Γράφει η Μαρία Πλευράκη
επισκέπτρια Υγείας, ΠΓΝ Αττικόν
Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ), είναι από τις πλέον κοινές αναπτυξιακές διαταραχές της παιδικής ηλικίας, η οποία προκαλεί σοβαρές γνωστικές και συμπεριφορικές δυσκολίες σε σημαντικούς τομείς της ζωής των παιδιών. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα νευρολογικό σύνδρομο που οφείλεται στην ανισορροπία των νευροδιαβιβαστών του εγκεφάλου, της ντοπαμίνης και της νορεπινεφρίνης, που επηρεάζουν τα κέντρα ελέγχου της προσοχής, της συγκέντρωσης και της παρορμητικότητας.
Η ΔΕΠ-Υ είναι κατά βάση κληρονομική διαταραχή. Ωστόσο, εκτός των γενετικών αιτίων, αποδίδεται και σε έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως περιβαλλοντικών συνθηκών, εγκεφαλικών βλαβών, διατροφικών συνηθειών. Πρόσφατες έρευνες αναφέρουν, επίσης, ως προδιαθεσικό παράγοντα, τη μικρή ηλικία τεκνοποίησης των γονέων.
Προσβάλλει το 5-7% των παιδιών σχολικής ηλικίας, με 3-4 φορές συχνότερη εμφάνιση στα αγόρια, ενώ συχνά παραμένει μέχρι την εφηβεία και την ενήλικη ζωή. Τα βασικά συμπτώματα περιλαμβάνουν δυσκολία συγκέντρωσης και προσοχής, υπερκινητικότητα και δυσκολία ελέγχου της συμπεριφοράς. Αναλόγως των συμπτωμάτων, διακρίνεται σε τρεις υποτύπους:
– Υπερκινητικός τύπος: Τα παιδιά είναι νευρικά, ανυπόμονα, αδέξια, βρίσκονται σε διαρκή κίνηση, μιλούν υπερβολικά και δυσκολεύονται να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που απαιτούν ησυχία και κανόνες.
– Απρόσεκτος τύπος: Τα παιδιά παρουσιάζουν δυσκολία συγκέντρωσης, εστίασης της προσοχής, δείχνουν αφηρημένα, χάνουν εύκολα το ενδιαφέρον τους, δυσκολεύονται να ακολουθήσουν οδηγίες και δεν ολοκληρώνουν ό,τι αρχίζουν.
– Συνδυασμός Υπερκινητικού και Απρόσεκτου τύπου, με στοιχεία από τους δύο προηγούμενους τύπους.
Συνυπάρχουν, επίσης, διαταραχές αγωγής που φθάνουν μέχρι την αντικοινωνική και παραπτωματική συμπεριφορά, απομόνωση, μαθησιακές δυσκολίες που σχετίζονται με τη διάσπαση προσοχής, εύκολη απογοήτευση, χαμηλή αυτοεκτίμηση, άγχος, κατάθλιψη κ.λπ. Αντίθετα, συχνά παρουσιάζουν ιδιαίτερες δεξιότητες στη μουσική, το θέατρο και τον αθλητισμό. Οι συμπεριφορές που σχετίζονται με ΔΕΠ-Υ είναι έντονες, διαρκούν αρκετά και επηρεάζουν όλες τις πλευρές της καθημερινότητας του παιδιού.
Σε υποψία ΔΕΠ-Υ, αρχικά απαιτείται στενή συνεργασία γονέων και δασκάλων, ώστε να υπάρχει αποτελεσματική στήριξη του παιδιού και ομοιογένεια στην αντιμετώπισή του στο σπίτι και στο σχολείο. Αναλόγως του βαθμού των δυσκολιών, γίνεται εκτίμηση από παιδοψυχολόγους, οι οποίοι αξιολογούν το παιδί με τη βοήθεια των ψυχομετρικών τεστ, ενώ η τεκμηρίωση της διάγνωσης γίνεται από παιδοψυχίατρους, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις εκτιμήσεις των δασκάλων και των ψυχολόγων. Η έγκαιρη διάγνωση είναι καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία των παιδιών.
Εξαιτίας του ότι τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ αισθάνονται τον κόσμο εχθρικό, δέχονται με ικανοποίηση το ενδιαφέρον που προκύπτει από τη συνεργασία σχολείου και οικογένειας, καθώς η προσφερόμενη βοήθεια έχει ως αποτέλεσμα, τα ίδια να μπορούν να ανταποκριθούν ευκολότερα στις απαιτήσεις του καθημερινού τους προγράμματος.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ εστιάζει στον περιορισμό των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της λειτουργικότητας, της σχολικής απόδοσης και της κοινωνικότητας των παιδιών, αφού δεν υπάρχει οριστική θεραπεία. Η θεραπευτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει ειδική εκπαίδευση, διάφορα είδη ψυχοθεραπείας, φαρμακευτική αγωγή ή συνδυασμό των τριών αυτών μεθόδων. Σημαντικός είναι ο ρόλος της διατροφής, καθώς νεότερα δεδομένα δείχνουν ότι η λήψη ζάχαρης, συντηρητικών, χρωστικών και λιπαρών αυξάνουν τα επίπεδα υπερκινητικότητας. Επιβαρυντικοί παράγοντες είναι, επίσης, η έλλειψη σιδήρου και ιχνοστοιχείων.
Επειδή η ΔΕΠ-Υ συχνά παραμένει ώς την ενηλικίωση, είναι σημαντική η ολιστική προσέγγιση του προβλήματος, αρχικά με τη δημιουργία προγραμμάτων παρέμβασης στη σχολική κοινότητα, που θα στοχεύουν στην ουσιαστική συνεργασία γονέων και εκπαιδευτικών, την ενίσχυση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και τη συνεχιζόμενη κατάρτιση των δασκάλων στα νέα δεδομένα. Παράλληλα, η δημιουργία εύκολα προσβάσιμων υποστηρικτικών δομών και η τακτική επαναξιολόγηση μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της λειτουργικότητας των παιδιών και αργότερα των ενηλίκων, στο μέγιστο βαθμό.