Διαβάστε τα προηγούμενα (Μέρος Α΄, Μέρος Β΄, Μέρος Γ’, Μέρος Δ’, Μέρος Ε’)
Μέρος ΣΤ΄
Για να κατανοήσουμε καλύτερα το Δεύτερο Αντάρτικο, τη δημιουργία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και τον λεγόμενο Εμφύλιο Πόλεμο, βοηθάει να ξέρουμε όσο πιο πολύπλευρα γίνεται τι προηγήθηκε και κάτω από ποιες συνθήκες εξελίχθηκαν τα πολιτικά και τα γεωπολιτικά δεδομένα που οδήγησαν στην εξέγερση και την ήττα. Με τα άρθρα αυτής της σειράς, γίνεται μια προσπάθεια να φωτιστούν και να ειδωθούν τα συμβάντα, ίσως για πρώτη φορά, μέσα από μία «μεσογειακή» οπτική γωνία με βάση στοιχεία από πολλές διαφορετικές πηγές. Μια γωνία από την οποία, αν μη τι άλλο, φαίνεται καθαρά ότι το ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα σε όλη τη δεκαετία του 1940 δεν ήταν μόνο ηρωικό, αλλά και αρμονικά ενταγμένο μέσα στα συγγενή και παραπλήσια κινήματα, κοινού σκοπού, που δραστηριοποιούνται γύρω από τη μεγάλη μεσογειακή λεκάνη που είναι η φύτρα όλων των λαών της.
Στις αναλύσεις που κάνουν ορισμένοι μελετητές με στοιχεία από επίσημα ντοκουμέντα της εποχής που αφορούν την Ελλάδα, αναφέρουν ότι η πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας καθοριζόταν με βάση τις στρατηγικές επιδιώξεις της στη Μεσόγειο, αλλά κανένας δεν ερευνά την ύπαρξη συσχετισμών ανάμεσα στα κινήματα και τους αγώνες των λαών για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση εναντίον των Βρετανών, των Γάλλων και των άλλων αποικιοκρατών. Μια Μεσόγειο γεωπολιτικά πολύ ευμετάβλητη λόγω της επίτασης των απελευθερωτικών δράσεων των λαών της και των συνεπειών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην ανακατανομή της ισχύος μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων.
Μεσογειακό σετ
Μετά την μάλλον εύκολη νίκη των Γερμανών και την εγκατάσταση μιας φιλογερμανικής κεντρικής εξουσίας στο Παρίσι υπό τον στρατάρχη Πεταίν, η θέση της Γαλλίας στη Μεσόγειο κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Ακόμα κι όταν με τη βοήθεια των Άγγλων και των Αμερικάνων, η εξουσία σε ορισμένες γαλλικές αποικίες ανακτήθηκε από τις εξόριστες δυνάμεις των «Ελεύθερων Γάλλων» του στρατηγού Ντε Γκολ, η συρρίκνωση της γαλλικής κυριαρχίας και επιρροής είχε πλέον καταστεί αναπόφευκτη. Επειδή οι Αμερικάνοι δεν είχαν ακόμα προχωρήσει –τουλάχιστον εμφανώς- να αντικαταστήσουν τους Άγγλους και τους Γάλλους στις αποικίες τους, οι Βρετανοί προσπαθούσαν να διατηρήσουν τη δική τους κυριαρχία αναπληρώνοντας σε κάποιο βαθμό και το κενό που άφηναν οι Γάλλοι καθώς αποσύρονταν.
Οι Γάλλοι δεν είχαν μπορέσει να εμποδίσουν την πορεία προς την ανεξαρτητοποίηση της Συρίας και του Λιβάνου και ταυτόχρονα αντιμετώπιζαν μεγάλες αντιδράσεις και πιέσεις στην Αλγερία, την Τυνησία και το Μαρόκο. Αλλά ενώ όλη η αποικιοκρατική παρουσία τους στη Μεσόγειο ήταν κλονισμένη και αβέβαιη, επέδειξαν μια ιδιαίτερη βούληση και αποφασιστικότητα να μην υποχωρήσουν στη λαϊκή αντίσταση και να μην αποχωρήσουν από την Αλγερία. Και το επιδίωξαν αυτό χρησιμοποιώντας κάθε μέσο και με τη μέγιστη δυνατή αγριότητα. Έκαναν, ιδίως στην περίοδο 1954-1962, ό,τι έκαναν οι Βρετανοί στην Ελλάδα δέκα χρόνια νωρίτερα, όταν εκδηλώσανε την ίδια βούληση και αποφασιστικότητα να κρατήσουν την Ελλάδα στη σφαίρα της επιρροής τους. Σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, οι Γάλλοι διάλεξαν την Αλγερία σαν πολύ σημαντικό προπύργιο το οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να διατηρήσουν υπό την κατοχή τους και οι Βρετανοί διάλεξαν την Ελλάδα ως εκλεκτό τους θήραμα. Κι αυτές τις «εμμονές» τις πλήρωσαν πολύ ακριβά, ακριβότερα απ’ όλους τους άλλους, οι λαοί της Ελλάδας και της Αλγερίας στον αγώνα τους για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία.
Για τους Βρετανούς η Ελλάδα ήταν πρωτίστως μια χώρα μεσογειακή και δευτερευόντως βαλκανική. Τη θεωρούσαν κτήμα που πρέπει να τους ανήκει. Επόπτευαν όλη τη Μεσόγειο, τα πετρέλαια και τις διόδους, έχοντας βάσεις στην Ισπανία, την Αίγυπτο, τη Μάλτα, την Κύπρο, την Παλαιστίνη, την Ιορδανία και το Ιράκ. Έλειπε μόνο η Ελλάδα από το σετ.
Ζητούμενο η υποταγή
Έχοντας διασφαλίσει, με ανταλλάγματα, την ανοχή των Σοβιετικών και τη συγκατάθεση των Αμερικανών, οι Βρετανοί είχαν αποφασίσει μ’ αυτό το στρατηγικό σχεδιασμό να μην επιτρέψουν στον ελληνικό λαό να αμφισβητήσει την αποκλειστική τους κυριαρχία στην Ελλάδα και να διεκδικήσει την αυτοδιάθεσή του. Το γεγονός ότι το απελευθερωτικό κίνημα ήταν καθοδηγούμενο από τους κομμουνιστές ήταν γι’ αυτούς ένα τεχνικό ζήτημα την επίλυση του οποίου επεξεργάζονταν και μεθόδευαν από το ξεκίνημα του ένοπλου αγώνα του ΕΑΜ κατά των ξένων και ντόπιων φασιστών. Η επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου είχε ασφαλώς πολιτικό και ιδεολογικό βάρος στις εκτιμήσεις τους, αλλά δεν θα τους ήταν εμπόδιο αν οι αντάρτες αποδέχονταν υπό όρους ξεδοντιάσματος την ένταξή τους στη μεταπολεμική βρετανική τάξη πραγμάτων. Η υποταγή στους όρους τους ήταν το ζητούμενο. Ο αντικομμουνισμός ήταν πολύ χρήσιμος ως μέσο πίεσης στους πατριώτες της αντίστασης και ως εργαλείο για τη διέγερση και τη συσπείρωση συντηρητικών τμημάτων του πληθυσμού στο φιλοαγγλικό μπλοκ. Συσπείρωση από «κεντρώους» χωρίς καμία απήχηση στο λαό που επιζητούσαν μερίδιο στον μεταπολεμικό κόσμο δια μέσου της υποταγής στους Βρετανούς μέχρι φιλοβασιλικούς και συνεργάτες των Γερμανών που επιζητούσαν ασυλία για τα εγκλήματά που είχαν διαπράξει επί γερμανικής Κατοχής και δικτατορίας 4ης Αυγούστου, υπηρετώντας φανατικά τα καινούργια αφεντικά.
Οι Βρετανοί ήταν το ίδιο σκληροί και επιθετικοί εναντίον πολιτικών δυνάμεων, προσωπικοτήτων και κινημάτων που πάλευαν για ανεξαρτησία και αυτοδιάθεση σε άλλες περιοχές της μεσογειακής λεκάνης χωρίς εκεί να επικαλούνται τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» ή τον «πανσλαβισμό» που τα ανδρείκελά τους χρησιμοποιούσαν σαν φόβητρα στην Ελλάδα. Παντού, εχθροί τους ήταν, ανεξαρτήτως πολιτικού χρώματος και προσανατολισμού, τα εθνικοαπελευθερωτικά φρονήματα και κινήματα, ακόμα κι αν επικεφαλής αυτών των κινημάτων ήταν ένας βασιλιάς σαν τον Φαρούκ ή ένας εθνικιστής αξιωματικός σαν τον Νάσερ στην Αίγυπτο, ένας φασίστας συνεργάτης των Γερμανών σαν τον Γρίβα στην Κύπρο ή ένας δημοκράτης σαν τον Μοσαντέχ στο Ιράν. Στην Αίγυπτο έκαναν σφαγές και καταστροφές όταν εισβάλανε μαζί με τους Γάλλους και τους Ισραηλινούς για να αποτρέψουν την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, στην Κύπρο εκτελούσαν δι’ απαγχονισμού τους αγωνιστές ή τους έκαιγαν με φλογοβόλα και στο Ιράν καταλύσανε το κοινοβουλευτικό καθεστώς και στήριξαν τη δικτατορία του Σάχη που κυβέρνησε με αυταρχισμό μέχρι να ανατραπεί το 1979 και να πεθάνει στην εξορία.
Η επίθεση των Βρετανών στην Ελλάδα ανήκει σ’ αυτό το γεωπολιτικό πεδίο. Η Ελλάδα συμπλήρωνε την αλυσίδα του Βρετανικού Στέμματος στη Μεσόγειο, η οποία ήταν λίμνη ελεγχόμενη από το βρετανικό στόλο, θαλάσσιος δρόμος για τα πετρέλαια της περιοχής και για τις κτήσεις της αυτοκρατορίας στον Περσικό Κόλπο και την ινδική υποήπειρο. Οι αντιφασίστες πατριώτες αγωνιστές ήταν γι’ αυτούς εμπόδιο που έπρεπε να συντριβεί λόγω του εθνικοαπελευθερωτικού χαρακτήρα του αγώνα τους. Κάθε συνδιαλλαγή μαζί τους ήταν πρόσκαιρη και είχε σκοπό να τους παραπλανεί.
Βρετανική εμπειρία
Οι Άγγλοι ούτε μια στιγμή δεν απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους, όποιους ελιγμούς κι αν έκαναν. Ό,τι κι αν έδειχναν προς τα έξω, είχαν σαφή και συγκεκριμένο στόχο που ήταν η ικανοποίηση των συμφερόντων της αυτοκρατορίας. Από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκαν στο ελληνικό μέτωπο το 1940, ήξεραν πού το πάνε, ποιος είναι ο απώτερος στόχος τους. Είχαν όλα τα μέσα και όλες τις εναλλακτικές παραλλαγές. Τα είχαν δοκιμάσει, επεξεργαστεί και τελειοποιήσει στις εκατοντάδες αποικίες τους, ενάντια σε ποικίλους λαούς και κινήματα, σε διαφορετικές εποχές και σε όλες τις συνθήκες, ευμενείς και δυσμενείς. Κυριαρχούσαν με την οικονομική ανωτερότητα που τους εξασφάλιζε η βιομηχανική και εμπορική τους ανάπτυξη σε συνδυασμό με την παγκόσμια λεηλασία που εφάρμοζαν αδιαλείπτως, την στρατιωτική ισχύ που διέθεταν με τη δρακόντεια χρήση της και το εξειδικευμένο διπλωματικό κ.λπ. προσωπικό για την πρόκληση και αξιοποίηση «ανώμαλων» καταστάσεων σε βάρος τρίτων. Και, βέβαια, με το κατάλληλο «αφήγημα» για να πείθουν για τις αγαθές εκπολιτιστικές προθέσεις τους και να εξομαλύνουν την ιμπεριαλιστική τους φύση και τον κατακτητικό χαρακτήρα της επιδρομής τους. Και, εξίσου πολύ βασικό, με τους κατάλληλους εντόπιους συνεργάτες-ανδρείκελα, οι οποίοι θα είναι πρόθυμοι να παίξουν τον προδοτικό ρόλο του διαμεσολαβητή-εκτελεστή σε βάρος της χώρας και του λαού τους με το ανάλογο όφελος για τους ίδιους και την κάστα στην οποία ανήκουν.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι Βρετανοί δεν ενδιαφέρονταν καν για πολιτικούς που είχαν κάποιο στοιχειώδες έρεισμα, που εκπροσωπούσαν αν όχι κάποια τάξη, έστω κάποια κοινωνική κατηγορία, επάγγελμα, φυλή, θρησκεία, περιοχή της χώρας ή έστω μια ποδοσφαιρική ομάδα, όπως έκαναν κατά κανόνα στις αποικίες και τα προτεκτοράτα τους. Στην Αφρική, για παράδειγμα, επιλέγανε φύλαρχους ή πολέμαρχους που είχαν κάποια κοινωνική βάση και εξουσία. Στον αραβικό κόσμο επιλέγανε σεΐχηδες και εμίρηδες, τους οποίους αναβάθμιζαν σε βασιλιάδες, όπως έκαναν με τον Σαούντ στη Σαουδική Αραβία, τον Φεϊζάλ στο Ιράκ, τον Αμπντουλάχ στην Ιορδανία, αλλά και τον Σάχη στην Περσία. Με τα ίδια κριτήρια διάλεγαν συνεργούς και οι Γάλλοι που προτιμούσαν ηγέτες από τους εκχριστιανισμένους Άραβες του Λιβάνου ή προύχοντες σαν τον Ουραμπάχ στην Αλγερία που το 1930 πανηγύρισε για τα 100 χρόνια γαλλικής επικυριαρχίας φωνάζοντας δημόσια «Ζήτω η Αλγερία, πάντα γαλλική»!
Οι ηγέτες, ακόμα και οι πιο διεφθαρμένοι, που είχαν κοινωνικά ερείσματα, σχέσεις και δεσμούς με τις κοινωνίες ή τα τμήματα των κοινωνιών που εκπροσωπούσαν, είχαν και δική τους πολιτική οντότητα όσο κι αν τη συνδέανε και την εξαρτούσαν από την πολιτική βούληση των αποικιοκρατών. Γι’ αυτό, στην πορεία, ορισμένοι απ’ αυτούς διαφοροποιήθηκαν από τους αποικιοκράτες και μερικοί πέρασαν στην άλλη πλευρά, εκείνων που αγωνίζονταν για την εκδίωξη των αποικιοκρατών.
Μηδενικά
Στην Ελλάδα, οι Βρετανοί διάλεξαν πολύ προσεκτικά πολιτικούς κυρίως από την παλιά φουρνιά, ξεθωριασμένους, των οποίων τα κόμματα μετά την πάροδο μιας ολάκερης δεκαετίας -που μεσολαβεί η δικτατορία του Μεταξά και η Κατοχή- είχαν εξαφανιστεί (αν κάποτε είχαν κάποια επιρροή) και οι ίδιοι ήταν μονάδες χωρίς καμία απήχηση στην κοινωνία, ξεχασμένοι και παροπλισμένοι ειοδηματίες. Δεν συμμετείχαν καν στην οργάνωση της αντίστασης ή έκαναν αντιπολίτευση με την ανοχή των κατακτητών και ποτέ δεν διακινδύνευσαν σοβαρά. Εν ολίγοις, δεν εκπροσωπούσαν κανέναν πλην του εαυτού τους. Μ’ αυτό το κριτήριο επιλέχτηκαν από τους Βρετανούς, συνειδητά, ώστε εκ των πραγμάτων να αντλούν πολιτικό κύρος και δύναμη μόνο από την εύνοια των Βρετανών. Χωρίς αυτή την εξάρτηση και υποταγή να μην εκφράζουν κανέναν πέρα από τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και τους άλλαζαν στα πόστα σαν τα πουκάμισα, χωρίς αυτοί να διαμαρτύρονται. Οι επιλεγμένοι είχαν πλήρη επίγνωση για τη θέση τους, ότι χωρίς τη στήριξη των Βρετανών αποτελούσαν αμελητέες προσωπικότητες. Και ως μηδενικά τους εκλάμβαναν και τους μεταχειρίζονταν οι Βρετανοί και αργότερα οι Αμερικάνοι.
Είναι πάρα πολλά τα επίσημα ντοκουμέντα των Βρετανών στα οποία οι πολιτικοί αναφέρονται ως ασήμαντοι, άχρηστοι έως και ηλίθιοι! Κι αυτό ταιριάζει στο γεγονός ότι ο Τσόρτσιλ και ο Ίντεν είχαν «μια στάση ιδιοκτητών και προστατών απέναντι στην Ελλάδα», όπως γράφει η Elisabeth Barker («Η Ελλάδα στο πλαίσιο των αγγλοσοβιετικών σχέσεων 1941-47», στο βιβλίο «Από την Αντίσταση στον Εμφύλιο Πόλεμο», επιμ. Μάριον Σαράφη, εκδ. Λιβάνη)
Ο George Alexander κάνει εύλογες παρατηρήσεις αναφερόμενος στους πολιτικούς που αντί να συνταχθούν με την αντίσταση, έγιναν υποχείρια των Βρετανών:
«…Ο παλιός πολιτικός κόσμος, τα αστικά κόμματα, δεν ήταν αντιπροσωπευτικά των Ελλήνων και δεν μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα επιβιώσουν παρά μόνο σε συνεργασία με τις νέες δυνάμεις που έβγαιναν από το αντιστασιακό κίνημα. Όμως, συνεργασία με το αντιστασιακό κίνημα σήμαινε συμμετοχή σε μια τόσο ριζική αναδιοργάνωση της ελληνικής οικονομίας, σε μια τόσο ριζική ανακατανομή του ελληνικού πλούτου, ώστε θα κινδύνευαν να καταστραφούν τα θεμέλια των ίδιων των αστικών κομμάτων.»
Ο Σοφούλης, σύμφωνα με τον Alexander, υποστήριζε ότι «η κυβέρνηση έπρεπε να μείνει αποκλειστικό τσιφλίκι του παλιού πολιτικού κόσμου» και «απαίτησε αρκετά ξεκάθαρα να υποχρεώσουν οι Σύμμαχοι το αντιστασιακό κίνημα να υπακούσει στην κυβέρνηση και, στην ανάγκη, να το στερήσουν απ’ όλα τα εφόδια. […] Ο Σοφούλης αντιπροσώπευε την παλιά αστική Ελλάδα, αλλά ο ελληνικός λαός προχωρούσε προς απώτερους στόχους. Ο Σοφούλης έδωσε στον Τσουδερό τη μόνη απάντηση που μπορούσε να δώσει – να κρατηθούμε και να βάλουμε τους Συμμάχους να αφοπλίσουν ‘‘αυτόν τον όχλο’’».
Ο Σοφοκλής Βενιζέλος «άνθρωπος αδύναμος, χωρίς φαντασία και πρωτοβουλία και αδιάφορος για τη δημιουργία ενός προγράμματος κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που θα βελτίωνε τη μοίρα των πάμπτωχων Ελλήνων, αποτελούσε παράδειγμα πολλών κακών του αστικού πολιτικού κόσμου.»
(George Alexander, «Ο άγνωστος γύρος», στο βιβλίο «Από την Αντίσταση στον Εμφύλιο Πόλεμο», επιμ. Μάριον Σαράφη, εκδ. Λιβάνη)
Ανδρείκελα
Σε όλες τις αποικίες οι Βρετανοί και οι Γάλλοι χρησιμοποιούσαν εντόπιους ασφαλίτες, στρατιωτικούς και πολιτικά ανδρείκελα για να κάνουν τη δουλειά τους. Παντού έβρισκαν πρόθυμους να υπηρετήσουν τα ξένα αφεντικά σε βάρος του λαού και της κατεχόμενης χώρας. Προτιμούσαν δε αυτούς που ήταν εντελώς αδίστακτοι, βασιλικότεροι του βασιλέως. Στην ελληνική περίπτωση, από το 1943, όλοι οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί που διορίζονταν από τους Βρετανούς, στην πρώτη φάση στο Κάιρο και στη δεύτερη στην Ελλάδα, ανακαλούνταν και αντικαθίσταντο με το παραμικρό χωρίς καν να ενημερωθούν. Και ήταν όλοι τόσο βαθιά υποτελείς που όποτε τους χρειάζονταν οι Βρετανοί, τους επανέφεραν για να τους αποσύρουν και πάλι χωρίς κανένας τους να νιώσει θιγμένος και προσβεβλημένος, χωρίς κανένας τους να παραπονεθεί ή να διαμαρτυρηθεί και πολύ περισσότερο να αρνηθεί να αποδεχτεί αυτόν τον με εξευτελιστικό τρόπο διορισμό. Αντιθέτως, εξυμνούσαν τους Βρετανούς και εκτελούσαν με υπερβάλλοντα ζήλο τις εντολές τους. Ήταν τα «ανδρείκελα της δικής μας επιλογής» όπως τους χαρακτήριζε σε επίσημα έγγραφα ο βρετανός υφυπουργός Εξωτερικών!
«Το βράδυ της 4ης προς την 5η Δεκεμβρίου 1944, όταν ο Παπανδρέου παραιτήθηκε και όλα τα κόμματα συμφώνησαν να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Θεμιστοκλής Σοφούλης, ο Τσόρτσιλ διέταξε τον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα Ρέτζιναλντ Λίπερ ‘‘να αναγκάσει τον Παπανδρέου να πράξει το καθήκον του. Αν παραιτηθεί θα πρέπει να τον κλειδώσετε μέχρι να ξαναβρεί τα λογικά του. ’’ (Τσόρτσιλ προς Ίντεν, 6 Ιαν. 1944) Ο Παπανδρέου διατηρήθηκε ως το πέρας των Δεκεμβριανών και τότε, όταν έπαψε να είναι χρήσιμος, αντικαταστάθηκε από τον Νικόλαο Πλαστήρα.» (Θανάση Σφήκα «Η ελληνική πολιτική της Βρετανίας» στο «Η Ελλάδα ’36-‘39», επιμ. Χάγκεν Φλάισερ, εκδ. Καστανιώτη)
«Θεωρώντας τον Πλαστήρα διακοσμητικό στοιχείο, το Μάρτιο του 1945, ο Λίπερ και ο Χάρολντ Μακμίλαν, υπουργός αρμόδιος για θέματα της Μεσογείου, υπέβαλαν στον Τσόρτσιλ πρόταση για μια συμφωνία δια της οποίας οι ενέργειες του Έλληνα πρωθυπουργού θα εγκρίνονταν προκαταβολικώς από τη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα. Ο Τσώρτσιλ απέρριψε την πρόταση, αλλά διέταξε την αντικατάσταση του Πλαστήρα. Ο Λίπερ απαίτησε από τον αντιβασιλέα αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό την αποπομπή του με την αιτιολογία ότι ‘‘η βλακεία του είναι τόσο επικίνδυνη ώστε δεν πρέπει να παραμείνει περισσότερο στην εξουσία […] και πρότεινε να πάρει τη θέση του ο Βούλγαρης – όπερ και εγένετο’’.» (Λίπερ προς Φόρεϊν Όφις, 6 Απρ. 1945)
«Στην πολιτική κρίση του Οκτωβρίου του 1945 στην Αθήνα, η οποία έληξε με το σχηματισμό μιας βραχύβιας κυβέρνησης υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο Λίπερ θεώρησε με πικρία ότι η (βρετανική) Εργατική κυβέρνηση στερούνταν αποφασιστικότητας. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Ορμ Σάρτζεντ τον καθησύχασε: Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι είμαστε αρκετά ισχυροί ώστε να διοικήσουμε τη χώρα αυτή μέσω μιας κυβέρνησης ανδρεικέλων της δικής μας επιλογής.» (Σάρτζεντ προς Λίπερ, 9 Νοεμ. 1945)
«Όταν ο Κανελλόπουλος αρνήθηκε την τοποθέτηση στα ελληνικά υπουργεία Βρετανών ειδικών με εκτελεστικές εξουσίες, ο Λίπερ εισηγήθηκε την αποπομπή του. Θεωρώντας την κυβέρνηση Κανελλόπουλου ως αποτελούμενη από ‘‘φαιδρά πρόσωπα’’, το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών συμφώνησε. Τον Κανελλόπουλο διαδέχτηκε ο Θεμιστοκλής Σοφούλης…» (πρακτικό βρετανικής πρεσβείας, 15 Νοεμ. 1945)
Αυτά δεν είναι όλα, είναι όμως χαρακτηριστικά για να σχηματίσει κανείς μια ιδέα περί των ανδρεικέλων.
Αξίζει εδώ να τονίσουμε ότι «από το 1944 ως το 1952 σχηματίστηκαν 26 κυβερνήσεις, δηλαδή κάθε 3,5 μήνες και νέα κυβέρνηση»! Τόσο οι Άγγλοι όσο και, στη συνέχεια από το 1947, οι Αμερικάνοι, ανακάτευαν συνέχεια τα ανδρείκελα που διόριζαν στις κυβερνήσεις για να εφαρμόζονται οι εντολές και οι οδηγίες τους χωρίς αντιρρήσεις και διαφοροποιήσεις. Τους ανεβοκατέβαζαν σαν τις φιγούρες που μπαίνουν και βγαίνουν στον μπερντέ. Στο επίκεντρο όχι παραπάνω από 10 άτομα, στο σύνολο ίσως 20 με τους συμπληρωματικούς, που συνεχώς ανακυκλώνονται καθώς έρχονται και φεύγουν και ξαναέρχονται. Σήμερα σε κάνω πρωθυπουργό, αύριο σε καταργώ, μεθαύριο σε διορίζω υπουργό, αντιμεθαύριο σε κάνω αντιπρόεδρο, ίσως και πάλι πρωθυπουργό, την άλλη βδομάδα σε παύω κ.ο.κ. Μ’ αυτά τα ανδρείκελα στο τιμόνι οδήγησαν οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι τον ελληνικό λαό στο μακελειό και την Ελλάδα στην καταστροφή και την εξάρτηση.