Ένα αριστουργηματικό, δραματικό ψυχογράφημα
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Μόνο ένας σκηνοθέτης σαν τον Άγγλο Μάικ Λι (Μυστικά και ψέματα, 1996), που ανύψωσε τα μικρά καθημερινά δράματα λαϊκών ανθρώπων σε μέγιστη ερμηνευτική τέχνη, θα κατάφερνε να προσεγγίσει με σεβασμό και διακριτικότητα τον εύθραυστο ψυχισμό της καλλιτεχνικής φύσης ενός απ’ τους σημαντικότερους συμπατριώτες του τοπιογράφους του ρομαντισμού, τον Γουίλιαμ Τέρνερ, στην πρόσφατη αριστουργηματική του ταινία Ο κύριος Τέρνερ, ένα δραματικό ψυχογράφημα, εστιασμένο στην προσωπικότητα του καινοτόμου ζωγράφου.
Με την εξαιρετική, βραβευμένη στις Κάννες, ερμηνεία του, ο Τίμοθι Σπολ, γνωστός από το θίασο του σκηνοθέτη, ενσαρκώνει μοναδικά τον ώριμο Τέρνερ, με μια σωματώδη σαρκική υπόσταση και βρυχηθμούς που αναδεικνύουν τη λαϊκών καταβολών παθιασμένη προσωπικότητα, πλάι στο ιδιοφυές εκφραστικό ταλέντο.
Η ζωγραφική του εξέλιξη προς μια πρώιμη αφαιρετική προσέγγιση ανιχνεύεται στην υπαρξιακή μεταμόρφωσή του, σε ώριμη ηλικία, μέσα από καθοριστικά γεγονότα, όπως ο θάνατος του πατέρα του, αλλά και οι ιδιόρρυθμες σχέσεις του με τις γυναίκες. Η άχαρη οικονόμος γίνεται αντικείμενο των σεξουαλικών ορμών του, ενώ μια παλιά φίλη τον πιέζει να αναγνωρίσει την πατρότητα των θυγατέρων της. Την περιορισμένη γυναικεία παρουσία στη ζωή του συμπληρώνει μια ώριμη και γλυκομίλητη χήρα, υποκαθιστώντας τη μητρική απουσία, ιδιοκτήτρια του παραθαλάσσιου πανδοχείου όπου διαμένει, κάθε φορά που αναζητά έμπνευση στον παφλασμό των κυμάτων. Στο πουριτανικό, καθαρά, ανδροκρατούμενο σύμπαν που τον περιβάλλει, συγκαταλέγονται οι σύγχρονοί του ζωγράφοι της Βασιλικής Ακαδημίας και ο πατέρας του, με τον οποίο έχει μια ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης, καθοριστική για την ψυχοσύνθεση ενός μοναχικού άντρα, που αφιερώθηκε στο ζωγραφικό του πάθος.
Στην ταινία, η επιστροφή από τα πολυάριθμα ταξίδια του σε Ελβετία, Ολλανδία και Ιταλία, επισφραγίζεται με την τρυφερή πατρική τελετουργία του ξυρίσματος απ’ τον μπαρμπέρη πατέρα του, που ήταν παράλληλα και πολύτιμος βοηθός στην προετοιμασία των χρωμάτων. Η ζωγραφική εξέλιξη αποτυπώνεται κινηματογραφικά με μια όλο πιο έντονη και βίαιη χειρονομία του καλλιτέχνη πάνω στον καμβά.
Με αυτή την de profundis προσέγγιση του Μάικ Λι, προς το τέλος της ταινίας μεταφέρεται το πνεύμα του ρομαντισμού στις τεχνολογικές και επιστημονικές εξελίξεις που επηρέασαν τη ζωγραφική. Η χρωματική αντίληψη μεταβάλλεται με τις εφευρέσεις της οπτικής και της ανάλυσης του φωτός, ενώ οι πρώτες φωτογραφικές ανατυπώσεις μετατοπίζουν το ενδιαφέρον, από τη ρεαλιστική αναπαράσταση του φυσικού τοπίου, σε μια προσωπική έκφραση καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με την προλεταριοποίηση της αγροτικής τάξης, λόγω της ριζικής αναμόρφωσης της βιομηχανίας εκείνη την εποχή, μεταλλάχτηκαν ιδέες και αισθητικές αξίες, οδηγώντας στην αναδυόμενη κουλτούρα του ρομαντισμού. Η έκσταση και το δέος απέναντι στη φύση και τα φυσικά φαινόμενα, σε συνδυασμό με τη συγκυρία των Ναπολεόντειων πολέμων, έστρεψε τους, εγκλωβισμένους στη βρετανική ενδοχώρα, Άγγλους ζωγράφους στην αγγλική ύπαιθρο, ανανεώνοντας την παραδοσιακή τοπιογραφία. Η παράλληλη ενασχόληση του Τέρνερ με την υδατογραφία, εμπλούτισε την αντίληψή του με μια διάφανη αίσθηση του χρώματος, ενώ απαλλαγμένος από τη μορφολογική ακρίβεια, εγκαταλείπει σταδιακά τα περιγράμματα.
Με τη χρήση κιτρινοπών αποχρώσεων, ο Τέρνερ δίνει στο φως χρυσαφένιες αντανακλάσεις. Θάλασσα, σύννεφα, βροχή και ομίχλη, σε μια διάχυτη σφουμάτο αισθητική, αφήνουν συχνά δυσδιάκριτο τον ορίζοντα.
Στον πίνακα με τον πρωτοποριακό τίτλο Βροχή, ατμός, ταχύτητα, ο Μεγάλος Δυτικός Σιδηρόδρομος (1844), της ώριμης περιόδου του Τέρνερ, εφτά χρόνια πριν το θάνατό του, με μια ατμοσφαιρική χρωματική αντίληψη πολύ κοντά στην αφαίρεση, αποδίδεται φόρος τιμής στα τεχνολογικά επιτεύγματα του Ηνωμένου Βασιλείου, στις απαρχές ενός πρώιμου φιλελευθερισμού της Βικτωριανής εποχής. Στο μεταίχμιο ρομαντισμού/νεωτερισμού, ο Τέρνερ θεωρήθηκε προπομπός του γαλλικού ιμπρεσιονισμού, που εμφανίστηκε σχεδόν μια εικοσαετία μετά τον θάνατό του. Χαρακτηριστική είναι η αρχή της ταινίας, όπου η σκοτεινή, κόντρα φως φιγούρα του Τέρνερ, αποτυπώνεται στο χάραμα να σκιτσάρει βιαστικά στην ύπαιθρο το αγγλικό τοπίο, για να το επεξεργαστεί στη συνέχεια στο εργαστήρι. Το κλειστό ατελιέ αφήνουν αργότερα και οι ιμπρεσιονιστές, βγαίνοντας με τα καβαλέτα τους στη φύση, προσπαθώντας να αποτυπώσουν άμεσα τις ευμετάβλητες μεταπτώσεις του φωτός, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Έπιπλα και ενδυμασίες αποδίδουν την αυστηρή αίσθηση εποχής, με σκούρες σιλουέτες να ξεπροβάλουν κόντρα στο φως, ενώ η πανοραμική απεραντοσύνη των τοπιογραφιών αποδίδεται με το στήσιμο ιδωμένων από μακριά πλάνων της αγγλικής εξοχής, με φωτισμούς αντίστοιχους με τους πίνακες.
Η ατμοσφαιρική μουσική εγχόρδων, με οξείς ήχους πνευστών, προσδίδει μυστηριακή, σχεδόν απόκοσμη ένταση στις στιγμές απομόνωσης του ήρωα. Αντιθέτως, για τις σκηνές στη Βασιλική Ακαδημία επιλέχθηκε μουσική με τυμπανοκρουσίες, αντανακλώντας τη στατική θεσμική επισημότητα. Με τη σκηνή που μια κοπέλα παίζει ζωντανά στο πιάνο το δεύτερο, τρυφερό μέρος, της σονάτας Παθητική, γίνεται αναφορά στον μεγάλο ρομαντικό Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, σύγχρονο του Τέρνερ, που επίσης στοιχειώθηκε από μια αφαιρετική προσέγγιση στην τελευταία φάση της ζωής του, όπως έχει αντίστοιχα τονιστεί και στην ταινία Αντιγράφοντας τον Μπετόβεν (2006) της Ανιέσκα Χόλαντ.
* H Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός / κριτικός κινηματογράφου ([email protected])