Του Μάρκου Δεληγιάννη. Χρόνια πολλά πριν, απροσάρμοστοι με την εποχή μας, οδοιπορήσαμε κάτω από άστρα αδιευκρίνιστα. Οι χάρτες που μας εφοδίασαν ίσως να ήταν ψεύτικοι, ποιος ξέρει;
Μα η λαχτάρα ν’ αναστήσουμε τη νεκρή Ιθάκη ήταν απροσμέτρητη. Οργανώσαμε, λοιπόν τότε, την απόδρασή μας από το επιτηρούμενο αγκυροβόλιο του ολοκληρωτισμού. Απομακρυνθήκαμε με σβηστές μηχανές από τα βρόμικα νερά της συντήρησης που λεκιάζουν και μολύνουν τις ακτές και τα νερά της πατρίδας. Χαράξαμε πορεία κατά τον βοριά, σε ρότες αταξίδευτες. Αρμενίσαμε σε θάλασσες άγνωστες, κάτω από λεύτερους ουρανούς με τη σιγουριά της νιότης, πως κάποτε θ’ αντικρύσουμε την ήρεμη ομορφιά της ξαναζωντανεμένης Ιθάκης.
Στη φούρια, όμως, της αναχώρησης δεν στέρξαμε να διαβάσουμε των μαντατοφόρων τα επείγοντα μηνύματα που προειδοποιούσαν λακωνικά: Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία. (Μ. Κατσαρός- Κατά Σαδδουκαίων).
Μα παρ’ όλα αυτά το ταξίδι ήταν όμορφο. Ανασύραμε τις ξεχασμένες λέξεις που είχαμε με σπουδή καταχωνιάσει στα αμπάρια και γράφαμε στίχους νεανικούς. Ύστερα, όλοι μαζί στην πρύμη, τραγουδούσαμε για τα πολύχρωμα πρωινά, για τα μελαγχολικά απόβραδα, για τα κρασιά που γευτήκαμε, για τους έρωτες που μας μάτωσαν, για τις εξαίσιες μυρωδιές που εισπνεύσαμε.
Όμως, τα χρόνια πέρασαν και κανείς πιλότος δεν μας οδήγησε στις ήρεμες ακτές της ποθητής Ιθάκης. Και εμείς, ούτε που υψώσαμε ποτέ στο άλμπουρο το πλωριό, τη σημαία που είχαμε κεντήσει με λαχτάρα περισσή.
Και να τώρα. Αράξαμε σε αφιλόξενο λιμάνι, σε άνυδρη γη. Τα παγούρια μας αδειανά. Το μπάρκο πληγωμένο, το οδηγήσαμε σε αγκυροβόλιο απόμακρο να ξεψυχήσει. Οι ναύτες γερασμένοι υπογράψανε δεσμεύσεις νομιμοφροσύνης και ξαπλωμένοι στο μουράγιο επαιτούν φτηνό καπνό και οινόπνευμα. Κάποιοι από μας συνέχισαν την πορεία στην έρημη χώρα. Κι όταν βρεθήκαμε μπροστά σε αδιέξοδα ποτίσαμε με όσα δάκρυα μας είχαν απομείνει τα ταξιδιάρικα πουλιά, μήνυμα να στείλουνε στους ξεχασμένους συντρόφους που φύγανε με πίκρα στα χείλη.
Κι όμως, ελπίζαμε ακόμη πως η ιστορία δεν έχει πισωγυρίσματα. Και βρεθήκαμε έγκλειστοι μέσα στα δικά μας τείχη, τα τείχη που ίσως άλλοι κτίστες είχανε υψώσει. Κι έτσι δεν αντιληφθήκαμε πως σήμερα ο ολοκληρωτισμός για να επικρατήσει δεν χρειάζεται τις στολές των καραβανάδων, ούτε τα εμβατήρια να παιανίζουν στις πλατείες, ούτε και του Βάγκνερ το Φορτίσιμο -άλλωστε αυτόν τον έχουν μαντρώσει από καιρό στα απαστράπτοντα Μέγαρα της μουσικής- αλλά ούτε και των ερπυστριών το ανατριχιαστικό γρύλισμα.
Αφού πρώτα μας εκμαύλισαν, ύστερα μας έστειλαν ένα μεσσία! Άλλωστε οι λαοί αρέσκονται στους μεσσίες. Αυτοί έχουν υπερβατικές δυνατότητες. Ικανοί να λύνουν όλους τους γόρδιους δεσμούς, ακόμη κι αν βρίσκονται εδώ, σ’ αυτήν την άνυδρη, την καταχρεωμένη χώρα που ζούμε.
Σοσιαλιστικά απολειφάδια, δεξιά απολιθώματα, απομεινάρια της θλιβερής επταετίας, ανέλαβαν κι έφεραν, με δόξα και τιμή τον σύγχρονο Καποδίστρια. Και για να είναι, δε, τέλειος ο εξευτελισμός, τον εγκατέστησαν στο ναό της δημοκρατίας και εκεί, αυτός, απλά, χωρίς εξάρσεις και κορώνες, ξεκίνησε πρώτα με τον βιασμό της γλώσσας: Ποδοπάτησε -ίσως και να μην τους ήξερε- γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Πολιτογράφησε ξένες λέξεις, ακατάληπτες για τους πολλούς κι έτσι έφτιαξε μια σούπα λεκτική ακατάλληλη προς βρώση. Ύστερα απαίτησε την πλήρη υποταγή, την ισοπέδωσή μας στα κελεύσματα των μοντέρνων κατακτητών. Διαφορετικά, είπε, χωρίς στόμφο, να πάτε αλλού να ζητιανέψετε, η Ε.Ε. δεν είναι πτωχοκομείο!
Ο όχλος από κάτω, συνεπικουρούμενος από αργυρώνητα τηλεπαράθυρα και ανούσιους αριστερούς -όπως αυτοί κι αν λέγονται- χειροκροτούσε: επιτέλους, ένας συνετός τεχνοκράτης. Κι ο μεσσίας, ήρεμος, τόνισε πως είναι υποχρεωμένος, αφού τον προσκαλέσαμε, να φέρει εις αίσιον πέρας το έργον τούτο: Τη γενίκευση της φτώχιας, την εξαθλίωση των εργαζομένων, την κατεδάφιση των θεσμών, την εκποίηση των οικοπέδων μας, τότε, όταν το έργο τούτο θα ολοκληρωθεί και εσείς, ω επαίτες, πάψετε ν’ απεργείτε και να διαμαρτύρεσθε, τότε, να είσθε βέβαιοι πως θα σας δοθεί η ευκαιρία της άσκησης των εκλογικών σας δικαιωμάτων.
Κι εμείς, σύντροφοι, που κινήσαμε από μακριά, μοιραίοι, θεατές της πυρπόλησης των υπαρχόντων μας, αγκυροβολήσαμε σε καπνισμένο καπηλειό:
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα/ πίνουμε πάντα μας σκυφτοί./ Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,/ όπου μας έβρει μας πατεί./ Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,/ προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα. (Μοιραίοι – Κ. Βάρναλης)
Καιρός σύντροφοι να βρούμε πάλι τη θυμωμένη μας φωνή και να βροντοφωνάξουμε: Αντισταθείτε… ώς και σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε. Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την ελευθερία. (Μ. Κατσαρός Αντισταθείτε – Κατά Σαδδουκαίων). Σύντροφοι, η Ιθάκη αδημονεί!
Στη φούρια, όμως, της αναχώρησης δεν στέρξαμε να διαβάσουμε των μαντατοφόρων τα επείγοντα μηνύματα που προειδοποιούσαν λακωνικά: Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολύ ξηρασία. (Μ. Κατσαρός- Κατά Σαδδουκαίων).
Μα παρ’ όλα αυτά το ταξίδι ήταν όμορφο. Ανασύραμε τις ξεχασμένες λέξεις που είχαμε με σπουδή καταχωνιάσει στα αμπάρια και γράφαμε στίχους νεανικούς. Ύστερα, όλοι μαζί στην πρύμη, τραγουδούσαμε για τα πολύχρωμα πρωινά, για τα μελαγχολικά απόβραδα, για τα κρασιά που γευτήκαμε, για τους έρωτες που μας μάτωσαν, για τις εξαίσιες μυρωδιές που εισπνεύσαμε.
Όμως, τα χρόνια πέρασαν και κανείς πιλότος δεν μας οδήγησε στις ήρεμες ακτές της ποθητής Ιθάκης. Και εμείς, ούτε που υψώσαμε ποτέ στο άλμπουρο το πλωριό, τη σημαία που είχαμε κεντήσει με λαχτάρα περισσή.
Και να τώρα. Αράξαμε σε αφιλόξενο λιμάνι, σε άνυδρη γη. Τα παγούρια μας αδειανά. Το μπάρκο πληγωμένο, το οδηγήσαμε σε αγκυροβόλιο απόμακρο να ξεψυχήσει. Οι ναύτες γερασμένοι υπογράψανε δεσμεύσεις νομιμοφροσύνης και ξαπλωμένοι στο μουράγιο επαιτούν φτηνό καπνό και οινόπνευμα. Κάποιοι από μας συνέχισαν την πορεία στην έρημη χώρα. Κι όταν βρεθήκαμε μπροστά σε αδιέξοδα ποτίσαμε με όσα δάκρυα μας είχαν απομείνει τα ταξιδιάρικα πουλιά, μήνυμα να στείλουνε στους ξεχασμένους συντρόφους που φύγανε με πίκρα στα χείλη.
Κι όμως, ελπίζαμε ακόμη πως η ιστορία δεν έχει πισωγυρίσματα. Και βρεθήκαμε έγκλειστοι μέσα στα δικά μας τείχη, τα τείχη που ίσως άλλοι κτίστες είχανε υψώσει. Κι έτσι δεν αντιληφθήκαμε πως σήμερα ο ολοκληρωτισμός για να επικρατήσει δεν χρειάζεται τις στολές των καραβανάδων, ούτε τα εμβατήρια να παιανίζουν στις πλατείες, ούτε και του Βάγκνερ το Φορτίσιμο -άλλωστε αυτόν τον έχουν μαντρώσει από καιρό στα απαστράπτοντα Μέγαρα της μουσικής- αλλά ούτε και των ερπυστριών το ανατριχιαστικό γρύλισμα.
Αφού πρώτα μας εκμαύλισαν, ύστερα μας έστειλαν ένα μεσσία! Άλλωστε οι λαοί αρέσκονται στους μεσσίες. Αυτοί έχουν υπερβατικές δυνατότητες. Ικανοί να λύνουν όλους τους γόρδιους δεσμούς, ακόμη κι αν βρίσκονται εδώ, σ’ αυτήν την άνυδρη, την καταχρεωμένη χώρα που ζούμε.
Σοσιαλιστικά απολειφάδια, δεξιά απολιθώματα, απομεινάρια της θλιβερής επταετίας, ανέλαβαν κι έφεραν, με δόξα και τιμή τον σύγχρονο Καποδίστρια. Και για να είναι, δε, τέλειος ο εξευτελισμός, τον εγκατέστησαν στο ναό της δημοκρατίας και εκεί, αυτός, απλά, χωρίς εξάρσεις και κορώνες, ξεκίνησε πρώτα με τον βιασμό της γλώσσας: Ποδοπάτησε -ίσως και να μην τους ήξερε- γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες. Πολιτογράφησε ξένες λέξεις, ακατάληπτες για τους πολλούς κι έτσι έφτιαξε μια σούπα λεκτική ακατάλληλη προς βρώση. Ύστερα απαίτησε την πλήρη υποταγή, την ισοπέδωσή μας στα κελεύσματα των μοντέρνων κατακτητών. Διαφορετικά, είπε, χωρίς στόμφο, να πάτε αλλού να ζητιανέψετε, η Ε.Ε. δεν είναι πτωχοκομείο!
Ο όχλος από κάτω, συνεπικουρούμενος από αργυρώνητα τηλεπαράθυρα και ανούσιους αριστερούς -όπως αυτοί κι αν λέγονται- χειροκροτούσε: επιτέλους, ένας συνετός τεχνοκράτης. Κι ο μεσσίας, ήρεμος, τόνισε πως είναι υποχρεωμένος, αφού τον προσκαλέσαμε, να φέρει εις αίσιον πέρας το έργον τούτο: Τη γενίκευση της φτώχιας, την εξαθλίωση των εργαζομένων, την κατεδάφιση των θεσμών, την εκποίηση των οικοπέδων μας, τότε, όταν το έργο τούτο θα ολοκληρωθεί και εσείς, ω επαίτες, πάψετε ν’ απεργείτε και να διαμαρτύρεσθε, τότε, να είσθε βέβαιοι πως θα σας δοθεί η ευκαιρία της άσκησης των εκλογικών σας δικαιωμάτων.
Κι εμείς, σύντροφοι, που κινήσαμε από μακριά, μοιραίοι, θεατές της πυρπόλησης των υπαρχόντων μας, αγκυροβολήσαμε σε καπνισμένο καπηλειό:
Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα/ πίνουμε πάντα μας σκυφτοί./ Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα,/ όπου μας έβρει μας πατεί./ Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,/ προσμένουμε, ίσως κάποιο θάμα. (Μοιραίοι – Κ. Βάρναλης)
Καιρός σύντροφοι να βρούμε πάλι τη θυμωμένη μας φωνή και να βροντοφωνάξουμε: Αντισταθείτε… ώς και σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε. Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την ελευθερία. (Μ. Κατσαρός Αντισταθείτε – Κατά Σαδδουκαίων). Σύντροφοι, η Ιθάκη αδημονεί!
Σχόλια