Η κατανόηση, η αξιολόγηση και η ιεράρχηση διαφόρων γεγονότων και εξελίξεων, και μάλιστα σε μια ταραχώδη περίοδο όπου ο ρυθμός είναι καταιγιστικός και τα πλαίσια ρευστά και επαναπροσδιοριζόμενα, μπορούν να οδηγήσουν σε κάθε λογής υποκειμενισμούς και αυθαίρετες εκτιμήσεις. Επομένως χρειάζεται κάθε φορά ένας σταθερός μπούσουλας, μια ορισμένη οπτική, ώστε να μην χαθεί κάποιος στην άβυσσο των όσων συμβαίνουν, όπως συμβαίνουν. Για τούτο έχει σημασία πώς αντικρίζεται το γενικό πλαίσιο, πώς συλλαμβάνεται και πώς αναπαριστάται μέσα από μια οπτική που θέλει να είναι από την πλευρά της προόδου. Η οποία έννοια της προόδου είναι ταλαιπωρημένη, και ασφαλώς κι αυτή πρέπει να μπει σε ορισμένο πλαίσιο. Ας εξηγηθούμε καλύτερα.
Η διπλή κρίση υπόστασης της χώρας
Η Ελλάδα διαπερνιέται από μια διπλή κρίση υπόστασης. Κρίση υπόστασης σημαίνει ότι διαδικασίες υποβάθμισης, διάβρωσης κι αποσύνθεσης (οικονομικής και γεωπολιτικής) είναι σε εξέλιξη και θέτουν σε αμφισβήτηση τη μέχρι τώρα ύπαρξη και υπόσταση της χώρας. Η κρίση υπόστασης είναι διπλή. Πρώτον, σαν διαδικασία εσωτερικής αποικιοποίησης-εκποίησης του δυναμικού της χώρας, μετατροπής του «οικοπέδου» σε πεδίο δημιουργίας ζωνών διαφορετικού ενδιαφέροντος (οικονομικού ή στρατιωτικού) αλλά και επίδικο διαφόρων δυνάμεων. Τα μνημόνια και οι πρεσβείες έκαναν πολλή δουλειά στην κατεύθυνση αυτή, δοκίμασαν νέα σχήματα αποικιοποίησης, και ο πολιτικός κόσμος (μαζί και οι ελίτ που εκφράζει) έγιναν οργανικό τμήμα αυτής της αποικιοποίησης. Δεύτερον, η υπόσταση της χώρας, όπως αυτή ορίζονταν (έκταση 131.957 τετραγωνικά χιλιόμετρα, θάλασσες, αιθέρες κ.λπ.) αμφισβητείται έμπρακτα, συνεχώς και με πολεμικά μέσα από τον τούρκικο επεκτατισμό – ο οποίος σε γενικές γραμμές απολαμβάνει ειδικής μεταχείρισης από τις δυτικές δυνάμεις, τελευταίως δε και από τη Ρωσία. Ο «συμμαχικός» κυνισμός είναι τέτοιος που δεν βλέπει με άσχημο μάτι την παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας υπέρ της Τουρκίας, εφόσον αυτό την κρατήσει εντός δυτικών προδιαγραφών.
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας –σύμφωνα με τη φύση της– προσαρμόζεται για άλλη μια φορά στο πλαίσιο της διπλής κρίσης υπόστασης, και χρεώνεται τη διαμεσολάβησή της στο εσωτερικό ώστε να μην υπάρξουν μεγάλα τραντάγματα στην κοινωνία. Το μοντέλο των Πρεσπών (παραγγελία από ΗΠΑ-Γερμανία, γρήγορη εκτέλεση προ των εκλογών από κυβέρνηση Τσίπρα, άγρια καταστολή και συκοφάντηση των συλλαλητηρίων διαμαρτυρίας) πρέπει να επεκταθεί στις τωρινές ανάγκες της συγκυρίας. Ήγουν, καλόπιασμα της Τουρκίας μέσω του «διαλόγου», άνοιγμα της χώρας σε στρατιωτικές ανάγκες των ΗΠΑ, και στρώσιμο του δρόμου για την «πράσινη ενέργεια», δηλαδή για τις επιχειρήσεις των γερμανικών συμφερόντων. Γκριζάρισμα όλων των νησιών μέσω του προσφυγικού και μετατροπή της χώρας σε «φράχτη» της Ευρώπης για μπλοκάρισμα των μεταναστευτικών ροών. Παράλληλα, ευθυγράμμιση της χώρας στον αντιρωσικό και αντικινεζικό άξονα. Και, για να μην ξεχνιόμαστε, ανεύθυνες προδιαγραφές για την αντιμετώπιση του κορωνοϊού (π.χ. η οικονομία σε πρώτο πλάνο, μετά η υγεία).
Πολιτική αναισθησία; Ή κάτι άλλο;
Η μόνη ευαισθησία που ενώνει τον πολιτικό κόσμο και τις οικονομικές ελίτ στην χώρα είναι η ευαισθησία τους απέναντι στον «λαϊκισμό» και τον «εθνολαϊκισμό». Δηλαδή, στην ακηδεμόνευτη έκφραση του λαϊκού παράγοντα που αυτοί αποκαλούν «εθνολαϊκισμό», ενώ πρόκειται για την εθνολαϊκότητα που εκφράζεται σε πολλές περιπτώσεις και τους τρομάζει. Πολλοί τάχα πολέμιοι της «θεωρίας των δύο άκρων» δεν δίστασαν ούτε στιγμή να στιγματίσουν ως «φασίστες», «χρυσαυγίτες» κ.λπ. όσους κινήθηκαν ενάντια στα πλαίσια των μνημονίων και του πολιτικού κόσμου. Χωρίς ντροπή φθάνουν στο σημείο να συκοφαντούν τις Πλατείες ως έργο των χρυσαυγιτών. Παλιότερα είχαμε τη θεωρία περί «προβοκατόρων» (πολύ συχνά) ή, ακόμα παλιότερα, στην κρίσιμη διετία 1974-1976, τη θεωρία περί «αριστεροχουντικών»…
Ο «συμμαχικός» κυνισμός είναι τέτοιος που δεν βλέπει με άσχημο μάτι την παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας υπέρ της Τουρκίας, εφόσον αυτό την κρατήσει εντός δυτικών προδιαγραφών
Σήμερα συμβαίνουν γεγονότα μεγάλης σημασίας: η κατάληψη από τους Τούρκους της παραλίας της Αμμοχώστου, ο πόλεμος στην Αρμενία και η εκκωφαντική ουδετερότητα της Ελλάδας, η άρνηση της Ε.Ε. να επιβάλει κυρώσεις σε μια Τουρκία που αμφισβητεί ανοικτά την ύπαρξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ανοικτή αμφισβήτηση της ελληνικότητας του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων, ο επίσημος χαρακτηρισμός του Καστελλόριζου από τον Τσαβούσογλου ως «μικροσκοπικού νησιού χωρίς δικαιώματα», ένας Πομπέο ο οποίος διαλέγει τα μέρη που θα επιθεωρήσει (Θεσσαλονίκη και μετά Σούδα) ζητώντας όμως να «μειωθεί το στρατιωτικό αποτύπωμα στο Αιγαίο» (δηλαδή να προχωρήσει η Ελλάδα σε αποστρατιωτικοποίηση), και ούτω καθεξής. Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η ελληνική πλευρά (σύσσωμη) αποφαίνεται υπέρ του «ρεαλισμού» και του διαλόγου με την Τουρκία!
«Γλύφοντας, έρποντας και με τα κέρατά της»
Δεν είναι αναισθησία. Είναι η αιλουροειδής στάση της άρχουσας τάξης, και κατ’ επέκταση του πολιτικού κόσμου, στη χώρα μας. Η συνήθειά της να προσαρμόζεται υποτακτικά και με περισσή υποτέλεια στις νέες γεωπολιτικές συνθήκες και να βρίσκει τρόπους να πλουτίζουν τμήματά της μέσα στην αναγκαία για αυτούς προσαρμογή. «Γλύφοντας, έρποντας και με τα κέρατά της» η ελληνική ελίτ προσαρμόζεται και προσπαθεί να μεσολαβήσει και να αποσβέσει τις εσωτερικές τριβές και λαϊκές αντιδράσεις για τα ξεπουλήματα. Η συριζική Αριστερά επαίρεται για τη συμφωνία των Πρεσπών, ανοίγει το δρόμο για παρόμοιες συμφωνίες στα άλλα μέτωπα (Αιγαίο, Θράκη, Καστελλόριζο, Κρήτη, Κύπρο) και κοροϊδεύει τη Ν.Δ. που προσχώρησε στο πνεύμα και στο γράμμα της συμφωνίας για την ΠΓΔΜ, ανοίγοντας μάλιστα τις θύρες για την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Επομένως, δεν είναι ότι επιδεικνύουν αναισθησία. Ξέρουν προς τα πού πρέπει να πορευτούν και τι να πράξουν, και προετοιμάζουν το έδαφος. «Εντελώς τυχαία» στον Τύπο εμφανίζονται αποκαλύψεις για προτάσεις που είχαν γίνει στις αρχές της δεκαετίας του… 1960 για αποχώρηση των τουρκοκυπρίων από την Κύπρο, μετάβασή τους στα Δωδεκάνησα (τα οποία θα αποδίδονταν στην Τουρκία) και εγκατάσταση των ελληνικών πληθυσμών των Δωδεκανήσων στην Κύπρο, που θα ενωνόταν με την Ελλάδα. Μιλάμε για υποθέσεις και παζάρια που γίνονταν πριν 60 χρόνια! Αλλά αναπαράγοντάς τα σήμερα, συνηθίζουν οι πολίτες στην «καινοτόμο» ιδέα πως τα σύνορα δεν είναι αιώνια, και ότι πάντα κάτι δίνεις και ίσως κάτι να πάρεις. Υπό εποπτεία πάντα, ή κάτω από την απειλή πολέμου, ή άμεσα με πόλεμο – όπως το 1974. Στο τέλος έρχεται και το μεγάλο επιχείρημα: και τι θέλετε να κάνουμε, πόλεμο; Κάποτε η ιδέα αυτή πάγωνε την ελληνική κοινωνία. Τώρα η ίδια η πραγματικότητα έχει σπρώξει τα πράγματα έτσι που να μην φαίνεται σαν κάτι απίθανο ή πολύ μακρινό. Ο «λεκές» του πολέμου απλώνεται στην περιοχή, ενώ η επιθετικότητα της Τουρκίας δεν αφήνει περιθώρια για σαγηνευτικές αυταπάτες.
Το αβίαστο συμπέρασμα
Η άρχουσα τάξη στην Ελλάδα ανησυχεί για το βαθμό της υποβάθμισής της και την ένταση του αυτοχειριασμού που της ζητιέται. Η αντίστασή της στη διπλή κρίση υπόστασης της χώρας είναι διάτρητη, γιατί ειδικά στο πρώτο σκέλος δεν αντιστέκεται διόλου, ενώ στο δεύτερο, απέναντι στην Τουρκία, ακολουθεί μια βασικά υποχωρητική γραμμή.
Επομένως, ενώ είναι αναγκαία η μέγιστη εθνική και λαϊκή ενότητα για την απόκρουση των εθνικών απειλών και της διεξόδου από την διπλή κρίση υπόστασης, αυτό δεν πρόκειται να προκύψει από το κάλπικο και εξαρχής υπονομευμένο «όλοι μαζί».
Τότε τι; Κατ’ αρχάς μια νέα συνείδηση, που θα εδράζεται στην κατανόηση της πραγματικότητας και των δεδομένων, αλλά και στην επίγνωση της θέσης της χώρας, με κατεύθυνση τη διέξοδο από τη διπλή κρίση υπόστασης. Τόσο απλά, τόσο σύνθετα!