαχείρισης τόσο της πανδημίας και του περιβάλλοντος στη διάρκεια της προεδρίας του, ούτε εξαιτίας της λατρείας του προς την καταστολή. Αυτά τα δεδομένα «υπόσχονται» στον Λούλα μια κάθε άλλο παρά εύκολη άσκηση της προεδρικής εξουσίας του, και μάλλον θα προσγειώσουν απότομα τις προσδοκίες των ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων της Βραζιλίας (όπως το Κίνημα των Ακτημόνων / MST) για μια ριζοσπαστική αλλαγή. Αν κάτι πάει καλύτερα, αυτό πιθανά θα είναι η προστασία του πολύτιμου για όλη την ανθρωπότητα τροπικού δάσους του Αμαζόνιου, το οποίο ο Μπολσονάρου αντιμετώπιζε μονάχα ως πιθανή πηγή κερδοφορίας…
Η διεθνής πτυχή
Φεύγοντας από το «εσωτερικό μέτωπο», η αντικατάσταση του Μπολσονάρου από τον Λούλα θα έχει περιφερειακές, ίσως και διεθνείς επιπτώσεις – τουλάχιστον στο επίπεδο των εντυπώσεων, αφού ο Πούτιν χάνει έναν σίγουρο συνεργάτη, χωρίς κανείς να γνωρίζει κατά πόσον ο Λούλα θα εξακολουθήσει (όπως έκανε προεκλογικά) να κατηγορεί για τον πόλεμο στην Ουκρανία κυρίως τον Ζελένσκι και γενικότερα το Δυτικό μπλοκ που τον στηρίζει. Σίγουρα προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι τα Δυτικά ΜΜΕ, σε αντίθεση με ό,τι κάνουν σε άλλες λατινοαμερικάνικες αναμετρήσεις που φέρνουν αντιμέτωπους κεντροαριστερούς με συντηρητικούς υποψήφιους, τήρησαν μάλλον ευμενή ουδετερότητα στη βραζιλιάνικη περίπτωση. Μάλιστα ο Τζέικ Σπρινγκ, ανταποκριτής του Reuters, έφτασε στο σημείο να σχολιάσει, μετά την επιβεβαίωση της επικράτησης του Λούλα, ότι «απόψε τα πνευμόνια της γης θα αναπνέουν ευκολότερα»!
Σε περιφερειακό επίπεδο, αναμένεται να ειδωθεί τι είδους φιλοδοξίες μπορεί να ξεδιπλώσει η Βραζιλία υπό την προεδρία του Λούλα, όντας μέλος των BRICS και μιας σειράς περιφερειακών οργανισμών. Ας ληφθεί υπόψη ότι ήδη από τις αρχές του αιώνα, ανεξαρτήτως του «χρώματος» των εκάστοτε κυβερνώντων, η σημαντική αυτή χώρα είναι ιδιαίτερα δραστήρια στην ευρύτερη περιοχή. Χαρακτηριστική είναι η συμμετοχή της στο λεγόμενο Core Group που «επιβλέπει» πολιτικά και στρατιωτικά την Αϊτή, στο οποίο είναι η μοναδική δύναμη που δεν ανήκει στο Δυτικό μπλοκ (τα άλλα μέλη είναι οι ΗΠΑ, η Γαλλία, ο Καναδάς, η Γερμανία και η Ισπανία).
* Κουτσή νίκη του Λούλα (φύλλο 607).