Πώς αξιοποίησαν τη συγκυρία το μνημονιακό στρατόπεδο και ο λαϊκός παράγοντας

 

Του Μύρωνα Ξυδάκη

 

Τα γεγονότα και οι χειρισμοί της κυβέρνησης που επακολούθησαν του δημοψηφίσματος δημιουργούν την αίσθηση ότι το «όχι» πολύ γρήγορα και αδικαιολόγητα μετατράπηκε σε «ναι». Γεννάται, λοιπόν, σε πολύ κόσμο ένα ερώτημα αναφορικά με το ποια τελικά ήταν η σκοπιμότητα και η αξία του δημοψηφίσματος.

Ωστόσο, κι ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μην έχουν παραχθεί απτά αποτελέσματα στο συγκεκριμένο πεδίο της διαπραγμάτευσης και της επερχόμενης συμφωνίας, το δημοψήφισμα απελευθέρωσε δυναμικές πιο υπόγειες, των οποίων οι συνέπειες θα φανούν στο αμέσως επόμενο διάστημα.

Το δημοψήφισμα επέδρασε κατ’ αρχάς στην υποκειμενοποίηση του μνημονιακού στρατοπέδου δίνοντάς του τη δυνατότητα να μπορέσει σε συντομότατο χρονικό διάστημα να ανασυγκροτηθεί. Στις 25 Γενάρη το πολιτικό σύστημα δέχτηκε ένα σοκ μπαίνοντας έτσι σε τροχιά σύγχυσης και αποδιοργάνωσης. Για πέντε μήνες περίπου ήταν φανερή η αδυναμία χάραξης ενός προσανατολισμού από πλευράς αντιπάλου, αδυναμία που εκφραζόταν στις αντιφάσεις του δημόσιου λόγου των μνημονιακών κομμάτων.

Το δημοψήφισμα και κυρίως οι παλινωδίες από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το αν θα γίνει τελικά ή όχι καθώς και η έλλειψη ενός πειστικού στρατηγικού σχεδίου που να στηρίζει και να δίνει ώθηση στο «όχι», δημιούργησαν τις ιδανικές συνθήκες προκειμένου το μνημονιακό μπλοκ να μπορέσει να αναδιοργανωθεί και να αποκτήσει έναν πολιτικό προσανατολισμό. Είναι πραγματικά εντυπωσιακά τα αντανακλαστικά που επιδείχτηκαν από πλευράς αντιπάλου και το πώς μέσα σε ελάχιστο χρόνο συγκροτήθηκε ένα ευρύτατο θεσμικό μέτωπο υπέρ του ΝΑΙ που περιελάμβανε από φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης και τον ΣΕΒ μέχρι διανοούμενους και την ΓΣΕΕ.

Παράλληλα δόθηκε η δυνατότητα ο συστημικός λόγος να αποκτήσει στρατηγικό βάθος με οραματικά μάλιστα στοιχεία («Μένουμε Ευρώπη») ικανά να κινητοποιήσουν -όχι μόνο εκλογικά όπως συνέβαινε έως τώρα- χιλιάδες κόσμου. Τέλος, δημιουργούνται ώριμες συνθήκες για να μπορούν πιο εύκολα να καρποφορήσουν σχεδιασμοί αναφορικά με τη συγκρότηση ενός μεγάλου φιλοευρωπαϊκού συνασπισμού κομμάτων.

Το γεγονός ότι παρ’ όλα αυτά το στρατόπεδο του ΝΑΙ ηττήθηκε στο δημοψήφισμα συνιστά με έναν τρόπο δείγμα της οργανικής κρίσης που βιώνει το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Η απέχθεια του κόσμου προς όλους όσους εφάρμοσαν μνημόνια και που τώρα ταυτίστηκαν με το «ναι» ήταν εκείνη που περιόρισε κατά πολύ την διεισδυτικότητα αυτής της άποψης.

Από την άλλη πλευρά καταλυτική ήταν η επενέργεια του δημοψηφίσματος στην κατεύθυνση της υποκειμενικής συγκρότησης του ίδιου του μαζικού λαϊκού κινήματος. Ο λαός μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, υποχρεώθηκε αναλαμβάνοντας την ευθύνη της επιλογής του σε μια τρόπον τινά «ενηλικίωση». Σχεδόν μόνος του απέναντι στα θηρία της ευρωκρατίας και μέσα σε ένα πρωτόγνωρο κλίμα εκβιασμών, κλίθηκε να κάνει μια επιλογή δείχνοντας την ίδια στιγμή μια διάθεση -έστω και αντανακλαστικά- να επωμιστεί το κόστος που προβαλλόταν ότι θα έχει η επιλογή αυτή και υπερβαίνοντας τον φόβο-παράγοντα ανασταλτικό της «ενηλικίωσης».

Η «ενηλικίωση» αυτή έγινε όμως και με έναν άλλο τρόπο. Ένα μεγάλο ποσοστό αυτού του 62% που στήριξε το «όχι» οδηγήθηκε σε αυτήν την επιλογή και γιατί τοποθέτησε τον εαυτό του στον άξονα της ιστορικής συνέχειας. Επανασυνδέθηκε με το παρελθόν του, εμπνεύστηκε από αυτό και οραματίστηκε ένα καλύτερο μέλλον. Διαφορετικά ειπωμένο, ένα μεγάλο κομμάτι του λαού αντιλήφθηκε εαυτόν ως δρών συστατικό της ιστορικής κίνησης που με την πράξη του καθορίζει την εξέλιξη της.

Την ίδια στιγμή και δια της τεθλασμένης ήρθαν ξανά στην επιφάνεια αιτήματα που είχαν αναδειχθεί σε προηγούμενες στιγμές έξαρσης του ριζοσπαστισμού. Η απαίτηση για πραγματική δημοκρατία, για κάθαρση από όλη την σαπίλα του πολιτικού συστήματος έτσι όπως αυτή εκφράζεται από το χρεωκοπημένο πολιτικό προσωπικό και τα ΜΜΕ, η θέληση για αξιοπρέπεια, ατομική και συλλογική, για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία, αυτά όλα αποτέλεσαν το υπόστρωμα του «όχι». Όλα τα παραπάνω, είτε άμεσα είτε έμμεσα ειπωμένα, ήταν αυτά που έθεσαν σε κίνηση τον κόσμο και απελευθέρωσαν μια δυναμική και όχι το «να πάμε σε μια σκληρότερη διαπραγμάτευση». Αναδείχθηκε δηλαδή στο επίκεντρο η ανάγκη για μεγάλες αλλαγές, για νέους δρόμους και οράματα.

Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έρχεται να επιβεβαιώσει το εδώ και αρκετό καιρό εμφανές κενό ηγεμονίας που εντοπίζεται στην ελληνική κοινωνία. Οι από κάτω δεν θέλουν και οι από πάνω δεν μπορούν. Εκείνο που θα καθορίσει την εξέλιξη των πραγμάτων είναι το αν και κατά πόσο τα «θέλω» των από κάτω θα αποκτήσουν υλική μετασχηματιστική δύναμη υποστασιοποιημένα από ένα όραμα, μια κινούσα ιδέα συγκροτημένη και ολική.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προέχει είναι όλη αυτή η λαϊκή διαθεσιμότητα που εκδηλώθηκε με αφορμή το δημοψήφισμα να παραμένει ενεργή, στο προσκήνιο. Να βρεθούν οι τρόποι, τα σχήματα, νοητικά και οργανωτικά ώστε ο λαός να υπερασπιστεί το «όχι», να το βαθύνει και να το προχωρήσει. Στην δύσκολη κατάσταση όπου έχουμε περιέλθει μόνο αυτός μπορεί να εγγυηθεί μια αναγεννητική πορεία για τη χώρα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!