Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015 είναι μια δύσκολη ιστορία για την ελληνική κοινωνία. Αποτέλεσε μια στιγμή ανάτασής της, εγγράφεται όμως αρκετά αντιφατικά στη συλλογική μνήμη.
Αυτό έγινε φανερό και στις πρόσφατες εκλογές. Αρκούσε κάποιος, έστω και συνειρμικά, να συνδεθεί με την ταραγμένη εκείνη περίοδο (π.χ. Βαρουφάκης με τα περί Δήμητρας κ.λπ.) για να υποστεί φθορά και απώλειες. Φαίνεται ότι το πώς εξελίχθηκε το δημοψήφισμα παραμένει ανοιχτό τραύμα για την ελληνική κοινωνία. Η ανάμνησή του, τη φέρνει μπροστά σε μια απίστευτη διάψευση και ματαίωση προσδοκιών, αλλά και σε δικές της αδυναμίες και ανεπάρκειες. Τη φέρνει και μπροστά σε έναν «διχασμό», από τον οποίο τελικά δεν εξήλθε με όρους που θα οικοδομούσαν μια πιο προωθητική σύνθεση.
Για το στρατόπεδο των κομμάτων και κοινωνικών ομάδων (όχι τόσο πλειοψηφικών όσο παρουσίαζε τότε η δημοσιογράφος με τη γνωστή ατάκα) που υποστήριξε το «Ναι», το δημοψήφισμα ήταν ένα απονενοημένο διάβημα που κόντεψε να οδηγήσει την κοινωνία στην καταστροφή.
Για εκείνους που τότε τάχθηκαν με το «Όχι» για να το μετατρέψουν αμέσως σε «Ναι», δεν ήταν αυτό που νομίζαμε, ο κόσμος δεν το εννοούσε στα σοβαρά, κι έτσι εκείνοι ανέλαβαν να διορθώσουν την «εντολή» του. Σύμφωνα με το «αφήγημα» αυτό, αφού αμέσως μετά έγιναν εκλογές και ξαναβγήκαν, δικαιώθηκαν για την πολιτική τους, άρα δεν τρέχει τίποτα.
Το επιχείρημα βέβαια μπάζει από παντού. Σαστισμένος και σε κατάσταση σοκ ο λαός που έδωσε μια μεγάλη μάχη τον Ιούλιο για να βρεθεί με τρίτο και χειρότερο μνημόνιο τον Αύγουστο, δεν θα μπορούσε παρά να ψηφίσει σχετικά «κανονικά» τον Σεπτέμβριο, στο πλαίσιο της «κανονικότητας» που αποκαταστάθηκε. Τον λογαριασμό τον έδωσε τελικά χρόνια αργότερα, πολύ πρόσφατα.
Η αλήθεια είναι ότι μια μέρα μετά την 5η Ιουλίου, με τα παλιά κόμματα στα τάρταρα και πλήρως απονομιμοποιημένα, επιλέχθηκε η «ανάσταση» του πολιτικού συστήματος και στη συνέχεια η πλήρης ακύρωση της θέλησης του ελληνικού λαού, που επικυρώθηκε μετά την, επίσης γνωστή, 17ωρη διαπραγμάτευση. Για να ολοκληρωθεί το έργο παραμονή δεκαπενταύγουστου με μια ευρεία πλειοψηφία 222 βουλευτών να ψηφίζουν το νέο μνημόνιο.
Υπήρχε άλλος δρόμος; Σίγουρα θα υπήρχε αν είχαν οικοδομηθεί άλλοι όροι από αρκετά πιο πριν. Αυτός είναι άλλωστε ένας ακόμα παράγοντας που εξηγεί τη μετέπειτα συμπεριφορά της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα, από τον Φεβρουάριο του 2015 με την υπογραφή της «συμφωνίας-γέφυρα» αλλά και από τις κινήσεις που έγιναν λίγο πριν (π.χ. εκλογή Παυλόπουλου) και μετά σε όλα τα πεδία (οικονομικό, πολιτικό κ.λπ.) είχαν προδιαγραφεί εξελίξεις και περικοπεί άλλες δυνατότητες.
Ανοίγοντας ακόμα περισσότερο τη βεντάλια, θα διαπιστώσουμε ότι από την περίοδο μετά τις εκλογές του 2012 είχε δρομολογηθεί μια πορεία. Αυτή δεν είχε να κάνει απλώς με μια «προδοσία» που στιγμιαία συνέβη, αλλά με την ίδια την πορεία του κοινωνικού ριζοσπαστισμού στη χώρα, με τις δυνατότητες και τις αδυναμίες που εγγράφονταν σε αυτόν στις συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά και με τα φορτία που κουβαλούσε.
Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τις σοβαρές ευθύνες όσων διαχειρίστηκαν και οδήγησαν τις εξελίξεις. Ακόμα και με τους όρους που περιγράψαμε, υπήρχαν κι άλλες επιλογές. Τι θα γινόταν, για παράδειγμα, αν ο τότε πρωθυπουργός γυρνούσε από τις Βρυξέλλες αρνούμενος τον εξευτελισμό και παραιτούνταν; Αν επέλεγε να επενδύσει σε μια διαδικασία οικοδόμησης άλλων όρων αντί να αναλάβει να εφαρμόσει ένα μνημόνιο. Όνειρα θερινής νυκτός, θα πει κανείς και θα έχει δίκιο, αφού άλλες ήταν οι επιδιώξεις και πάγια στρατηγική ο κυβερνητισμός και μόνο.
Φυσικά ευθύνες έχουν όλες οι πλευρές που μπλέχτηκαν στην ιστορία αυτή, με όσα έκαναν και όσα δεν έκαναν, αλλά και όσοι απλώς «δεν μπλέχτηκαν»…
Το δημοψήφισμα του 2015 είναι σε έναν βαθμό, λοιπόν, ένα ανοιχτό ακόμα τραύμα, αλλά τώρα ένας κύκλος έχει κλείσει οριστικά και πρέπει να κατανοηθεί αυτό βαθιά. Δεν έκλεισε με τους όρους που κανείς θα ήθελε αλλά έτσι γίνεται συνήθως. Πρέπει τώρα να βρεθεί ένας δρόμος που να υπερβαίνει όχι μόνο «τραύματα» αλλά και βαθύτερα χαρακτηριστικά της προηγούμενης φάσης.
Υ.Γ.: Όσα λέγονται πρόσφατα από τον Π. Καμμένο και απαντάει ο ΣΥΡΙΖΑ, οι «αποκαλύψεις» αλλά και οι «διαψεύσεις» δείχνουν και ορισμένες πλευρές της κατάστασης που επικρατούσε στα τότε «κονκλάβια». Οι τυχοδιωκτισμοί, τα παιχνίδια με την υπερατλαντική πλευρά και τα ανταλλάγματα, η έλλειψη συναίσθησης ενώ ο λαός ουσιαστικά μόνος του έδινε μια μάχη, δεν είναι πράγματα άγνωστα. Αλλά και ο τρόπος που σήμερα συζητούνται είναι αποκαλυπτικός…